Δυο δεκαετίες πριν, o Μπιλ Γκέιτς προσπάθησε να συντρίψει κάθε ανταγωνισμό στην κούρσα της τελικής επικράτησης στον κόσμο των υπολογιστών και του ίντερνετ, μόνο που η αμερικανική κυβέρνηση είχε άλλη γνώμη.
Ό,τι θα λάμβανε χώρα το σωτήριον έτος 1998 θα άλλαζε την ίδια την πορεία της τεχνολογίας και αναγκαστικά την πορεία της ανθρωπότητας στα χρόνια που θα έρχονταν.
Και το 1998 είναι η αλήθεια έγιναν πολλά σε όρους τεχνολογίας. Μια σχεδόν πτωχευμένη εταιρία χωρίς μέλλον έριξε στην αγορά ένα ιδιαίτερο υπολογιστή με έμφαση στο ίντερνετ: iMac το έλεγε ο εμπνευστής του, κάποιος Στιβ Τζομπς. Ήταν το μηχάνημα που όχι μόνο θα έσωζε την Apple του, αλλά θα την έκανε τελικά κολοσσό.
Την ίδια ακριβώς χρονιά, μια καινοτόμα όπως όλα έδειχναν μηχανή αναζήτησης που αποκαλούσαν BackRub λανσαρίστηκε επισήμως με ένα ακόμα πιο περίεργο όνομα, Google την έλεγαν τώρα. Αλλά και ένα ηλεκτρονικό βιβλιοπωλείο που μεγάλωνε ολοένα και περισσότερο αποφάσισε να πουλά πια τα πάντα. Ως Amazon θα έμενε γνωστό!
Παρά τις κοσμοϊστορικές αλλαγές της χρονιάς, τότε δεν ήταν παρά απλοί τριγμοί σε σχέση με τον Εγκέλαδο που δονούσε συθέμελα τη Silicon Valley και είχε ως επίκεντρο τον μεγαλύτερο των μεγαλυτέρων, τον ογκόλιθο Microsoft. Στις 18 Μαΐου εκείνης της χρονιάς το αμερικανικό Υπουργείο Δικαιοσύνης βαρέθηκε τις καθυστερήσεις των διωκτικών αρχών του και πήρε την υπόθεση πάνω του.
Ήταν η μεγάλη μέρα, όπως την είπαν, η κατάληξη μιας υπόθεσης που κρατούσε χρόνια: το υπουργείο και 20 γενικοί εισαγγελείς των ΗΠΑ κατέθεσαν αντιμονοπωλιακή μήνυση κατά της εταιρίας του Bill Gates, κατηγορώντας της πως χρησιμοποιούσε την παντοδυναμία της για να πατάξει κάθε ψήγμα ανταγωνισμού.
Ο 23 ετών γίγαντας της τεχνολογίας, που ηγεμόνευε ανενόχλητος τον χώρο των ηλεκτρονικών υπολογιστών με τουλάχιστον υπερβάλλοντα ζήλο, συκοφαντούνταν τώρα πως επιστράτευε την ανυπολόγιστη δύναμή του για να κρατά δέσμιους τους συνεργάτες του και στο περιθώριο τους ανταγωνιστές του.
Το μεγαλύτερο και πιο γνωστό θύμα της Microsoft, σύμφωνα με τη μήνυση για παραβίαση αντιμονοπωλιακών κανόνων, ήταν το Netscape, ένας από τους πρωτεργάτες στον χώρο των προγραμμάτων περιήγησης στο ίντερνετ. Δεν ήταν φυσικά ο μόνος, καθώς πρακτικά όλοι, από την Apple ως και την American Airlines, ένιωθαν την απειλή του τεραστίων διαστάσεων χταποδιού που ήταν η Microsoft των τελών της δεκαετίας του 1990, με τα πλοκάμια της να φτάνουν πρακτικά στα πάντα.
Ήταν εξάλλου ήδη τόσο μεγάλη που χαρακτηριζόταν ως η μεγαλύτερη εταιρία των ΗΠΑ και εκείνη δεν έκρυβε το μεγαλείο της, φτάνοντας να παραλληλίζει τις ηλεκτρονικές επιθέσεις εναντίον της με το ίδιο το Περλ Χάρμπορ! Όλα έδειχναν όμως πως ο κολοσσός θα γκρεμιζόταν, λες και πατούσε σε πήλινα πόδια.
