elaioparagwgi 1.jpg
elaioparagwgi 1.jpg

Οι ελαιοπαραγωγοί της δυτικής Κρήτης είναι προβληματισμένοι για το λάδι  με κύρια αιτία την ανομβρία η οποία πλήγωσε κατά κοινή ομολογία, τα δέντρα.

Για το θέμα αυτό ο οικονομικός γραμματέας και μέλος του Δ.Σ του ΣΕΔΗΚ (Σύνδεσμο Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης),Σταύρος Σταυρουλάκης στο ΑΠΕ-ΜΠΕ. «Πράγματι υπάρχει πρόβλημα στους μη αρδευόμενους ελαιώνες από την ανομβρία, όχι όμως στο βαθμό που αναφέρουν κάποια δημοσιεύματα» τόνισε.

«Λόγω της ανομβρίας, ο καρπός εμφανίζεται συρρικνωμένος και μελανωμένος με αποτέλεσμα να έχει μικρότερη περιεκτικότητα σε ελαιόλαδο ανάλογα και με το βαθμό της ανομβρίας σε τοπικό επίπεδο και ποικίλει από περιοχή σε περιοχή, στη προκειμένη περίπτωση είναι δεδομένη η μείωση των ποσοτήτων του παραγόμενου προϊόντος. Η ανομβρία όμως, δεν είναι αιτία απώλειας του καρπού. Στα γενικά χαρακτηριστικά της ανομβρίας όπου είναι δεδομένη η απώλεια ποσοτήτων ελαιόλαδου, υπάρχει και ένα θετικό όσον αφορά την ποιότητα. Ο συρρικνωμένος καρπός δεν προσβάλλεται από το βασικό εχθρό της ελιάς που είναι ο δάκος, λόγω της μειωμένης ψίχας του καρπού που δεν του επιτρέπει να εκκολάψει το αυγό του, καθώς επίσης είναι αποτρεπτικό και για άλλους παθογόνους οργανισμούς που είναι εχθροί της ελιάς, με αποτέλεσμα το μειωμένο παραγόμενο προϊόν να είναι υψηλής ποιότητας, το οποίο όμως δεν αντισταθμίζεται λόγω της μειωμένης ποσότητας και της αδυναμίας εμπορικής εκμετάλλευσης του» σημείωσε.

Εξήγησε επίσης πως: «Υπάρχει και μια κατηγορία μη αρδευόμενων, που ο καρπός εκτός του μελανώματος και του μικρότερου μεγέθους εμφανίζεται πολύ συρρικνωμένος και ζαρωμένος , βγάζει ελάχιστη ποσότητα λαδιού και ενώ τα χαρακτηριστικά της οξύτητας και των οργανοληπτικών μπορεί να πλησιάζουν το άριστο, αποτυγχάνει στο τεστ γευσιγνωσίας. Δηλαδή το άρωμα και η γεύση του δεν έχουν τα φρουτώδη χαρακτηριστικά του εξαιρετικά παρθένου και η γεύση προσομοιάζει του ξύλου, μάλλον λόγω του ότι ο φλοιός είναι σχεδόν προσκολλημένος στον πυρήνα, γεγονός που το κατατάσσει στην κατηγορία των απλών παρθένων ή ακόμα ανάλογα με τη περίπτωση και στα λαμπαντέ. Στην φετινή σοδειά έχουν παρατηρηθεί και τέτοια δείγματα όχι όμως σε μεγάλη έκταση. Αναμένεται όμως στη διάρκεια της ελαιοκομικής σεζόν να πληθύνουν. Επομένως, η ζημιά από την ανομβρία είναι δεδομένη και το μέγεθος της θα αποτυπωθεί με περισσότερη ακρίβεια προς τα τέλη Δεκεμβρίου.

