Του Σπύρου Συμεών για την Romfea.gr

Στην λαϊκή μας παράδοση από αγνή αφέλεια και άγνοια, τους αγίους τους ξεχωρίζουμε σε μεγάλους και μικρούς. Ως μεγάλους έχουμε αυτούς τους πιο “γνωστούς” τους λαοφιλείς και ως “μικρούς” αυτούς που δεν είναι ιδιαίτερα γνωστοί στο ευρύ κοινό και πολλές φορές αναφέρονται και ως “τοπικοί” άγιοι. Βέβαια κανένας Άγιος δεν είναι τοπικός αλλά όλοι είναι παγκόσμιοι.

Παράταιρο λίγο να τους αναφέρουμε ως “μικρούς” ή τοπικούς αλλά αυτά είναι τα κατ’ ανθρώπους, ο Θεός πάλι τους έχει δίπλα του ως αδελφούς Του όπως θα ήθελε να ήμασταν δίπλα του σύνθρονοι όλοι μας…

Επί τουρκοκρατίας στο Μεγάλο Χωριό όπως ονομάζεται ένα κατάφυτο από βλάστηση πρώην κεφαλοχώρι της Ευρυτανίας ανάμεσα σε Πουρσό και Καρπενήσι γεννήθηκε ο μικρός Γεώργιος σε μια απλή και ευσεβή οικογένεια και λίγα χρόνια αργότερα μόλις όταν έκλεισε τα 11 του χρόνια μαζί με τον μεγαλύτερο αδελφό του μετέβησαν στην Πόλη.

Η ζωή όμως τα έφερε έτσι ώστε ο μεγαλύτερος αδελφός του να γυρίσει πίσω στην πατρίδα τους ενώ ο μικρός Γεώργιος έμεινε στην Πόλη σε έναν συμπατριώτη του παντοπώλη.

Μια μέρα όπως βγήκε ως πλανόδιος και μετέφερε μέσα σε ένα ταψί το οποίο τοποθετούσε στο κεφάλι του γιαούρτια για να τα πουλήσει, σκόνταψε κι έπεσε καταμεσής του δρόμου. Εκεί έσπασαν όλα τα δοχεία με το γιαούρτι. Το αφεντικό του ήταν αυστηρό κι έτσι ο μικρός Γεώργιος έβαλε τα κλάματα διότι φοβήθηκε τις συνέπειες όταν θα επέστρεφε στο παντοπωλείο.

Έγινε αντιληπτός από την σύζυγό ενός προεστού Οθωμανού που έμεναν απέναντι από το σημείο που ο μικρός Γεώργιος είχε σκοντάψει. Βγήκε η κυρά και τον κάλεσε ηρεμώντας τον, στο σπίτι. Αφού τον κολάκευσε για να τον ηρεμήσει αποφάσισαν μαζί με τον σύζυγό της να τον κρατήσουν ως ψυχοπαίδι προσφέροντας του ότι προσέφεραν και στα ίδια τους τα παιδιά. Μετά από δύο χρόνια τον προσηλύτισαν και τον μετέτρεψαν σε μουσουλμάνο.

Όσο μεγάλωνε όμως ο Γεώργιος, Λάμπρος ως νέος που ήτο, ο σύζυγός της κυράς που τον περιμάζεψε φοβήθηκε πως η σύζυγος του θα τον απατήσει με τον νεαρό Γεώργιο οπότε τον “παρέδωσε” σε έναν άλλον μουσουλμάνο ως βοηθό του ο οποίος τον πήρε μαζί του μέχρι και στα ταξίδια του στα Βαλκάνια αλλά και στην Ελλάδα.

Κάποια στιγμή άγνωστο το πώς και το γιατί ο νεαρός πλέον Γεώργιος ήρθε σε συναίσθηση και έπεσε σε μεγάλη λύπη διότι εγκατέλειψε τον Χριστό και τον εκμεταλλεύθηκαν χάρη στην αμέλεια του οι μουσουλμάνοι.

Έτσι όταν βρήκε την ευκαιρία κατάφερε κι έφυγε κρυφά για την πατρίδα του. Εκεί η μητέρα του τον υποδέχθηκε με χαρά, ενώ αυτός συνέχιζε να παραμένει περίλυπος και τους ανέφερε το τι είχε συμβεί. Στήριγμα του και ο Παπανικόλας ο ιερέας του χωριού όπου προσπαθούσε να τον ενισχύσει και να τον στερεώσει πνευματικά.