Ήταν η δικαστική υπόθεση που θα σφράγιζε όχι μόνο μια εποχή, αλλά και το ίδιο το μέλλον της τεχνολογίας και του επιχειρείν, κάτι σαφώς μεγαλύτερο απ’ όσο μπορούσαν να διαχειριστούν οι πρωταγωνιστές του…
Ο πόλεμος των browsers
Μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1990, η Microsoft είχε επικρατήσει καθολικά στον χώρο των ηλεκτρονικών υπολογιστών. Το λειτουργικό της σύστημα, τα Windows, έτρεχαν στο 90% των PC παγκοσμίως, την ίδια ώρα που η σουίτα εφαρμογών Office ήταν το απαραίτητο εργαλείο σε κάθε εργασιακό περιβάλλον.
Ο κολοσσός με έδρα το Ρέντμοντ της Ουάσιγκτον έριχνε βαριά τη σκιά του πάνω από τη Silicon Valley και οποιαδήποτε απόπειρα για καινοτομία, μέχρι ένα χιλιοτραγουδισμένο τουλάχιστον startup να βρει τον τρόπο να φέρει το ίντερνετ στις πλατιές μάζες. Η άνοδος του Netscape, μιας τεχνολογικής πρωτοπορίας που είχε λάβει εκατομμύρια σε χρηματοδότηση, απειλούσε πια ευθέως τη Microsoft, ή έτσι πίστεψε τουλάχιστον ο Γκέιτς.
Μόνο που ο φόβος και βάσιμος ήταν και υπαρξιακές διαστάσεις είχε. Η Microsoft ανησύχησε πως το πρόγραμμα περιήγησης θα υποσκέλιζε το λειτουργικό της σύστημα ως ο Νο 1 τρόπος που αλληλεπιδρούσε ο χρήστης με τον υπολογιστή του. Και έπεσε με τα μούτρα στη δουλειά αναπτύσσοντας έναν δικό της browser, που είπε τελικά Internet Explorer, και τον έδινε πια δωρεάν με τα Windows. Mόνο που δεν έμεινε εκεί.
Επόμενη φάση, ο στρατηγικός σχεδιασμός του πώς θα αρπάξει μερίδιο αγοράς από το Netscape. Ο Γκέιτς δεν πίστευε στο ίντερνετ και το μέλλον του και είχε μείνει πολύ πίσω σε αυτή την κούρσα. Τόσο πίσω που δεν είχε πια νόημα να προσπαθήσει να προλάβει τον ανταγωνισμό. Είχε όμως να προσπαθήσει να εξαφανίσει τη μικρή αυτή ενόχληση…
Ο δρόμος ως τα δικαστήρια
Είναι γεγονός ότι οι υποθέσεις παραβίασης αντιμονοπωλιακών πρακτικών είχαν περάσει στο περιθώριο του αμερικανικού δικαστικού συστήματος εδώ και δύο δεκαετίες πριν από την περίπτωση της Microsoft. Οι νέες οικονομικές θεωρίες και μια σειρά συντηρητικών προέδρων είχαν αφήσει τέτοια ζητήματα στην άκρη, καθώς η ελεύθερη αγορά θα αυτορυθμιζόταν, όπως προέβλεπε το μοντέλο, και δεν χρειαζόταν τέτοιες ακραίες κρατικές παρεμβάσεις.
Η είσοδος ωστόσο του Κλίντον στην πολιτική σκηνή και η τοποθέτηση της δικής του διακυβέρνησης στο Υπουργείο Δικαιοσύνης άλλαξε ωστόσο το κλίμα, πόσο μάλλον που οι δραστήριοι δικηγόροι του Netscape και οι διασυνδέσεις τους κατάφεραν να φέρουν στο προσκήνιο μια υπόθεση που έμοιαζε βγαλμένη από τα παλιά. Μόνο που παραήταν σύγχρονη. Ένας νέος κακός είχε μόλις γεννηθεί.
Στην πολυαναμενόμενη συνέντευξη Τύπου εκείνης της 18ης Μαΐου 1998, η γενική εισαγγελέας Janet Reno κατηγόρησε τη Microsoft ότι είχε «χρησιμοποιήσει τη μονοπωλιακή της δύναμη ώστε να αναπτύξει μια θηλιά που έπνιγε το λογισμικό περιήγησης που ήταν απαραίτητο για την πρόσβαση στο ίντερνετ».