Μέσα από τον προβληματισμό που αναδεικνύεται σχετικά με την ελαιοκομία και τα περιοδικά προβλήματα που οι ελαιοπαραγωγοί έχουν, ρωτήσαμε τον κ. Σταυρουλάκη αν αξίζει τελικά ένας νέος να ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη καλλιέργεια. «Αξίζει ένας νέος να ασχοληθεί επαγγελματικά με την ελαιοκαλλιέργεια υπό ανάλογες προϋποθέσεις», μας είπε, εξηγώντας πως: «Το ελαιόλαδο είναι διεθνώς αναγνωρισμένο ως ένα από τα κορυφαία αγροτοδιατροφικα προϊόντα παγκοσμίως με γνωστές και ποικίλες ευεργετικές ιδιότητες ως προς την ανθρώπινη υγεία. Ιδιαίτερα στην Λεκάνη της Μεσογείου είναι κοινώς αποδεκτό ότι παράγεται το ποιοτικότερο λάδι στο κόσμο. Με βάση του τι ισχύει σήμερα, η παγκόσμια ανάγκη κατανάλωσης ελαιόλαδου τείνει στο διηνεκές με αυξητική τάση. Οι προϋποθέσεις στην προοπτική επαγγελματικής ενασχόλησης είναι πολλές. Σημαντική είναι η εξασφάλιση ικανής έκτασης γης, τόσο όσον αφορά τη στρεμματική, πράγμα όχι εύκολο καθώς η γη από γενιά σε γενιά διαιρείται, οπότε είναι σοβαρή τροχοπέδη για σοβαρές και υψηλού επιπέδου εκμεταλλεύσεις. Επίσης, προϋπόθεση είναι η καταλληλότητα της υποψήφιας γης σε συνδυασμό με τις απαραίτητες γνώσεις που θα πρέπει να αποκτήσει ο νέος παραγωγός και η δυνατότητα της σχετικής απαραίτητης επένδυσης όσον αφορά το μηχανολογικό εξοπλισμό κλπ. Η ελαιοκαλλιέργεια για ένα νέο και εργατικό άνθρωπο μπορεί να αποτελέσει ένα αρκετά προσοδοφόρο επάγγελμα με υψηλή μελλοντική προοπτική».

Ποιο είναι το μέλλον της ελαιοπαραγωγής και της ελαιοκαλλιέργειας

Σχετικά με το μέλλον της ελαιοπαραγωγής και της ελαιοκαλλιέργειας, τα διαθέσιμα επιστημονικά στοιχεία είναι πολλά και τεκμηριωμένα που υποδεικνύουν ότι η πορεία του ελαιόλαδου θα είναι μακρά και ανερχόμενη στο μέλλον. Το μελανό σημείο σύμφωνα με τον Σταύρο Σταυρουλάκη είναι τα «παιχνίδια» με τις τιμές και το εμπόριο του ελαιόλαδου. «Αυτά συμβαίνουν από παλιά με κύρια αιτία την έλλειψη συλλογικής εκμετάλλευσης του προϊόντος. Σε πολλές περιοχές της Κρήτης, δεν υπάρχουν συνεταιρισμοί κι όπου υπάρχουν, δεν λειτουργούν με σύγχρονη λογική, με λίγες όμως φωτεινές εξαιρέσεις. Σε πολλές περιοχές το ρόλο του μάρκετινγκ, έχουν αναλάβει τα ελαιοτριβεία όπου όμως, οι ποσότητες που έχουν να διαχειριστούν, αλλά και οι μέθοδοι διάθεσης υστερούν σημαντικά σε σχέση με το διεθνή ανταγωνισμό. Οι ποσότητες που συγκεντρώνει μεμονωμένα το κάθε ελαιοτριβείο δεν τους επιτρέπει να έχουν τη δυνατότητα να μπουν σε σοβαρές αγορές και σε μεγάλες αλυσίδες διεθνών καταστημάτων. Από την άλλη, η διάθεση του εξαιρετικά παρθένου (περίπου το 90% της κρητικής παραγωγής κατά μέσο όρο είναι εξαιρετικά παρθένο) γίνεται σε μορφή χύμα, δηλαδή σαν να πρόκειται για ένα ευτελές προϊόν που θέλουμε όπως όπως να ξεφορτωθούμε».

