Τη στιγμή που το Twitter βρίσκεται σε παρατεταμένη σύγκρουση με την ινδική κυβέρνηση, εξαιτίας της άρνησής του να απομακρύνει λογαριασμούς χρηστών κατόπιν υπόδειξής της, ένα υψηλόβαθμο στέλεχος μιας αντίστοιχης ινδικής πλατφόρμας κοινωνικής δικτύωσης αναφέρει ότι το ξαφνικό ενδιαφέρον του κοινού για την εφαρμογή του είναι «απίστευτο».

«Είναι λες και σε έχουν πετάξει ξαφνικά στους τελικούς του Παγκόσμιου Κυπέλλου και όλοι κοιτάζουν να δουν πώς θα τα πας εσύ και η ομάδα σου», εξηγεί στο CNN o συνιδρυτής της Koo, Μαγιάνκ Μπινταγουάτκα.

Η Koo, την οποία έχει προωθήσει ο ίδιος ο πρωθυπουργός της Ινδίας, Ναρέντρα Μόντι, ενώ ήδη την χρησιμοποιούν ενθουσιωδώς πολλαπλοί αξιωματούχοι και υπουργεία της κυβέρνησής του, μέσα στους δυόμισι πρώτους μήνες του 2021 είδε τα downloads της εφαρμογής της να φτάνουν τα 3,3 εκατ. σύμφωνα με την εταιρεία Sensor Tower. Είναι μια πολλά υποσχόμενη αρχή για μια εταιρεία που ιδρύθηκε λιγότερο από ένα χρόνο πριν, όμως έχει ακόμη δρόμο μπροστά της μέχρι να φτάσει το Twitter που στη διάρκεια της ίδιας περιόδου εγκαταστάθηκε σε 4,2 εκατ. ινδικά κινητά.

Ωστόσο, το ινδικό κοινωνικό δίκτυο, το logo του οποίου παρουσιάζει μάλιστα ένα πουλί, όπως και εκείνο του Twitter, κατέβηκε περισσότερες φορές από το Twitter στη διάρκεια του Φεβρουαρίου – δηλαδή μετά τις δηλώσεις της κυβέρνησης που κατηγορούν την αμερικανική εταιρεία ότι δεν προσπαθεί αρκετά να μπλοκάρει τους λογαριασμούς που κατά τη γνώμη της αναρτούν «εμπρηστικά και αβάσιμα» hashtags για τις διαμαρτυρίες των αγροτών κατά της νέας αγροτικής μεταρρύθμισης.

«Χτίζουμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε», υποστηρίζει ο Μπιταγουάτκα.

Στη διάρκεια των δύο τελευταίων ετών, η κυβέρνηση του Μόντι έχει αυξήσει σημαντικά τις πιέσεις που ασκεί στους παγκόσμιους τεχνολογικούς κολοσσούς. Πρόσφατα επέβαλε αυστηρούς περιορισμούς στο Facebook, το Twitter και το YouTube ενώ φέρεται να έχει απειλήσει τους εργαζόμενους των εταιρειών με ποινές φυλάκισης. Πριν από περίπου ένα χρόνο, είχε προχωρήσει στην απαγόρευση δεκάδων κινεζικών εφαρμογών, ανάμεσα στις οποίες και τα διάσημα TikTok και WeChat.

Σε αυτό το φόντο, έχουν ξεφυτρώσει τοπικές εναλλακτικές για πολλές τέτοιες υπηρεσίες, που επιδιώκουν να επωφεληθούν από την ενίσχυση του τεχνο-εθνικισμού. Ορισμένες, όπως η Κοο, φαίνεται ότι τα καταφέρνουν.

Ο Μπιταγουάτκα επαινεί τις υπηρεσίες του Twitter και αναφέρει ότι οι αντιδράσεις που δέχεται η συγκεκριμένη και άλλες πλατφόρμες από την κυβέρνηση είναι «ατυχείς». Όμως δεν αρνείται ότι η σύγκρουση του Μόντι με το Twitter έχει ενισχύσει τις ινδικές εφαρμογές, προσθέτοντας ότι οι τελευταίες είναι σε θέση να αντιληφθούν καλύτερα την τοπική αγορά και μπορούν να ανταποκριθούν σε ανάγκες που έμεναν ακάλυπτες από τις παγκόσμιες τεχνολογικές εταιρείες.

«Μεγάλο μέρος των παγκόσμιων τεχνολογικών γιγάντων αντιμετωπίζουν την Ινδία ως άλλο ένα μέρος της επέκτασής τους, όμως φοβούνται λίγο να κάνουν σημαντικές αλλαγές σε ένα πολύ σταθερό παγκόσμιο προϊόν για να εξυπηρετήσουν μια αγορά όπως η δική μας», εξηγεί. «Εμείς έχουμε το ταλέντο, έχουμε τους πόρους, κάποιοι από εμάς έχουν την εμπειρία, υπάρχει διαθέσιμη χρηματοδότηση για την εκπλήρωση τέτοιων ονείρων. Και πρόκειται για πολύ μεγάλα όνειρα, μιλάμε για τη δημιουργία προϊόντων που είναι πολύ σημαντικά για τον δεύτερο μεγαλύτερο πληθυσμό του πλανήτη».

Πολλές κυβερνήσεις έχουν βρεθεί σε αντιπαράθεση με τους τεχνολογικούς κολοσσούς – και προσπαθούν να δαμάσουν τη δύναμή τους. Αυστραλία, Ευρώπη και ΗΠΑ έχουν αρχίσει να επιδιώκουν τη ρύθμιση της λειτουργίας τους στη διάρκεια των τελευταίων μηνών, με στόχο τον περιορισμό της ισχύς τους.

