Οι αντιδράσεις για τις αλλαγές σε εισφορές και συντάξεις πληθαίνουν, παρά τις αρχικές αυξημένες προσδοκίες που δημιούργησαν οι εξαγγελίες για σημαντικές ελαφρύνσεις και αυξήσεις στα εισοδήματα των ασφαλισμένων.
Ανοιχτούς λογαριασμούς φαίνεται πως αφήνει και αυτή η ασφαλιστική μεταρρύθμιση του υπουργείου Εργασίας. Το σχέδιο νόμου που κατατίθεται αύριο στη Βουλή, αποτελεί την πρώτη μεταμνημονιακή παρέμβαση αλλά και μια καίριας σημασίας πρόταση της κυβέρνησης σε ένα δύσκολο θέμα, που ταλανίζει 10ετίες την εγχώρια οικονομία αλλά και την κοινωνία. Οι αντιδράσεις για τις αλλαγές σε εισφορές και συντάξεις πληθαίνουν, παρά τις αρχικές αυξημένες προσδοκίες που δημιούργησαν οι εξαγγελίες για σημαντικές ελαφρύνσεις και αυξήσεις στα εισοδήματα των ασφαλισμένων (εργαζομένων και συνταξιούχων).
Η κριτική
Οπως πληθαίνουν και οι κριτικές που αφορούν κατά κύριο λόγο το γεγονός ότι ο υπουργός Εργασίας Γιάννης Βρούτσης επέλεξε να μη συμπεριλάβει στην προωθούμενη μεταρρύθμιση μία από τις βασικές προεκλογικές δεσμεύσεις της Ν.Δ., την εισαγωγή περαιτέρω κεφαλαιοποιητικών στοιχείων στο σύστημα, κυρίως μέσω της επικουρικής ασφάλισης. Το θέμα τέθηκε στο επίκεντρο της πολιτικής αντιπαράθεσης ακόμη και στο εσωτερικό της κυβέρνησης, σε μια εξίσωση που δεν είναι εύκολη, καθώς εμπλέκονται παράγοντες όπως το ύψος των συντάξεων (παροχές) και των εσόδων (εισφορές) καθώς και η δημοσιονομική επάρκεια του συστήματος, αλλά και η επάρκεια των συντάξεων ώστε να επιτρέπουν στους συνταξιούχους να διαβιώνουν με αξιοπρέπεια. Και βέβαια, εμπλέκονται και παράγοντες όπως το δημογραφικό, που ταλανίζει το σύνολο των χωρών της Ευρωπαϊκής Ενωσης, ανεξάρτητα από το εάν εφαρμόζουν αναδιανεμητικά ή κεφαλαιοποιητικά συστήματα, και που είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με το μέλλον των συντάξεων.
Το θέμα του Ασφαλιστικού είναι από αυτά που χαρακτηρίζονται «ηλεκτρική καρέκλα» για κάθε κυβέρνηση. Καθώς μάλιστα «μαγικές λύσεις» δεν υπάρχουν, οι προτεινόμενες παρεμβάσεις είναι γνωστές και σε μεγάλο βαθμό δοκιμασμένες. Εχουν, δε, είτε πιστούς υποστηρικτές είτε σκληρούς πολεμίους.
Είναι χαρακτηριστικό, όπως επισημαίνουν οι ειδικοί στην κοινωνική ασφάλιση, πως κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 ετών, παρατηρείται σε ευρωπαϊκό επίπεδο η ανάπτυξη ενός δυϊσμού στις στρατηγικές και στις ασκούμενες πολιτικές κοινωνικής προστασίας. Στις βόρειες χώρες, οι πολιτικές επικεντρώθηκαν σε παραμετρικές αλλαγές (αύξηση ορίων ηλικίας συνταξιοδότησης, αύξηση εισφορών, μειώσεις σε ποσοστά αναπλήρωσης, κ.λπ.) και όχι σε πολιτικές αλλαγής του χαρακτήρα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης (διανεμητικό σύστημα και αλλαγή της διάρθρωσης των κατηγοριών της συνταξιοδοτικής παροχής) που παρατηρούνται να εφαρμόζονται, ιδιαίτερα την τελευταία δεκαετία, στις νότιες χώρες της Ε.Ε.