Ο νεαρός Γεώργιος είχε μεγάλη ευλάβεια στον Άγιο προστάτη του μεγαλομάρτυρα Γεώργιο και σε αυτόν εναπόθεσε τις ελπίδες του μα και τα εσωψυχά του.

Έξω από το χωριό υπήρχε ένα ερειπωμένο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου στο οποίο κατέφευγε ο Γεώργιος και αγρυπνούσε προσευχόμενος. Και κάπως έτσι πέρασαν αλλά 3 χρόνια περίπου όταν πήρε την απόφαση να μεταβεί στο Άγιο Όρος μαζι με έναν καλόγερο από την μονή Πουρσού ο οποίος θα πήγαινε για προσκύνημα.

Κι έτσι έφτασε στην σκήτη του Κουτλουμουσίου όπου υποτάχθηκε στον γέροντα Κύριλλο. Ο γέροντας του βλέποντας το νεαρό της ηλικίας του αλλά και την αγαθότητα του τον αγάπησε και τον νουθετούσε με πατρική αγάπη.

Ύστερα από ένα χρόνο ο νεαρός Γεώργιος ζήτησε από τον γέροντα του να λάβει το σχήμα το αγγελικόν. Ο γέροντας του, του το αρνήθηκε μιας και δεν είχε ακόμη δοκιμασθεί για 3 έτη όπως ορίζουν οι κανόνες. Ο Γεώργιος όμως επί τρείς μήνες τον παρακαλούσε και έκλαιγε μέχρις ότου ο γέροντας του βλέποντας τον πόθο του να καλογερέψει τον έκανε μοναχό δίδοντας του το όνομα Γεράσιμο.

Δεν πέρασαν τρεις ημέρες καλά καλά και ένας κρυφός του πόθος άρχισε να τον κατακαίει. Πόθος όμως όχι δαιμονικός αλλά ένας άλλος παράδοξος. Ένας πόθος που προέρχεταν από Θείο Έρωτα αλλά και από επιθυμία να σβήσει την πρότερη του προδοσία προς τον Χριστό.

Ποιος ήταν αυτός ο πόθος; Να μαρτυρήσει. Ίσως αυτός να ξύπνησε και μέσα από την μελέτη του στο μαρτυρολόγιο. Φυσικά και ο γέροντας του προσπαθούσε να τον “συναιτήσει” μα αν ο Θεός κελεύσει και η ψυχή ανταποκριθεί τίποτα δεν μπορεί να εμποδίσει από το κέλευσμα αυτό.

Ο γέροντας του φοβόταν ότι θα πέσει και πάλι σε προδοσία και θα απαρνηθεί και πάλι τον Χριστό στον φόβο του μαρτυρίου το οποίοι όπως του εξηγούσε δεν είναι εύκολη υπόθεση μιας και δεν θα διαρκέσει μία στιγμή αλλά οι βασανισμοί του θα μπορούν να του λυγίσουν κάθε φρόνημα. Να κάνεις υπακοή και να μην ανησυχείς διότι σε βεβαιώνω εγώ ο ίδιος ότι η προδοσία σου η παλιά έχει σβηστεί κι αν συνεχίσεις να ζεις όπως και τώρα θα κερδίσεις τον παράδεισο του έλεγε ο γέροντας του.

Μάταια όμως. Απλά ο Γεράσιμος έκρυψε για 3 περίπου χρόνια τον πόθο του και το κέλευσμα του ενώ ο γέροντας του, του έδωσε ευλογία αν θέλει να μεταβεί σε άλλο κελί όπου θα αναπαυθεί περισσότερο αλλά ως κανόνα του απαγόρευσε να βγει από το Άγιο Όρος.

Πράγματι ο Γεράσιμος μετέβηκε σε κάποιες μονές και κελιά του αγίου όρους (μάλιστα εξομολογήθηκε εγκαρδίως σε έναν γέροντα ονόματι Δανιήλ) αλλά επέστρεψε στον γέροντα του και με “τέχνασμα” από αυτά που και ο Θεός θα “ζήλευε” ζήτησε από τον γέροντα του κελιού του λέγοντας του “Επειδή μου έβαλες κανόνα να μη βγω στον κόσμο, τώρα σε παρακαλώ, να με συγχωρήσεις και να μου δώσεις την άδεια να πάω στην Πατρίδα μας, για να δω την μητέρα μου, τους συγγενείς και τους φίλους, και ελπίζω στον Θεό να μη σε λυπήσω για το δρόμο που έχω να κάνω.

