Ας ξεκινήσουμε από το δεδομένο. Η πανδημία μας έχει αλλάξει όλους. Με διάφορους τρόπους: κάποιοι ασθένησαν, άλλοι άλλαξαν τόπο κατοικίας, έχασαν κάποιο αγαπημένο πρόσωπο ή τη δουλειά τους, πήραν σκύλο ή πήραν διαζύγιο, έφαγαν περισσότερο ή αθλήθηκαν περισσότερο. Και μέσα σε όλα αυτά αναρωτιόμαστε ποιες είναι οι ψυχολογικές επιπτώσεις της πανδημίας. Θα μας αλλάξει για πάντα;

«Οι άνθρωποι αναρωτιούνται για την επιστροφή στην κανονικότητα όμως δεν νομίζω ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί», εξηγεί στον Guardian ο Φρανκ Σνόουντεν, ιστορικός των πανδημιών στο Γέιλ. «Η κάθε πανδημία έχει τις δικές της ιδιαιτερότητες», εξηγεί. «Αυτή εδώ, που μοιάζει λίγο με τη βουβωνική πανώλη, επηρεάζει την ψυχική υγεία. Γι’ αυτό βλέπω και μια άλλη να έρχεται: μια ψυχολογική πανδημία».

Η Αϊφ Ο’ Ντόνοβαν, καθηγήτρια ψυχιατρικής στο Ινστιτούτο Νευροεπιστημών της Καλιφόρνια, επιβεβαιώνει ότι «αντιμετωπίζουμε πολλά στρώματα αβεβαιότητας. Εχουν συμβεί φρικτά πράγματα και θα συμβούν και σε άλλους και δεν ξέρουμε πότε ή σε ποιον ή πώς και όλα αυτά είναι ιδιαίτερα απαιτητικά τόσο νοητικά όσο και ψυχολογικά». Εξηγεί ότι οι επιπτώσεις βιώνονται μέσω του σώματος, επειδή όταν αισθανόμαστε απειλή, αφηρημένη ή πραγματική, ενεργοποιείται μια βιολογική στρεσογόνος απάντηση.

Η κορτιζόλη ενεργοποιεί τη γλυκόζη, προκαλώντας το ανοσοποιητικό σύστημα, με έναν τρόπο που αυξάνει τα επίπεδα των φλεγμονών. Αυτό επηρεάζει τη λειτουργία του εγκεφάλου, κάνοντάς μας πιο ευάλωτους σε απειλές και λιγότερο ευαίσθητους σε θετικές ανταμοιβές. Πρακτικά, αυτό σημαίνει ότι το ανοσοποιητικό σύστημα μπορεί να ενεργοποιείται απλά ακούγοντας κάποιον δίπλα μας να βήχει ή εάν δούμε τόσους ανθρώπους να φορούν μάσκες. Ομως η χρόνια ενεργοποίηση, όπως συμβαίνει διαρκώς εδώ και μήνες, μπορεί να είναι επιζήμια καθώς επιταχύνει τη βιολογική γήρανση και αυξάνει τους κινδύνους για ασθένειες που είναι συνδεδεμένες με το γήρας».

Χάθηκαν οι κοινωνικοί χώροι

Ο Τόμας Ντίξον, ιστορικός των αισθημάτων στο πανεπιστήμιο Queen Mary του Λονδίνου λέει ότι τον τελευταίο χρόνο δεν ανοίγει μέιλ που ξεκινούν με τη φράση «ελπίζω αυτό το μέιλ να σε βρίσκει καλά». Oι παλιοί «κοινωνικοί χώροι», όπως τους αποκαλεί η ψυχοθεραπεύτρια Φίλιπα Πέρι, του να βρεις να κάτσεις σε ένα καφέ έχουν χαθεί.

Ακόμα κι όταν περιμέναμε, δίπλα δίπλα για να πάρουμε έναν καφέ στα όρθια, ήταν σαν να συμμετείχαμε σε μια ομαδική δραστηριότητα, παρότι δεν ξέραμε τους διπλανούς μας. Τώρα, καθόμαστε προσεκτικά σε απόσταση ο ένας από τον άλλον και μόλις βρεθούμε κατά λάθος κοντά, πεταγόμαστε προς τα πίσω με φόβο. Είναι σαν να απωθούμε τους άλλους κι εκείνοι εμάς. Στην απομόνωση έχει προστεθεί και ενός είδους απόρριψη.

