Η μία από τις κατηγορίες αφορά ασφαλισμένους που συνταξιοδοτήθηκαν από τις 28 Φεβρουαρίου 2020 και μετά και ανέλαβαν εργασία είτε πριν είτε μετά τη συνταξιοδότησή τους.

Αναδρομικές αυξήσεις, από τις 28 Φεβρουαρίου και εφεξής, δικαιούνται τουλάχιστον τρεις κατηγορίες συνταξιούχων που εξακολουθούν να εργάζονται, όπως προκύπτει από διευκρινιστική εγκύκλιο του e-ΕΦΚΑ, σε εφαρμογή της διάταξης του νόμου Βρούτση, που ορίζει την περικοπή της σύνταξης στο 30% αντί 60% που όριζε ο νόμος Κατρούγκαλου. Αναλυτικά, η νέα ρύθμιση που κλείνει το ψαλίδισμα της σύνταξης στο 30% αφορά:

1. Ασφαλισμένους που συνταξιοδοτήθηκαν από 28 Φεβρουαρίου 2020 και μετά και ανέλαβαν εργασία είτε πριν είτε μετά τη συνταξιοδότησή τους.

2. Ασφαλισμένους που είχαν ήδη συνταξιοδοτηθεί στις 28/2 και ανέλαβαν εργασία μετά τις 28/2.

3. Ασφαλισμένους που είχαν ήδη συνταξιοδοτηθεί στις 28/2 και είχαν αναλάβει εργασία πριν από τις 28/2. Προσοχή όμως. Στην περίπτωση αυτή συγκαταλέγονται δύο υποκατηγορίες εργαζόμενων συνταξιούχων:

• Αυτούς που συνταξιοδοτήθηκαν ή ξεκίνησαν να εργάζονται μετά τον Μάιο του 2016 και συνεπώς υπόκεινται στη μείωση 60% του νόμου Κατρούγκαλου. Για αυτούς η νέα μειωμένη περικοπή (30%) εφαρμόζεται από 28 Φεβρουαρίου 2020, εφόσον συνέχισαν να εργάζονται κατά την ημερομηνία αυτή.

• Εργαζομένους συνταξιούχοι που είχαν αναλάβει εργασία πριν από τις 13 Μαΐου 2016 και είχαν εξαιρεθεί από τον νόμο Κατρούγκαλου, διατηρώντας μέχρι σήμερα το προϊσχύον καθεστώς. Οι συνταξιούχοι αυτοί δεν υπόκεινται σε περικοπές έως και το τέλος Φεβρουαρίου του 2022. Ο νόμος Βρούτση ισχύει από 1.3.2022, εφόσον συνεχίζουν να εργάζονται. Στην περίπτωση δε που διακόψουν την απασχόλησή τους μέχρι 28.02.2022, η εγκύκλιος ξεκαθαρίζει ότι για όσο χρόνο είχαν εργαστεί ενέπιπταν στις προϊσχύουσες διατάξεις περί απασχόλησης συνταξιούχων.

Για παράδειγμα, συνταξιούχος ο οποίος ανέλαβε εργασία 1.7.2016, και συνεχίζει εργαζόμενος, εμπίπτει στις διατάξεις του νόμου Βρούτση από 28.2.2020, ενώ συνταξιούχος ο οποίος ανέλαβε εργασία την 1.3.2016 (δηλαδή πριν από την ισχύ των διατάξεων του ν. 4387/2016), και ο οποίος συνεχίζει εργαζόμενος και μετά τις 28.2.2020, εμπίπτει στις διατάξεις του νόμου Βρούτση (ν. 4670/2020) από 1.3.2022.

Ειδικές πρόνοιες ισχύουν για τους συνταξιούχους που είχαν ήδη αναλάβει ή ανέλαβαν μετά την ψήφιση του νόμου Βρούτση εργασία σε φορείς της γενικής κυβέρνησης. Για αυτούς, θεσπίζεται μεταβατικό στάδιο ενός έτους για την αναστολή καταβολής της σύνταξης με κριτήριο το χρονικό σημείο κατά το οποίο συμπληρώνουν το 61ο ή το 62ο έτος.

Συγκεκριμένα, για τους συνταξιούχους οι οποίοι συμπληρώνουν το 61ο έτος της ηλικίας τους έως και τις 28.2.2021, αφενός, αίρεται η αναστολή καταβολής της σύνταξής τους από την επομένη της συμπλήρωσης του 61ου έτους της ηλικίας τους και, αφετέρου, εφόσον συνεχίζουν εργαζόμενοι, εφαρμόζεται μείωση της σύνταξης κατά 30%.

Από 1.3.2021 και εφεξής η άρση της αναστολής καταβολής της σύνταξης θα γίνεται μετά τη συμπλήρωση του 62ου έτους.  

Στην εγκύκλιο διευκρινίζεται και το πώς αξιοποιείται ασφαλιστικά ο χρόνος απασχόλησης.

Εστω ότι συνταξιούχος εργάζεται για το διάστημα 1.1.2016 έως και 30.6.2022 και πραγματοποιεί χρόνο ασφάλισης μετά τη συνταξιοδότηση 6 έτη και 6 μήνες. Ο υπολογισμός της προσαύξησης της σύνταξής του θα γίνει ως εξής: αφού αθροίσουμε τις αποδοχές των ετών 1.1.2016 έως και 30.6.2022 διαιρούμε με τους αντίστοιχους μήνες ασφάλισης και βρίσκουμε τον μέσο όρο. Το ποσό της προσαύξησης ισούται με το γινόμενο: 0,77 ( συντελεστής αναπλήρωσης για χρόνο ασφάλισης έως και 15 έτη) x 6,5 (έτη ασφάλισης μετά τη συνταξιοδότηση) x μέσο όρο μηνιαίων συντάξιμων αποδοχών.

Το ποσό που προκύπτει από τον ανωτέρω υπολογισμό (που είναι ίδιος με τον υπολογισμό της ανταποδοτικής σύνταξης) προστίθεται στη σύνταξη που ήδη λαμβάνει ο δικαιούχος.

kathimerini.gr