Η Ινδία δεν διαφέρει ως προς το ότι έχει θέσει τους τεχνολογικούς κολοσσούς στο στόχαστρο, όμως μεγάλο μέρος της δικής της έμφασης στη διάρκεια των τελευταίων μηνών αφορά την προστασία της εθνικής της ασφάλειας και κυριαρχίας – και έχει στη διάθεσή της ισχυρά διαπραγματευτικά χαρτιά. Εντός της χώρας υπάρχουν 750 εκατ. χρήστες internet, ενώ εκατοντάδες εκατομμύρια ακόμη αναμένεται να προστεθούν στο άμεσο μέλλον. Επομένως, αποτελεί σημαντικότατη αγορά για τις εταιρείες τεχνολογίας που έχουν βαλθεί να κατακτήσουν τον κόσμο. Facebook, Google, Amazon και Netflix είναι μόνο μερικές από τις εταιρείες που έχουν επενδύσει δισεκατομμύρια δολάρια στη διεύρυνση των ινδικών τους επιχειρήσεων.

Οι ρυθμίσεις της κυβέρνησης Μόντι είχαν τεράστιες επιπτώσεις σε όλες αυτές τις εταιρείες, ενώ παράλληλα ενδυνάμωσαν τις τοπικές εφαρμογές, που μπόρεσαν να παρουσιάσουν τον εαυτό τους ως καλύτερα προσαρμοσμένες στις ανάγκες των εγχώριων χρηστών. Η σημαντικότερη ερώτηση αυτή τη στιγμή είναι κατά πόσον η κυβέρνηση απλώς προωθεί τις τοπικές εφαρμογές ή θέτει τις βάσεις που θα της επιτρέψουν να εξορίσει στο μέλλον όλες τις υπόλοιπες.

Ιδιαιτέρως στην περίπτωση της απαγόρευσης των κινεζικών εφαρμογών, η Ινδία κινητοποίησε τις τακτικές της Κίνας εις βάρος της. Το πολυπληθέστερο κράτος του κόσμου έχει σε μεγάλο βαθμό αποκλείσει τον πληθυσμό του, που ξεπερνά το ένα δισεκατομμύριο, από τη χρήση προϊόντων ξένων τεχνολογικών εταιρειών εδώ και δεκαετίες, ενώ χρησιμοποιεί έναν λογοκριτικό μηχανισμό γνωστό ως Το Μεγάλο Τείχος. Η Google και η Facebook έχουν επιχειρήσει να πείσουν την Κίνα να τους επιτρέψει την είσοδο στη μεγαλύτερη αγορά του πλανήτη, όμως χωρίς αποτέλεσμα. Αντ’ αυτού, η χώρα στηρίζεται σε ένα δικό της οικοσύστημα τοπικών εταιρειών, ορισμένες εκ των οποίων έχουν μετατραπεί σε παγκόσμιους παίκτες.

Η κίνηση της Ινδίας να απαγορεύσει τις κινεζικές τεχνολογικές εταιρείες είναι βέβαιο ότι έδωσε ώθηση στους Ινδούς ανταγωνιστές, και ιδιαιτέρως σε εκείνους που φιλοδοξούσαν να αντικαταστήσουν το TikTok και να «κλέψουν» τα 200 εκατ. χρήστες του.

Αυτού του είδους οι ανακατατάξεις της ινδικής ψηφιακής αγοράς αποτελούν άλλη μια προειδοποίηση για τον κίνδυνο κατακερματισμού του internet και την χάραξη εθνικών συνόρων που θα δώσει τέλος στην παγκόσμια φύση του. Προς το παρόν, πάντως, αυτές οι τοπικές εφαρμογές ίσως αντιμετωπίσουν σοβαρές δυσκολίες στην προσπάθειά τους να ανταγωνιστούν τις υπερδυνάμεις Facebook και Twitter – εκτός αν η κυβέρνηση τα απαγορεύσει και αυτά.

Όμως ο στόχος ενδέχεται να μην είναι ο εξορισμός των τεχνολογικών γιγάντων, υποστηρίζει ο Ανουπάμ Σριβαστάβα, υπότροφος του Stimson Center, μιας δεξαμενής σκέψης της Ουάσινγκτον και πρώην επικεφαλής της υπηρεσίας επενδύσεων της ινδικής κυβέρνησης, Invest India. Ίσως πρόκειται για ένα μήνυμα προς τις εταιρείες τεχνολογίας, ότι η πρόσβαση στην τεράστια ινδική αγορά δεν θα πρέπει να θεωρείται δεδομένη.

«Στόχος είναι να τους δείξουν ότι είναι αναλώσιμοι», εξηγεί.

Ωστόσο, αν και η Ινδία ήταν πρόθυμη να απαγορεύσει κινεζικές εφαρμογές, ίσως δεν είναι σε θέση να κάνει το ίδιο με υπηρεσίες που προέρχονται από άλλα κράτη. Ως δημοκρατικά εκλεγμένη κυβέρνηση, που μάλιστα διαθέτει πολύ ισχυρότερους δεσμούς με τις ΗΠΑ παρά με την Κίνα, είναι δύσκολο η Ινδία να οριοθετήσει το internet της και να πετάξει έξω τις μεγαλύτερες αμερικανικές εταιρείες τεχνολογίας, τουλάχιστον στο άμεσο μέλλον.

Πηγή