Η θεραπεία συνίσταται στη λήψη δύο φαρμάκων, πρώτα σε μορφή δισκίων για λίγες εβδομάδες και ύστερα κάθε 6 ή 12 φορές τον χρόνο. Η θεραπεία εγκρίθηκε σε Ευρώπη και ΗΠΑ.
Στην έγκριση της πρώτης θεραπείας για την HIV/AIDS λοίμωξη που λαμβάνεται κάθε 1-2 μήνες ενέκριναν οι υγειονομικές Αρχές σε ΗΠΑ και Ευρώπη. Η θεραπεία είναι συνδυασμένη (αποτελείται από δύο φάρμακα) και ενέσιμη.
Τα εν λόγω φάρμακα περιέχουν τις δραστικές ουσίες rilpivirine και cabotegravir. Σύμφωνα με τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Φαρμάκων (EMA) πρώτα λαμβάνονται καθημερινά σε μορφή δισκίων για ένα μήνα. Ύστερα, χορηγούνται με ενέσεις μία φορά κάθε έναν ή δύο μήνες.
Το σχήμα αυτό αποτελεί την πρώτη πλήρη αγωγή για την HIV/AIDS λοίμωξη που θα λαμβάνεται έξι ή 12 φορές τον χρόνο.
Προς το παρόν, η κλασική αγωγή για τους ανθρώπους που είναι μολυσμένοι με τον ιό HIV που προκαλεί το AIDS είναι να λαμβάνουν καθημερινά χάπια για να τον διατηρούν υπό έλεγχο. «Η νέα θεραπεία αποτελεί εναλλακτική λύση για μερικούς από τους ασθενείς αυτούς», δήλωσε ο Dr John Farley, διευθυντής στο Γραφείο Λοιμωδών Νόσων του Κέντρου Αξιολόγησης & Έρευνας Φαρμάκων (CDER) της αμερικανικής Υπηρεσίας Τροφίμων & Φαρμάκων (FDA).
Όπως εξηγεί ο EMA, και οι δύο δραστικές ουσίες διατίθενται σε δύο μορφές: ως δισκία και ως διαλύματα παρατεταμένης αποδέσμευσης. «Παρατεταμένη αποδέσμευση» σημαίνει ότι κάθε ουσία απελευθερώνεται σταδιακά σε διάστημα λίγων εβδομάδων μετά την έγχυσή της. Η ένεση γίνεται ξεχωριστά για την κάθε ουσία και ενδομυϊκά στον γλουτό από έναν γιατρό ή νοσηλευτή.
Πως δρουν
Τα φάρμακα rilpivirine και cabotegravir έχουν διαφορετικό τρόπο δράσης. Το rilpivirine είναι ένας μη-νουκλεοσιδικός αναστολέας της ανάστροφης τρανσκριπτάσης (NNRTI). Η ανάστροφη τρανσκριπτάση είναι ένα ένζυμο που παράγεται από τον ιό HIV. Του επιτρέπει να παράγει περισσότερες κόπιες του μέσα στα κύτταρα που προσβάλλει.
Αντίστοιχα, το cabotegravir είναι ένας αναστολέας της ιντεγκράσης. Η ιντεγκράση είναι ένα ένζυμο που χρειάζεται ο ιός του AIDS για να παράγει νέες κόπιες του στο ανθρώπινο σώμα.
Ο συνδυασμός των δύο φαρμάκων μειώνει τα επίπεδα του ιού HIV στο αίμα και τα διατηρεί χαμηλά. Ωστόσο, δεν οδηγεί σε ίαση την HIV/AIDS λοίμωξη, τονίζει ο EMA. Μπορεί όμως να καθυστερήσει τις βλάβες στο ανοσοποιητικό και την ανάπτυξη λοιμώξεων και νόσων που σχετίζονται με το AIDS.
Σύμφωνα με τον EMA και τον FDA, μελέτες έδειξαν ότι ο συνδυασμός είναι εξίσου αποτελεσματικός στον έλεγχο της HIV/AIDS λοίμωξη με τα δισκία από το στόμα. Όπως και εκείνα, όμως, πρέπει να λαμβάνεται με βάση τον προγραμματισμό που έχει καθοριστεί. Αυτό είναι απαραίτητο για να μην αναπτύξει ο ιός HIV ανθεκτικότητα σε αυτόν.
Ο συνδυασμός εγκρίθηκε για χορήγηση σε ενήλικες μολυσμένους με τον ιό HIV-1, των οποίων η λοίμωξη διατηρείται υπό έλεγχο με άλλα αντιρετροϊκά φάρμακα.