Η βαθιά ύφεση λόγω πανδημίας – που “μεταφράζεται” σε μεγάλη κάμψη των δημοσίων εσόδων – σε συνδυασμό με τις τεράστιες κρατικές δαπάνες για στήριξη των επιχειρήσεων και των εργαζομένων, εκτοξεύουν σε δυσθεώρητα ύψη τα ελλείμματα, αυξάνοντας παράλληλα το δημόσιο χρέος με επιταχυνόμενο ρυθμό .

Σε άλλες εποχές και σε συνθήκες “κανονικότητας” όχι μόνον  θα είχε σημάνει συναγερμός, αλλά οι Ευρωπαίοι εταίροι και οι Βρυξέλλες θα είχαν παρέμβει αποφασιστικά, υποχρεώνοντας την κυβέρνηση να λάβει κατεπειγόντως μέτρα. Θα είμαστε δηλαδή υπό την απειλή – ή εντός –  νέου μνημονίου, με χαρακτήρα σφιχτού δημοσιονομικού “κορσέ”  και μιάς ακόμη καταιγίδας φοροεισπρακτικών μέτρων και περικοπών σε δαπάνες.

Τέτοια απειλή δεν υφίσταται τώρα – τουλάχιστον δεν φαίνεται άμεσα. Ολες οι ευρωπαϊκές χώρες αντιμετωπίζουν ανάλογα προβλήματα και η ΕΕ χαλαρώνει τους δημοσιονομικούς κανόνες, ενώ παράλληλα διοχετεύει φρέσκο χρήμα για τη στήριξη των οικονομιών και την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης.

Πόσο όμως θα διαρκέσει αυτή η χαλαρότητα; Και ποιά θα είναι η “γραμμή” των Βρυξελλών και του Βερολίνου μετά το τέλος της πανδημίας; Θα υποχρεωθεί η Ελλάδα να “σφιξει τα λουριά” για να περιορίσει τα ελλείμματα και το δημόσιο χρέος που θα έχει γίνει “βουνο”1