Την ίδια μέρα, η αξιωματούχος του υπουργείου Δικαιοσύνης και 20 γενικοί εισαγγελείς των ΗΠΑ κατέθεσαν τη μηνυτήρια αναφορά κατά της Microsoft. Μερικές εγκλήσεις και αντεγκλήσεις μετά και πέντε μήνες αργότερα, η υπόθεση θα έφτανε στο δικαστήριο, με τη βιντεοσκοπημένη κατάθεση του Μπιλ Γκέιτς να μετατρέπεται σε πανεθνικό θέαμα. Πριν γίνει παγκόσμιο…
Το θέαμα και το πραγματικό διακύβευμα
Η δικαστική διερεύνηση της Microsoft λατρεύτηκε, όπως ήταν φυσικό, από τον Τύπο, που δεν χόρταινε να καλύπτει το θέμα με πρωτοσέλιδα και διεισδυτικά ρεπορτάζ. Και αυτό το βουνό των ενδείξεων κατά της εταιρίας, από εσωτερικά υπομνήματα, emails και παραχαραγμένα τελικά χαρτιά (που θα έφερναν νέες δικαστικές περιπέτειες σε υψηλόβαθμα στελέχη της Microsoft), ήταν βούτυρο στο ψωμί της καθημερινής ειδησεογραφίας.
Αφήνοντας κατά μέρος τα όσα κωμικοτραγικά έλαβαν χώρα σε εκείνη την πολύκροτη δίκη, ερχόμαστε στον Νοέμβριο του 1999, όταν ο δικαστής Thomas Penfield Jackson κατέληξε πως η Microsoft είχε πράγματι χρησιμοποιήσει την παντοδυναμία της για να πλήξει όχι μόνο τον ανταγωνισμό, αλλά και τους καταναλωτές. Μια σειρά από αναδυόμενες ή ήδη εδραιωμένες εταιρίες, όπως οι Apple, Java, Netscape και Linux, για να αναφέρουμε μερικές μόνο, είχαν υποστεί τους κραδασμούς των χειρισμών του κολοσσού.
Ακόμα μεγαλύτερο σοκ από την ετυμηγορία του προκάλεσε στον επιχειρηματικό κόσμο η κατά βάση συμφωνία του δικαστηρίου τον Ιούνιο του 2000 στην κυβερνητική πρόταση να διασπαστεί η Microsoft σε δύο ξεχωριστές εταιρίες, ώστε να μην έχει τη δύναμη να επιβάλει μονοπωλιακές πρακτικές! Αυτή ήταν η θεραπεία που σκέφτηκε η κυβέρνηση και ερχόταν ως απάντηση στην έφεση που κατέθεσε και έχασε η Microsoft.
Το οικοδόμημα της Microsoft κλυδωνιζόταν συθέμελα, μαζί του κλυδωνιζόταν όμως και όλος ο κόσμος του επιχειρείν, το 90% του οποίου έτρεχε τα συστήματά της. Το δικαστήριο κατέληξε πως η εταιρία έπρεπε να διασπαστεί σε δύο διακριτά τμήματα, ένα αποκλειστικά για το πανταχού παρόν λειτουργικό της και ένα για όλα τα άλλα προϊόντα και λογισμικά της.
Θα έπρεπε να περιμένει έναν ακόμα χρόνο ο Μπιλ Γκέιτς, ήδη ο πλουσιότερος άνθρωπος του κόσμου, ώστε να ξεφυσήσει από ανακούφιση για το μέλλον μιας εταιρίας που είχε παρατήσει κοτζάμ Χάρβαρντ για να φτιάξει: τον Ιούνιο του 2001, το εφετείο διαφώνησε με τους κυβερνητικούς χειρισμούς, αφήνοντας τη Microsoft στη βασιλική της θέση.
«Συνεχίζουμε να πιστεύουμε πως αντιμετωπίζουμε σημαντικό ανταγωνισμό κάθε μέρα και πρέπει να βελτιώνουμε συνεχώς τα προϊόντα μας αν θέλουμε να πετύχουμε», απάντησε πανηγυρικά με ανακοίνωσή της η Microsoft μετά τη χαρμόσυνη είδηση πως παρέμενε ενιαία εταιρία.
Λίγους μήνες μετά, τον Νοέμβριο του 2001, θα ερχόταν και ο συμβιβασμός των δύο πλευρών της υπόθεσης «ΗΠΑ εναντίον Microsoft Corporation». Ο διακανονισμός ανάγκαζε τον κολοσσό να μοιράζεται με τις τρίτες εταιρίες τις τεχνικές προδιαγραφές των προγραμμάτων του, ώστε να μπορούν να φτιάχνουν ανταγωνιστικά προϊόντα.
Μια τριμερής επιτροπή ορίστηκε μάλιστα ώστε να εποπτεύει τον βαθμό συμμόρφωσης της Microsoft στους όρους της συμφωνίας, έχοντας πλήρη πρόσβαση στα συστήματά της, τα μητρώα, ακόμα και τους επτασφράγιστους κώδικές της για τα επόμενα πέντε χρόνια. Ο συμβιβασμός δεν την ανάγκασε πάντως να προβεί σε οποιαδήποτε αλλαγή στις κλειστές τεχνικές προδιαγραφές της, ούτε την απέτρεψε να δένει τα τρίτα προϊόντα της με το λειτουργικό, που ήταν εξάλλου και το μεγάλο διακύβευμα της ίδιας της υπόθεσης.