Οι μειώσεις συντάξεων
Στην Ελλάδα οι αλλαγές που σημειώθηκαν από το 2010 έως και σήμερα, συμπεριλαμβανόμενης και της προωθούμενης μεταρρύθμισης, οδήγησαν σε μεσοσταθμική μείωση των συντάξεων κατά 45% ή 63 δισ. ευρώ, περιορίζοντας τη συνταξιοδοτική δαπάνη (κύρια και επικουρική σύνταξη) από 17,3% του ΑΕΠ το 2016, σε 12% του ΑΕΠ το 2070, ποσοστό πολύ κατώτερο από το ανώτερο πλαφόν του 16,2% του ΑΕΠ που έχει τεθεί από την Ε.Ε. Ετσι, από αναλογιστικής άποψης, το σύστημα εμφανίζεται να είναι βιώσιμο. Αλλά και από την πλευρά της επάρκειας των συντάξεων, όπως φαίνεται και στην έκθεση που θα συνοδεύει το σχέδιο νόμου στη Βουλή, μετά τις παρεμβάσεις, το μέσο βιοτικό επίπεδο των συνταξιούχων και των μελών των νοικοκυριών τους θα είναι ελαφρώς υψηλότερο του εθνικού μέσου όρου, ενώ τα ποσοστά των συνταξιούχων και των μελών των νοικοκυριών τους που βρίσκονται κάτω από το όριο επαρκούς βιοτικού επιπέδου θα είναι αρκετά χαμηλότερα του εθνικού μέσου όρου. Ακόμη και συγκριτικά με τα περισσότερα από τα άλλα κράτη-μέλη της Ε.Ε., η σχετική θέση των Ελλήνων συνταξιούχων σε σύγκριση με τον εθνικό μέσο όρο δείχνει να είναι περισσότερο ευνοϊκή.
Αυτό που μένει να αποδειχθεί είναι αν αυτά είναι αρκετά, ή το αμέσως επόμενο διάστημα θα απαιτηθούν και νέες παρεμβάσεις.
Δύο ταχύτητες
Εντονη κριτική ως προς την υπονόμευση της αρχής της ισότητας της κοινωνικής ασφάλισης και της ασφάλισης υγείας δέχονται οι διατάξεις του ασφαλιστικού σχεδίου νόμου που αφορούν τον νέο τρόπο υπολογισμού των εισφορών των ελεύθερων επαγγελματιών, των αυτοαπασχολουμένων και των αγροτών, με ελεύθερη επιλογή μεταξύ 6 κατηγοριών. Στην πράξη, οι ειδικοί εκτιμούν πως εγκαθιδρύονται συνθήκες ανισοτήτων στην ανταποδοτικότητα εισφορών – παροχών μεταξύ των δύο αυτών εργασιακών κατηγοριών (μισθωτών και ελεύθερων επαγγελματιών) κι αυτό γιατί, κατά βάση, οι μισθωτοί και οι εργοδότες τους θα καταβάλλουν ως ασφαλιστική εισφορά για κύρια σύνταξη 20% του μισθού τους για 14 φορές τον χρόνο, πριμοδοτώντας έτσι, την ανταποδοτικότητα των συντάξεων των μη μισθωτών. Ακόμη μεγαλύτερη είναι η στρέβλωση που παρατηρείται στις εισφορές υγείας, με το πλαφόν που τίθεται στους μη μισθωτούς (55 ευρώ για την πρώτη κατηγορία και 66 ευρώ για όλες τις υπόλοιπες). Και αυτό γιατί οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι με ασφαλιστέο μηνιαίο εισόδημα άνω των 900 ευρώ θα χρηματοδοτούν την ασφάλιση υγείας σε είδος και σε χρήμα και των ελεύθερων επαγγελματιών.