Ως Πατρίδα εννοούσε την άνω Ιερουσαλήμ, Μητέρα του την Κυρία Θεοτόκο, συγγενείς τους Μάρτυρες και φίλους όλους τους Αγίους, ενώ ως δρόμο που είχε να κάνει εννοούσε την κεκρυμμένη από αυτόν πορεία προς το μαρτύριο.

Πράγματι ο γέροντας του, θαρρώντας ότι θα μεταβεί στην ιδιαίτερη πατρίδα του στην Ευρυτανία του έδωσε ευλογία να εξέλθει από το Άγιο Όρος να πάει να συναντήσει συγγενείς και φίλους στην Πατρίδας μας. Ο Γεράσιμος του άφηκε επιστολή στην οποία του γνωστοποιούσε τον πραγματικό του σκοπό και του ζητούσε να παρακαλεί τον Χριστό να τον στηρίξει ώστε να στεφανωθεί στέφανον μαρτυρίου χωρίς να δηλιάσει.

Φτάνοντας στην Πόλη μετέβηκε αμέσως στο σπίτι όπου τον είχαν περιμαζέψει και τον μετέτρεψαν σε μουσουλμάνο.

Εκεί αφού ζητούσε επίμονα τον κύρη του σπιτιού και του ανέφερε ποιος ήταν και ότι πλέον είναι ξανά χριστιανός, ο κύρης τον αγκάλιασε και για τρεις ημέρες τον φιλοξένησε προσπαθώντας να τον επαναφέρει στον Μωάμεθ.

Μάταια όμως μιας και ο Γεράσιμος δεν ήταν ο μικρός Γεώργιος που εύκολα μπορούσε να τον μεταπείσει δελεάζοντας τον. Η πίστη του Γεράσιμου έκαιγε στην καρδιά του και θέριευε η φλόγα της.

Έτσι τον παρέδωσε στον Χότζα ο οποίος του είχε κάνει όταν ήταν μικρός περιτομή. Προσπάθησε κι αυτός να τον δελεάσει γνωρίζοντας το νεαρό της ηλικίας του αλλά δεν τα κατάφερε. Κι έτσι παραδόθηκε στον τοπικό Καζασκέρ (ένα είδος αρμόδιου αξιωματούχου στρατιωτικού).

Όπως είναι φυσικό άρχισε να τον επαινεί κι αυτός και να προσπαθεί να τον δελεάσει αλλά ο Γεράσιμος μπροστά σε όλους ήλεγξε την πίστη τους το οποίο για αυτούς ήταν βλασφημία κι έτσι ο τύραννος διέταξε να τον μαστιγώσουν έως ότου αλλαξοπιστήσει. Για ώρες τον μαστίγωναν κι ο Γεράσιμος ακλόνητος.

Είχε δε, και την ευχή του γέροντα του παρμένη έστω και με τέχνασμα οπότε σε συνδιασμό με την πίστη του στον Θεό γινόταν άτρωτος πνευματικά και ψυχικά. Τον οδηγούν στην φυλακή όπου με εντολή του αξιωματούχου του τοποθέτησαν έναν μεγάλο βράχο στο στήθος του για να τον βασανίσουν.

Πέρασαν δέκα μέρες όπου για συντροφιά του είχε έναν άγγελο που του απέστειλε ο Πανάγαθος Θεός κι έμεινε αβλαβής. Όταν δε, ο αξιωματούχος κάλεσε να τον φέρουν ξανά μπροστά του έμεινε άναυδος όταν τον είδε αβλαβή και με τρανό ψυχικό φρόνημα, ενώ θα περίμενε είτε να έχει πεθάνει είτε να παρακαλεί.

Εκεί τον ήλεγξε ξανά και ο Γεράσιμος τον διαβεβαίωσε ότι τίποτε δεν μπορεί να τον κάνει να επιστρέψει στην κόλαση. Κι έτσι ο αξιωματούχος διέταξε να τον αποκεφαλίσουν δια ξίφους.

Τον μετέφεραν σε έναν τόπο πλησίον της Αγίας Σοφίας και τον πρόσταξαν να γονατίσει.