Κι αυτό ήταν που έφερε 9 πολιτείες να μην αποδεχτούν τη συμφωνία, μέσω των γενικών εισαγγελέων τους, θεωρώντας πως δεν έκανε κάτι για να αποτρέψει μονοπωλιακές πρακτικές στο μέλλον. Τον Ιούνιο του 2004 η υπόθεση έκλεισε οριστικά, όταν το εφετείο έκανε ομόφωνα δεκτή τη συμφωνία της εταιρίας με το υπουργείο Δικαιοσύνης, απορρίπτοντας κάθε ένσταση για ανεπαρκή μέτρα.
Οι νομικές υποχρεώσεις της Microsoft έληγαν εξάλλου τον Νοέμβριο του 2007 και μπορούσε να συνεχίσει και πάλι αυτό που ήξερε να κάνει καλά. Προσφέρθηκε μάλιστα αυτοβούλως να επεκταθούν οι περιοριστικές ρήτρες για άλλα 2 χρόνια, κάνοντας σαφές πως λίγη σημασία είχαν πια όλα αυτά.
Πώς τέλειωσαν όλα
Αν έκανε ένα πράγμα η υπόθεση «ΗΠΑ εναντίον Microsoft Corporation» ήταν να θέσει δεδικασμένο πως δεν σπάμε τις μεγάλες εταιρίες τεχνολογίας στα δυο. Οι περιορισμοί που τέθηκαν ωστόσο στη συμπερίληψη του Internet Explorer στα Windows επέτρεψαν στον ανταγωνισμό να αναπνεύσει, κάνοντας προγράμματα περιήγησης σαν το Netscape και τον Firefox, ας πούμε, ανταγωνιστικά στα PC που έτρεχαν τα Windows του Γκέιτς.
Με την ίδια απόφαση, μια σειρά ακόμα από εταιρίες μπόρεσαν να ορθώσουν ανάστημα. Σήμερα τις ξέρουμε ως Apple και Google, αλλά και κατοπινούς πειραματισμούς σαν το Facebook. Η Google δεν θα γινόταν Google αν η Microsoft συνέχιζε να κυριαρχεί με τη δική της μηχανή αναζήτησης (Bing), ούτε και το Facebook θα γινόταν Facebook αν το Myspace της Microsoft γινόταν το βασικό κοινωνικό δίκτυο, όπως θα το ήθελε.
Η άνιση μάχη με τον κολοσσό και η πάλη με το μονοπώλιο τέλειωσαν ουσιαστικά στον απόηχο αυτής της δίκης. Μόνο που μια εικοσαετία αργότερα, οι εταιρίες που ευεργετήθηκαν από τον διακανονισμό είναι πλέον αυτές που ελέγχονται για κακές πρακτικές, σκάνδαλα και συμφωνίες κάτω από το τραπέζι. Και χρησιμοποιούν πια προς υπεράσπισή τους την ίδια ακριβώς ρητορική της Microsoft, πως οι ρυθμιστικοί κανόνες στην τεχνολογία περιορίζουν τα επίπεδα καινοτομίας τους!
Η Google πλήρωσε πρόσφατα πρόστιμο 2,7 δισ. δολαρίων στην Ευρωπαϊκή Ένωση γιατί η μηχανή αναζήτησής της μεροληπτούσε υπέρ του δικού της Google Shopping. Αλλά και ο CEO του Facebook, Mark Zuckerberg, δεν βρέθηκε μήπως ενώπιον του Κογκρέσου απολογούμενος για το σκάνδαλο που συγκλόνισε τον χώρο των κοινωνικών μέσων;
Όσο για την ίδια τη Microsoft, είχε ευνοηθεί τα μέγιστα σε μια από τις τελευταίες, πριν τη δική της, αντιμονοπωλιακές υποθέσεις, κατά της IBM αυτή τη φορά στα τέλη της δεκαετίας του 1980.
Ρόδα είναι και γυρίζει στη Silicon Valley και είναι ποιος θα βρεθεί απλώς κάθε φορά στη λάθος πλευρά. Μια Silicon Valley που ήταν κάποτε σωστή Άγρια Δύση, όπου επικρατούσε ο πιο γρήγορος πιστολέρο μέσα σε καθεστώς πλήρους ανομίας…