Αυτός ο κίνδυνος υφίσταται – είναι θέμα χρόνου να εμφανισθεί. Και τότε θα ξαναμπούν στην ημερήσια διάταξη τα μνημόνια, παραλλαγμένα ίσως και κάπως “εξωραϊσμένα”.
 Προς το παρόν, οι ξένοι αξιολογητές και οι Βρυξέλλες μας καθησυχάζουν. Βλέπουν μεν τεράστια διόγκωση του χρέους, εκτιμούν ότι θα φτάσει σε 210% του ΑΕΠ, αλλά το θεωρούν φυσιολογική εξέλιξη υπό τις παρούσες συνθήκες – και αντιμετωπίσιμο πρόβλημα.
Η Κομισιόν και ο οίκος Fitch  εξέφρασαν ήδη επισήμως την άποψη ότι παρά τη σημαντική αύξησή του λόγω της πανδημίας, το ελληνικό δημόσιο χρέος είναι βιώσιμο – ενώ στο 177% και στο 180% το ΔΝΤ και διεθνείς οίκοι το θεωρούσαν μή βιώσιμο.
Οπως επισημαίνουν σε εκθέσεις τους, οι βασικοί παράγοντες που στηρίζουν τη βιωσιμότητά είναι μακρά διάρκεια αποπληρωμής, το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησής του (λόγω  μείωσης των επιτοκίων) και το μεγάλο «μαξιλάρι» ταμειακών διαθεσίμων που έχει η χώρα.
Στη διαπίστωση αυτή συμπίπτουν τόσο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία προχώρησε σε επικαιροποίηση της ανάλυσης βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους (debt sustainability analysis) με την όγδοη μεταμνημονιακή αξιολόγησή της όσο και οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης, όπως πρόσφατα ο Fitch.
Σε έκθεσή της στις 5 Φεβρουαρίου, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή σημειώνει ότι η πανδημία θα έχει σημαντικό αντίκτυπο στο δημόσιο χρέος της Ελλάδας, το οποίο υπολογίζει ότι αυξήθηκε από 180,5% του ΑΕΠ το 2019 σε 207% το 2020.
Το βασικό σενάριο στην επικαιροποιημένη ανάλυση βιωσιμότητας χρέους (debt systainability analysis, DSA), η οποία έγινε στο πλαίσιο της μεταμνημονιακής αξιολόγησης, προβλέπει επάνοδο σε πτωτική τροχιά από φέτοςπαράλληλα με την (αναμενόμενη) ανάκαμψη της οικονομίας.
Η αποκλιμάκωση του χρέους, σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, θα στηριχθεί από τις αναμενόμενες ευνοϊκές χρηματοδοτικές συνθήκες που αναμένονται μεσοπρόθεσμα καθώς και τους υψηλότερους μακροπρόθεσμα ρυθμούς ανάπτυξης σε σχέση με το DSA του 2019.
Όσον αφορά στην πορεία του χρέους την επόμενη 10ετία, όλα τα σενάρια και τα stress test που έχει κάνει η Κομισιόν δείχνουν ότι αυτή θα παραμείνει πτωτική, με δεδομένο τον μικρό κίνδυνο αναχρηματοδότησής του.
Κατά την άποψη της Κομισιόν, υπάρχουν επιπλέον παράγοντες που περιορίζουν τις πιθανότητες να γίνει ευάλωτο το ελληνικό χρέος:
1. Το γεγονός ότι το 75% του χρέους το διακρατούν επίσημοι δανειστές – όπως ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας (ESM) – και έχει χαμηλά επιτόκια, σε συνδυασμό με τη μακρά μέση περίοδο αποπληρωμής του (περίπου 21 χρόνια), το καθιστά λιγότερο ευάλωτο σε κινδύνους αναχρηματοδότησής του, με τις δαπάνες για τόκους να αναμένεται να κινηθούν σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
2. Το Ταμείο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, από το οποίο η Ελλάδα μπορεί να αντλήσει 32 δισ. ευρώ, μπορεί να στηρίξει τον ρυθμό ανάπτυξης με τις επενδύσεις και τις μεταρρυθμίσεις που θα χρηματοδοτηθούν.
3. Τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα της Ελλάδας, που ανέρχονταν σε 19,6 δισ. ευρώ στα τέλη Σεπτεμβρίου, στα οποία πρέπει να προστεθεί και το μαξιλάρι των 15,6 δισ. ευρώ του ESM, τα οποία, όπως σημειώνεται, υπερκαλύπτουν τους κινδύνους από μία αύξηση του βραχυπρόθεσμου χρέους.
Οι εκτιμήσεις της Fitch
Στην ανακοίνωσή του στις 22 Ιανουαρίου για την αξιολόγηση της πιστοληπτικής ικανότητας της Ελλάδας, ο οίκος Fitch έκανε αντίστοιχες επισημάνσεις: Εξέφρασε την εκτίμηση ότι το ελληνικό χρέος αυξήθηκε σε 210,5% του ΑΕΠ στο τέλος του 2020, ενώ προβλέπει μείωσή του στο 206,9% φέτος και περαιτέρω στο 191,5% το 2022 (η Κομισιόν προβλέπει μείωση στο 199,6% και 193,1%, αντίστοιχα).
Ο αμερικανικός οίκος σημείωσε ότι το χρέος του ελληνικού δημοσίου θα παραμείνει πολύ υψηλό για μακρά περίοδο. Εστίασε όμως στο ότι υπάρχουν παράγοντες που θα τείνουν να το περιορίσουν και να στηρίξουν τη βιωσιμότητά του. Όπως και η Κομισιόν, αναφέρθηκε στα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα της Ελλάδας, την υψηλή μέση διάρκεια αποπληρωμής του και το χαμηλό κόστος εξυπηρέτησής του.
Επιπλέον, ο Fitch τόνισε τη συμβολή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζα στη μείωση του κόστους δανεισμού της Ελλάδας, καθώς αγοράζει πλέον τα ομόλογα του ελληνικού δημοσίου στη δευτερογενή αγορά στο πλαίσιο του προγράμματός της για την αντιμετώπιση του αντίκτυπου της πανδημίας.
 Η ΕΚΤ μπορεί να αγοράσει στη δευτερογενή αγορά ελληνικούς τίτλους αξίας έως 37 δισ. ευρώ, παρέχοντας πρόσθετη χρηματοδοτική ευελιξία στη χώρα.
Με πληροφορίες από ΑΠΕ-ΜΠΕ


Πηγή