Γεμάτος χαρά γονάτισε αμέσως με κατεύθυνση προς την ανατολή. Ο δήμιος αντιλήφθηκε αυτό και τον έστρεψε προς την δύση. Με τεχνάσματα ο Γεράσιμος επέστρεψε κοιτώντας την ανατολή. Και πάλιν ο δήμιος τον γυρνάει προς την δύση αλλά καταφέρνει εκ νέου ο Γεράσιμος να γυρίσει προς την ανατολή. Ο δήμιος εξοργίζεται και με το ξίφος του, τον αποκεφαλίζει.

Η τίμια κεφαλή του πέφτει στο έδαφος και μένει χαμογελαστή για αρκετή ώρα ενώ το σώμα του αγίου μάρτυρα του Χριστού στέκετε γονατιστό σε στάση προσευχής για πάνω από ένα τέταρτο και έπειτα πέφτει δίπλα στην τίμια κεφαλή χωρίς να διασαλευτεί σαν να έχει αποκοιμηθεί.

Ξάφνου ένα φως ξεπροβάλει από τον ουρανό τόσο έντονο που στην αρχή τους τύφλωσε όλους και σκεπάζει το σκήνωμα του μάρτυρα Γεράσιμου του εκ Μεγάλου Χωριού της Ευρυτανίας προερχόμενου και εν τη σκήτη του Κουτλουμουσίου Αγίου Όρους ασκήσαντος. Αυτούνου που μικρό παιδί σαν ήταν δελεαστηκε και απαρνήθηκε τον Χριστό μα επέστρεψε σε Αυτόν με πίστη που θα ζήλευαν ακόμη και “μεγάλοι” Άγιοι κάθε εποχής.

Μα τι είναι αυτό; Τι Χάρι τον αγκάλιασε μα και τι Χάρι και αγαλλίαση είναι αυτή Θεέ μου που μου τον εγνώρισες και με περιέκλειε όταν πρωτοδιάβασα τον βίο του;

Μα είναι δυνατόν; Ένας μόλις 25 ετών νέος να χει τέτοιο θεριό μέσα του; Τι πίστη ήταν αυτή; Τι κέλευσμα ήταν αυτό;

Θα λογιστεί κάνεις πως ξεγέλασε με τέχνασμα τον γέροντα του. Ναι τον ξεγέλασε τρόπον τινά, μα ψέματα δεν του ειπε. Στην Πατρίδα μας ήθελε να πάει, την Μάνα μας να συναντήσει, τους φίλους μας να αγκαλιάσει και προφανώς ήταν εκ Θεού. Ίσως είχε πληροφορία μέσα του η οποία ξύπνησε τον πόθο του για να δείξει και σε εμάς σήμερα που αποστατούμε με τις πράξεις μας ότι τίποτε δεν μας εμποδίζει να γυρίσουμε πίσω και να ζήσουμε Χριστού. Τίποτε δεν μπορεί να μας φοβίζει όταν στις φλέβες μας κυλά Χριστός, τίποτε δεν θα μπορεί να μας εμποδίσει όταν η ψυχή μας γεμίσει Χριστό.

Και ξέρετε κάτι; Τον βίο του τον συνέγραψε ο γέροντας του, αυτός που γνώριζε κάθε πτυχή του, αυτός που “ξεγελάστηκε” από το τέχνασμα του Γεράσιμου. Αυτός που δεν πίστευε στο σταθερό του χαρακτήρος του Γεράσιμου, αυτός που σίγουρα θα εμειδίασε όταν διάβασε στην επιστολή που του άφηκε με το τόσο έξυπνο τέχνασμα του.

Ήταν 3 Ιουλίου του 1812, λίγα χρόνια πριν θεριέψει η δίψα της ελευθερίας του Έθνους μας όταν χωρία αγγέλων κατέβηκαν να δοξάσουν την πίστη του Γεράσιμου, του “μικρού” αυτουνού “τοπικού” αγίου που μας καλεί σήμερα μα και κάθε μέρα με το παράδειγμα του να μην φοβόμαστε όσες φορές κι αν πέσουμε. Να μην φοβόμαστε πως κάποια στιγμή θα ξαναπέσουμε. Να έχουμε πίστη και εμπιστοσύνη στον Θεό κι ο Θεός θα μας ενδυναμώσει όπως και τον Άγιο του Γεράσιμο τον Μεγαλοχωρίτη. Τα λείψανα του μεταφέρθηκαν στην σεβάσμια μονή του Προυσού και αποτελούν μέγα θυσαύρισμα, χαριτόβρυτο που οποίος με πίστη το προσκυνά σίγουρα θα ιαθεί πνευματικά.

agrinio24.gr