Τριπλά κερδισμένοι θα είναι, από φορολογικής άποψης, οι εργαζόμενοι που τέθηκαν σε αναστολή συμβάσεων στη διάρκεια του 2020 και για ένα χρονικό διάστημα ελάμβαναν την αποζημίωση των 534 ευρώ τον μήνα.
Ωστόσο οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι, οι οποίοι υπερβαίνουν το 1,1 εκατομμύριο, είχαν σημαντικές απώλειες των εισοδημάτων τους, καθώς στις περισσότερες περιπτώσεις, το ποσό που έλαβαν, είναι μικρότερο των πραγματικών αποδοχών του.
Ως αντιστάθμισμα των εισοδηματικών απωλειών που είχαν, στη διάρκεια του 2020, τουλάχιστον φέτος δεν θα πληρώσουν καθόλου ή θα πληρώσουν λιγότερο φόρο, σε σχέση με εκείνο που πλήρωσαν το 2020 ή θα πλήρωναν εάν ελάμβαναν τις κανονικές τους αποδοχές.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Εργασίας, στο διάστημα από τον Μάρτιο έως και τον Φεβρουάριο του 2021 τέθηκαν στο καθεστώς της αναστολής σύμβασης εργασίας, 1.130.000 εργαζόμενοι του ιδιωτικού τομέα, για λίγο ή πολύ περισσότερο διάστημα, οι οποίοι ελάμβαναν το ποσό των 534 ευρώ τον μήνα ή 17,8 ευρώ για κάθε ημέρα αναστολής. Το συνολικό ποσό που έλαβαν, ανήλθε σε 2,4 δισ. ευρώ, το οποίο θα είναι και αφορολόγητο.
Γλιτώνουν φόρο, εισφορά και τεκμήρια
Σύμφωνα με την απόφαση (Α1035/2021) του διοικητή της ΑΑΔΕ, Γιώργου Πιτσιλή, με την οποία ορίζεται ο τύπος και το περιεχόμενο των βεβαιώσεων αποδοχών για τη χρήση 2020, που θα χρησιμοποιηθούν για τη συμπλήρωση των φετινών φορολογικών δηλώσεων, τα συγκεκριμένα ποσά, όχι μόνο δεν θα φορολογηθούν, αλλά με αυτά μπορούν να καλύψουν και τα τεκμήρια.
Ειδικότερα, οι αποζημιώσεις ειδικού σκοπού που χορηγήθηκαν το 2020 σε εργαζόμενους στα πλαίσια αντιμετώπισης των συνεπειών του κινδύνου διασποράς του COVID-19 ή των συνεπειών που επέφεραν άλλες καταστροφές χαρακτηρίζονται από την ΑΑΔΕ ως εισόδημα από μισθωτή εργασία.
Όμως, οι αποζημιώσεις αυτές είναι αφορολόγητες και δεν υπόκεινται σε οποιαδήποτε εισφορά, συμπεριλαμβανομένης και της ειδικής εισφοράς αλληλεγγύης του άρθρου 43Α του ν. 4172/2013.
Ταυτόχρονα, μπορούν να αξιοποιηθούν από τους φορολογούμενους που έλαβαν τα συγκεκριμένα ποσά για την κάλυψη προστιθέμενης διαφοράς εισοδήματος που μπορεί να προκύψει λόγω της εφαρμογής των διατάξεων για τα τεκμήρια διαβίωσης και απόκτησης περιουσιακών στοιχείων.
Το γεγονός ότι οι παροχές από το κράτος είναι αφορολόγητες, το δηλωθέν εισόδημά τους, για το φορολογικό έτος 2020, που θα φορολογηθεί το 2021 θα είναι αισθητά μικρότερο. Έτσι ο φόρος εισοδήματος θα είναι μειωμένος ή και μηδενικός αν το συνολικό εισόδημά τους είναι κάτω από το αφορολόγητο όριο.
Παράλληλα, αν με την προσθήκη της ειδικής αποζημίωσης, το συνολικό εισόδημα υπερβαίνει τις 12.000 ευρώ, δεν θα τους επιβληθεί ειδική εισφορά αλληλεγγύης.
Παράδειγμα, αν το πραγματικό εισόδημα (από άλλες πηγές) είναι π.χ. 10.000 ευρώ και ο συγκεκριμένος εργαζόμενος έλαβε και 3.000 ευρώ ως αποζημίωση ειδικού σκοπού, τότε το συνολικό του εισόδγημα φτάνει στις 13.000 ευρώ και κανονικά θα του επιβάλλονταν και εισφορά αλληλεγγύης. Όμως επειδή το ποσό των 3.000 ευρώ εξαιρείται της εισφοράς, γλιτώνει την επιβάρυνση.
Σε ότι αφορά στα τεκμήρια, θα μπορούν να επικαλεστούν το εισόδημα των 534 ευρώ (παρότι δεν φορολογείται) για να τα καλύψουν, εφόσον φυσικά οι τεκμαρτές δαπάνες διαβίωσης είναι σχετικά μικρές.
Αν οι τεκμαρτές δαπάνες είναι υψηλές και μέχρι το 2020 καλύπτονταν οριακά με το πραγματικό εισόδημα, φέτος, που το εισόδημα θα είναι χαμηλότερο, θα υπάρξει πρόβλημα.
Εκτός και εξαιρεθούν από τα τεκμήρια όσοι επλήγησαν από την πανδημία και μπήκαν σε καθεστώς αναστολής σύμβασης εργασίας. Όπως έχει αποκαλύψει το Σin, η εξαίρεση από τα τεκμήρια των πληττόμενων, είναι ένα ζήτημα που εξετάζει το υπουργείο Οικονομικών.
Πηγή