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, από τους σχεδόν 100.000 τόνους κατά μέσο όρο που παράγονται ετησίως στην Κρήτη οι 55.000 τόνοι εξάγονται σε μορφή χύμα, όπου και εκεί παίζονται ποικίλα παιχνίδια, πάντα εις βάρος των καταναλωτών και κυρίως του παραγωγού. «Πιστεύω ότι οι ιστορικοί του μέλλοντος θα κάνουν ιδιαίτερη μνεία για την κατάντια της διαχείρισης, για δεκαετίες, ενός κορυφαίου διατροφικά προϊόντος παγκοσμίως».

Ρωτήσαμε για το Σύνδεσμο Ελαιοκομικών Δήμων Κρήτης, πόσο παρεμβατικός και θεραπευτικά μπορεί να λειτουργήσει. Σύμφωνα με τον κ. Σταυρουλάκη, «ο ΣΕΔΗΚ διαχρονικά έχει επιδείξει σπουδαίο έργο σε όλους τομείς της ελαιοκαλλιέργειας. Πρόκειται για τεράστια σε αριθμούς καλλιέργεια. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία που τηρούνται από τις αρμόδιες υπηρεσίες ο αριθμός των ελαιόδεντρων στην Π.Ε Χανίων είναι 7.302.000, στην Π.Ε Ρεθύμνου 4.550.000, στην Π.Ε Ηρακλείου 16.780.000 και στην Π.Ε Λασιθίου 5.563.000, με το γενικό σύνολο για το νησί να αφορά σε 34.195.000. Πιστεύω πως σήμερα ο αριθμός είναι μεγαλύτερος και αναμένουμε το σημερινό προσδιορισμό του διότι τα στοιχεία αφορούν σε μερικά χρόνια πίσω. Για την τεράστια αυτή καλλιέργεια, ο ΣΕΔΗΚ έχει επιδείξει σπουδαίο έργο με πλήθος δράσεων και παρεμβάσεων, μεταξύ άλλων και επιστημονικών δράσεων για τις ορθές πρακτικές ελαιοκαλλιέργειας. Παρεμβάσεις για το λάδι και την καλλιέργεια σε σχολεία, τον πλέον αξιόπιστο διαγωνισμό ελαιόλαδου ετησίως, προσπάθειες για καθιέρωση ελαιοτουρισμού, διαθέτει επίσης το πλέον αξιόπιστο δελτίο τιμών ελαιόλαδου και τόσα άλλα για την προστασία της καλλιέργειας των παραγωγών και του ελαιόλαδου».

Είναι σημαντικό όπως εξήγησε, το ότι χιλιάδες οικογένειες αποκτούν εισόδημα, στην Κρήτη, από την ελαιοκαλλιέργεια και για το λόγο αυτό, όλοι οι παραγωγοί ενδιαφέρονται και ασχολούνται σοβαρά με το θέμα. Από τις νεότερες γενιές υπάρχει έντονη διάθεση για εκσυγχρονισμό και ενασχόληση με καινοτόμες πρακτικές ελαιοκαλλιέργειας και παρά την απογοήτευση για την τελική διάθεση του προϊόντος, αν κάπως υποστηριχθούν από μια σύγχρονη και δίκαιη μεταχείριση από την πολιτεία η βαριά βιομηχανία του πρωτογενούς τομέα του νησιού, θα τύχει σημαντικής ανόδου].