Οι νευροεπιστήμονες Φράνσις ΜακΓκλον και Μερλ Φάιρχερστ μελετούν απτικούς νευρώνες που είναι συγκεντρωμένοι σε μέρη που δεν μπορούμε να πιάσουμε μόνοι μας, όπως οι ώμοι και το πίσω μέρος της πλάτης. Εμπλέκουν το κοινωνικό άγγιγμα, με ένα περίπλοκο σύστημα ανταμοιβών, ούτως ώστε όταν μας ακουμπούν, αγκαλιαζόμαστε ή χαϊδεύομαστε, απελευθερώνεται ωκυτοκίνη, με αποτέλεσμα να πέφτουν οι ρυθμοί της καρδιάς και να εμποδίζεται η παραγωγή κορτιζόνης.

Και ανησυχεί. «Οπου κι αν κοιτάξω βλέπω διαφορές συμπεριφοράς στη διάρκεια της πανδημίας». Εξετάζοντας τα στοιχεία διαπιστώνει ότι εκείνοι που κινδυνεύουν περισσότερο από τις αρνητικές επιπτώσεις της απώλειας επαφής είναι οι νέοι, οι οποίοι χάνουν τη συνδετική ενέργεια του αγγίγματος και έτσι πυροδοτούνται παράγοντες οι οποίοι συμβάλλουν στην κατάθλιψη – στενοχώρια, χαμηλότερα επίπεδα ενέργειας, λήθαργος.

«Είναι σαν να χάνουμε την ταυτότητά μας. Οι μάσκες μας κάνουν άτομα χωρίς πρόσωπο, ένα όριο ανάμεσα σε εμάς και τους άλλους». Και μετά γυρνάμε συνέχεια με φόρμες και πιτζάμες, ξανά και ξανά, ένα ακόμα στρώμα κάλυψης. Υπάρχουν και οι πολιτιστικές απώλειες. Ο Ερικ Κλαρκ, καθηγητής στην Οξφόρδη, που ερευνά την ψυχολογία της μουσικής, παρατηρεί πόσο σημαντική είναι η απώλεια των συναυλιών, των θεάτρων, των σινεμά. «Είναι σαν να χάνουμε το αλάτι της ζωής, την έντονη γεύση της».

Κορίτσια και αγόρια σε δημοτικό σχολείο της πόλης Φουναμπάσι, κοντά στο Τόκιο, στην Ιαπωνία, φορούν προστατευτικές μάσκες και κρατούν αποστάσεις μεταξύ τους ενώ συμμετέχουν στο μάθημα της Μουσικής

Πού καταλήγουμε; «Είχαμε πανδημίες στο παρελθόν και ακόμα είμαστε εδώ, αλλάξαμε και προσαρμοστήκαμε», λέει ο Φέρχαρστ. Πώς θα αλλάξουμε τώρα; Θα υπάρχουν περισσότερα περιστατικά μετα-τραυματικού στρες, ιδιαίτερα εκείνων που νοσηλεύθηκαν σε μονάδες εντατικής θεραπείας. Κάποιοι επιστήμονες θεωρούν ότι ο φόβος για τα μεγάλα πλήθη θα παραμείνει ακόμα και μετά την αντιμετώπιση του Covid. Ο Ντίξον, ο ιστορικός των αισθημάτων, θεωρεί ότι σε επίπεδο συναισθηματικών επιπτώσεων αυτό που ζούμε «μοιάζει με παγκόσμιο πόλεμο». Οπως εκείνος σημάδεψε τις γενιές που τον έζησαν, «έτσι και τώρα η πανδημία θα αφήσει τα σημάδια της πάνω μας».

