Η κοινωνική απόσταση, η οργή, η ανία, η απομόνωση, το άγχος. Η φτωχοποίηση. Η θλίψη και ο εκνευρισμός, μα πάνω από όλα ο φόβος: Ο φόβος του παρόντος, της επόμενης ημέρας, του θανάτου. Όλοι είμαστε ευάλωτοι απέναντι στο φόβο του θανάτου. Ακόμα κι αν δεν κινδυνεύουμε άμεσα, η είδηση και μόνο των αριθμών των νεκρών, μας καταστρέφει την κανονικότητα, όπως την ξέραμε. Τώρα η κανονικότητα έχει αλλάξει: Είμαστε κλεισμένοι σπίτι, οι νεκροί δεν έχουν όνομα και σιγά-σιγά δεν αποτελούν πια ειδήσεις στα δελτία. Νοσούν οι δικοί μας άνθρωποι.

Οι πρώτες έρευνες είναι ενδεικτικές για το παρόν και προβλέπουν το μέλλον, χωρίς να σημαίνει πως δεν είναι ακόμα πολύ νωρίς για τους “οιωνοσκόπους”. Περιμένουμε τα επόμενα χρόνια της πανδημίας να μας βρούνε με πληγές ανοιχτές, όπως κάθε μετατραυματικό σοκ. Μέχρι τότε, όμως, θα έχει αλλάξει και η κοινωνική σύσταση, όπως την ξέρουμε: Ήδη οι μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις χρεοκοπούν εξαιτίας του λοκντάουν και η ανεργία, νομοτελειακά, θα φτάσει σε νέα υψηλά.

Οι πρώτοι που “έπεσαν”

Θα πίστευε κανείς ότι οι πιο ευάλωτοι  θα ήταν οι ήδη ψυχικά πάσχοντες, όμως δεν είναι έτσι. Η ψυχική νόσο κουβαλάει ένα βορβορώδες όνομα, αλλά -ανάλογα με τη νόσο, φυσικά- ο πάσχων έχει μάθει να ζει και να διαχειρίζεται τη διαταραχή. Η εικόνα από τις ψυχιατρικές κλινικές, είναι η αναμενόμενη για κάποιον που γνωρίζει: Φυσικά υπάρχουν υποτροπές στους ήδη πάσχοντες, αλλά έχουν αυξηθεί κατακόρυφα τα νέα περιστατικά. Καταθλιπτικά επεισόδια, αγχώδεις διαταραχές, σκέψεις μακάβριες, θλίψη και φόβος.

Οι πρώτοι που “πέσανε θύματα σε άνιση μάχη κι αγώνα” ήταν οι μαχητές της πρώτης γραμμής. Οι υγειονομικοί, που καλούνται να διαχειριστούν τη ζωή και το θάνατο με τεράστιες ελλείψεις, εξοντωτική κούραση και ανασφάλεια, παρατηρείται τώρα να έχουν εξαντληθεί σωματικά όσο και ψυχικά. Σε φύλλο οδηγιών/τεκμηρίωσης  της Α’ Ψυχιατρικής Κλινικής για λογαριασμό της Ιατρικής Σχολής Αθηνών, δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα στην περίπτωση των υγειονομικών, των ανθρώπων που αποζημιώνονται με χειροκροτήματα και μετράνε πτώματα, ενώ αμέσως μετά έρχονται οι άνθρωποι εκείνοι που κινδυνεύουν περισσότερο: Ηλικιωμένοι ή ασθενείς με υποκείμενα νοσήματα.

Το αίσθημα του πανικού δημιουργεί μία διαρκή κατάσταση ανασφάλειας για το άτομο, καχυποψίας για τον διπλανό του, φόβου. Κι επιμένουμε στο φόβο, γιατί τα αποτελέσματά του σε κυνηγούν μερικές φορές για μια ολόκληρη ζωή.

Ο φόβος, τα παράγωγα και η εικόνα από τα νοσοκομεία

Σχετικά με τους ήδη ψυχικά νοσούντες, χρειάζεται αυστηρή τήρηση του προγράμματος θεραπείας. Κι αν έχουν ήδη μάθει να ζουν με τη νόσο ή και να την ελέγχουν, κατανοώντας πως ορισμένες αντιδράσεις προέρχονται από το εσωτερικό μας εχθρό, όταν ο ήδη υπάρχουν εχθρός βρίσκει σύμμαχο στο “τοξικό” περιβάλλον, τα πράγματα είναι πολύ “σκούρα”.

Ωστόσο, οι ήδη πάσχοντες έχουν έστω κατανικήσει τον πρώτο φόβο, αυτόν της διαπίστωση. Το συναίσθημα πριν την διάγνωση και τη θεραπεία, είναι το πιο φρικτό σε σχέση με την ψυχική νόσο. Οι άνθρωποι που έρχονται αντιμέτωποι τώρα, σε αυτές τις συνθήκες της πανδημίας, είναι αυτοί που πιθανότατα υποφέρουν περισσότερο.