Μιλώντας για την επίσημη πολιτεία και το κατά πόσο στηρίζει τον βασικό πυλώνα καλλιέργειας στο νησί, όπως μας είπε, αυτό συμβαίνει εντελώς επιδερμικά: «Προσωπικά το πιστεύω αυτό, μιας και ποτέ δεν έχει χαραχθεί κάποιου είδους εθνική στρατηγική, όταν μάλιστα η αξία του ετησίως παραγόμενου ελαιόλαδου στη χώρα μας αγγίζει τα 2 δισ., μακράν η σημαντικότερη από πλευράς οικονομικών μεγεθών και όχι μόνο, που επισκιάζει το σύνολο όλων των υπολοίπων καλλιεργειών. Με μια σοβαρά σχεδιασμένη εθνική στρατηγική, η παραγόμενη αξία θα ήταν δυνατόν να υπερβεί κατά πολύ τα 2 δισ. Η πιο σοβαρή εμπλοκή της ελληνικής πολιτείας είναι η χρηματοδότηση της δακοκτονίας, όπου και εκεί υποχρηματοδοτείται. Για παράδειγμα, για το 2024 η χρηματοδότηση για την εφαρμογή της δακοκτονίας στην Κρήτη ανέρχεται στα 19.693.564 € (χωρίς ΦΠΑ 13%) ενώ αντίστοιχα 12 χρόνια πριν (2012) η χρηματοδότηση ήταν 26.750.000€. Υπάρχει μία προχειρότητα με την οποία αντιμετωπίζει η ελληνική Πολιτεία την ελαιοκαλλιέργεια, συνεχίζεται και στο θέμα των επιδοτήσεων, όπου οι ενισχύσεις υπολογίζονται λαμβάνοντας υπόψιν μόνο την στρεμματική επιφάνεια και είναι παραπλήσιες με τις ασκεπής εκτάσεις (βοσκοτόπια), οι οποίες δεν καλλιεργούνται και συνεπώς δεν απαιτούν καμία εργασία και κόπο».

Η σωστή προσέγγιση όσον αφορά τις ενισχύσεις θα ήταν, όπως εξήγησε ο κ. Σταυρουλάκης, η σύνδεση της με την παραγωγή, δηλαδή «…να ενισχύονται αυτοί που κόπιασαν και παρήγαγαν. Με αυτό τον τρόπο ο παραγωγός θα είχε κίνητρο να δηλώσει την παραγωγή του, το κράτος θα εισέπραττε με τη σειρά του περισσότερα έσοδα και ταυτόχρονα θα περιοριζόταν η “μαύρη” διακίνηση με τους γκαζοτενεκέδες, αλλά κυρίως θα εμπεδωνόταν και η αίσθηση του δικαίου προς τους παραγωγούς».

Προσωπική του άποψη είναι επίσης, πως ο διεθνής ανταγωνισμός που είναι έντονος δεν μπορεί να φοβίσει την Κρήτη αλλά και την Πελοπόννησο διότι «…έχουν συγκριτικά πλεονεκτήματα και δεν έχουν να φοβηθούν τίποτα ιδιαίτερα αν ξεπεραστεί το “αγκάθι” της τελικής διάθεσης. Πιο συγκεκριμένα, η ποιότητα (εν δυνάμει και των ορθών πρακτικών) του παραγόμενου προϊόντος είναι αποδεδειγμένα πολύ υψηλή και εφόσον μελλοντικά καταφέρουμε να αποδοθεί και η σχετική υπεραξία που αξίζει το προϊόν, τότε η χώρα μας δεν θα έχει να φοβηθεί τον διεθνή ανταγωνισμό».

Παρά την ηγετική θέση της Ιταλίας και της Ισπανίας στην παραγωγή ελαιολάδου όπως είπε ο κ. Σταυρουλάκης, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν είναι πολλά: «Για την Ισπανία το μεγάλο πρόβλημα είναι η κλιματική αλλαγή και η έλλειψη νερού με αποτέλεσμα την σημαντική συρρίκνωση της παραγωγής , για την δε Ιταλία παρά το γεγονός ότι κατάφερε με τις παρεμβάσεις της να εξασφαλίσει αδασμολόγητο λάδι από τρίτη χώρα (Τυνησία) αυτό φαίνεται ότι δεν την καλύπτει για την εξασφάλιση του ποιοτικού λαδιού που έχει ανάγκη για τις εξαγωγές τους, και για αυτό καταφεύγει ρισκάροντας σε παράνομες μεθόδους ιταλοποίησης ξένων λαδιών».

Ο οικονομικός γραμματέας του ΣΕΔΗΚ Σταύρος Σταυρουλάκης επιμένει ότι, «αν ως Κρήτη αλλά και γενικότερα ως χώρα, επικεντρωθούμε στην παραγωγή υψηλής ποιότητας προϊόντος και λύσουμε τα εσωτερικά μας προβλήματα, δεν έχουμε να φοβηθούμε κανένα διεθνή ανταγωνιστή, γιατί έχουμε το πιο βαρύ όπλο που λέγεται εξαιρετική ποιότητα».


enikonomia.gr