Η γενιά που μεγαλώνει στην καραντίνα

Πρόσφατα σε μια βόλτα είδα μια μητέρα με την τετράχρονη κόρη της. Καθώς πλησίαζαν να διασταυρωθούν με ένα ζευγάρι που είχε ένα παιδάκι,  η μικρή  σταμάτησε, κρύφθηκε πίσω από τη μαμά της και άρχισε να κλαίει δείχνοντας ότι φοβάται να περάσει από κοντά τους. Εχει μάθει, εξήγησε η μητέρα της, να κρατά αποστάσεις λόγω κορωνοϊού. Είναι, κομμάτι μιας γενιάς πολύ ιδιαίτερης – εκείνης όπου τα παιδιά δεν παίζουν πια με άλλα παιδιά. Είναι τα νήπια του Covid-19. Που ζουν μια παιδική ηλικία χωρίς παιδιά. Μια γενιά που μεγαλώνει στην καραντίνα.

Τα παιδικά πάρτι, οι παιδότοποι, τα μαθήματα μουσικής, τα γενέθλια ή οι κούνιες δίπλα – δίπλα αποτελούν παρελθόν. Και οι γονείς, λογικά, ανησυχούν για τις αναπτυξιακές επιπτώσεις της κοινωνικής απομόνωσης για τα πιτσιρίκια αλλά και για τα μεγαλύτερα παιδιά. Ισως είναι πολύ νωρίς για εμπεριστατωμένες μελέτες σχετικά με τις επιπτώσεις του lockdown σε πολύ μικρά παιδιά και αρκετοί ειδικοί θεωρούν πως αυτά είναι εντάξει, επειδή η πιο σημαντική τους σχέση σε αυτή την ηλικία είναι με τους γονείς τους.

Αλληλεπίδραση

Ομως όλο και περισσότερες έρευνες αναδεικνύουν την αξία της κοινωνικής αλληλεπίδρασης στην ανάπτυξη του εγκεφάλου. Μελέτες δείχνουν ότι τα νευρωνικά δίκτυα που επηρεάζουν την ανάπτυξη της ομιλίας και τις ευρύτερες γνωσιακές ικανότητες φτιάχνονται μέσα από σωματικές και προφορικές αλληλεπιδράσεις – από το να μοιραστούν δύο παιδιά μια μπάλα έως το να ανταλλάξουν ήχους ή λέξεις. Αυτές οι αλληλεπιδράσεις διαμορφώνουν «δομή και συνδεσιμότητα στον εγκέφαλο», λέει στους New York Times, η δρ. Κάθριν Χιρς-Πάσεκ διεύθυντρια εργαστηρίου στο πανεπιστήμιο Τεμπλ. «Είναι σαν τροφή για τον εγκέφαλο». Η ειδικός χαρακτηρίζει το σημερινό περιβάλλον ως ενός είδους «κοινωνικό τυφώνα», με δύο μεγάλους κινδύνους: Τα μωρά και τα νήπια να μην αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και ταυτόχρονα να πιάνουν τα σήματα από τους γονείς τους ότι οι άλλοι άνθρωποι μπορεί να αποτελούν κίνδυνο. «Δεν είμαστε φτιαγμένοι για να μας εμποδίζουν να βλέπουν τα άλλα παιδιά που περπατούν στον δρόμο», επισημαίνει η ερευνήτρια.

Τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα για μικρά παιδιά που ζουν στο ίδιο σπίτι με παππούδες και γιαγιάδες. Τα μέτρα απομόνωσης που λαμβάνονται είναι πολύ πιο έντονα. Οπως περιγράφει η Εριν Σέπαρντ για την κόρη της Ρις: «Πάμε στο πάρκο, περνάμε με απολυμαντικά μαντηλάκια τις κούνιες, βλέπει άλλα παιδιά να παίζουν πιο πέρα και τα χαιρετάει από μακριά αλλά ξέρει ότι δεν μπορεί να τα πλησιάσει». Ενα βράδυ η Εριν πήγαινε αγκαλιά τη Ρις στο κρεβατάκι της όταν την είδε να χαιρετά. Κατάλαβε ότι κοιτούσε στον τοίχο ένα ημερολόγιο με φωτογραφίες μωρών. «Εκτοτε συμβαίνει συχνά. Χαιρετά τα μωρά στο ημερολόγιο τοίχου».

Πηγή