Το κοινωνικό στίγμα λειτουργεί ως τροχοπέδη. Η νέα βαρβαρότητα μας βρίσκει να υποφέρουμε σπίτι μας, παρά να αναζητούμε θεραπεία. Ωστόσο, ακόμα και με το στίγμα, ή -μάλλον- παρά αυτό, έχει παρατηρηθεί σημαντική αύξηση των ασθενών στις ψυχιατρικές κλινικές. Πέραν του προφανούς και δυστυχέστερου, δηλαδή όσων βιώνουν πένθος, έχουμε μία κλίμακα περιστατικών από κρίσεις πανικού και αγχώδεις διαταραχές, μέχρι κατάθλιψη, όλα περιπτώσεις που χρήζουν ιατρικής παρακολούθησης.

Μετά το χάος, τι;

Ζούμε, λοιπόν, σε αυτό το σκοτεινό παράδοξο, απομονωμένοι στρεφόμαστε σε μεθόδους επικοινωνίας που δεν είναι οι κλασικές, δε συμπεριλαμβάνουν την επαφή με το έξω κόσμο, ούτε καν μία βόλτα στον ήλιο. Τα μέτρα ελέγχουν είναι ενίοτε ασφυκτικά και οι κακές εργασιακές συνθήκες, δημιουργούν μία ανασφάλεια που είχαμε να ζήσουμε δέκα χρόνια. Θυμίζει, μα δεν είναι, την αρχή της κρίσης. Τώρα τα πράγματα είναι πιο “σκοτεινά”.

Και θα γίνουν περισσότερο. Οι αλλαγές που έρχονται στο “εξαντλημένο” σύστημα υγείας, με την τιμολόγηση των παροχών του δημοσίου νοσοκομείου, θα μας βρουν μπροστά σε ένα νέο πρόβλημα. Οι θέσεις εργασίας που χάνονται, οι επιχειρήσεις που κλείνουν, έρχονται να ενισχύσουν το σκοτάδι. Κι έπειτα, είναι τα επόμενα δύο ερωτήματα: Πώς αποχαιρετάς τους νεκρούς και πώς ανακτάς την ελευθερία;

Οι πρώτες προβλέψεις για το “μετά” δεν μπορούν να είναι ακριβείς, αλλά αντλώντας από εμπειρίες του παρελθόντος, σκιαγραφούν ένα μέλλον που θα έχει ανοιχτές πληγές. Η ψυχική νόσος, παραμένοντας ταμπού, στιγματίζει τον πάσχοντα και το γεγονός ότι ελπίζουμε να μη μας αφορά, κάνει τα πράγματα πολύ χειρότερα. Το επόμενο διάστημα θα μας βρει λιγότερους πληθυσμιακά και φτωχότερους υλικά, τραυματισμένους, θυμωμένους, φοβισμένους.

Ο τρόπος που διακλαδώνεται μία κοινωνία μέσα από τα βιώματά της, αλλάζει ολόκληρες γενιές. Κρύβει τα προβλήματά της, θεωρώντας πως τα αληθινά τέρατα δεν είναι ψυχικής φύσης, αλλά υλιστικής: Η φτώχεια, η ανεργία, οι ασθενείς χωρίς τα φάρμακα και ούτω καθεξής. Και βεβαίως είναι έτσι τα πράγματα, περιμένουμε ένα τέτοιο μέλλον.

Δυστυχώς, όμως, το μέλλον έχει τη βάρβαρη συνήθεια να συνδέεται με το παρελθόν. Καλούμαστε να προσέξουμε την ψυχή μας, χωρίς να ντρεπόμαστε που αρρώστησε. Το επόμενο διάστημα θα μας χρειαστεί για να δοθούν μεγάλες μάχες, ξεκινώντας με την ανάκτηση της ζωής μας και την ανάκαμψη της καθημερινότητας, όπως την ξέραμε.

Ένας χρόνος σε κλοιό συνεχούς φόβου είναι ήδη μεγάλο διάστημα και θέλει ακόμη δρόμο μέχρι να μπορούμε να ξέρουμε με βεβαιότητα ότι όλα μπορεί και να πάνε καλά. Το καλό με τον φόβο, ωστόσο, είναι πως γεννά αγανάκτηση, Αλλά και πάλι, όσα αφήνουμε κάτω από το χαλί, το στίγμα κι οι πληγές, δεν ξεπερνιούνται ακόμα κι αν κερδίσουμε πίσω τις ζωές μας -μισές. Ολόκληρες θα είναι μόλις αποκατασταθεί και η ψυχή.

Πηγή