Η Ελλάδα, αν και διαχειρίστηκε υγειονομικά την πανδημία πολύ καλύτερα από άλλες ευρωπαϊκές χώρες, υφίσταται τις οικονομικές της συνέπειες με ιδιαίτερη ένταση. Ο λόγος είναι ότι η οικονομία της εξαρτάται δυσανάλογα από την εσωτερική κατανάλωση και τον τουρισμό που, από υγειονομικής πλευράς, βρίσκονται στο «μάτι του κυκλώνα». Ενώ στην ΕΕ οι κλάδοι του εμπορίου, της εστίασης, των καταλυμάτων και των μεταφορών συνεισφέρουν κατά μέσο όρο το 19% του ΑΕΠ και το 24,7% της απασχόλησης, στην Ελλάδα το μερίδιό τους φθάνει το 25% του ΑΕΠ και το 33,2% της απασχόλησης.

Έτσι το Δ.Ν.Τ προβλέπει ύφεση 10% το 2020, βαθύτερη από το 7,5% της Ευρωζώνης, και ανάκαμψη 5,1% το 2021, οριακά ταχύτερη από αυτήν της Ευρωζώνης. Το σενάριο προϋποθέτει υποχώρηση της πανδημίας το δεύτερο εξάμηνο του έτους.

Ήδη πριν από την πανδημία ήταν φανερό ότι η επιτάχυνση της ανάπτυξης προϋποθέτει την παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας. Με τις υπάρχουσες δομές, το Δ.Ν.Τ προέβλεπε, στην έκθεση του περασμένου Νοεμβρίου, ανάπτυξη 2,3% το 2020 που μεσοπρόθεσμα θα υποχωρούσε γύρω στο 1%. Η δομή της οικονομίας φρενάρει την ανάπτυξη γιατί βασίζεται σε τομείς χαμηλής παραγωγικότητας. Η παραγωγικότητα στους κλάδους του εμπορίου, της εστίασης, των καταλυμάτων και των μεταφορών υπολείπετο το 2018 κατά 22% της μέσης παραγωγικότητας της ελληνικής οικονομίας, ενώ στη βιομηχανία υπερτερούσε κατά 60% του μέσου όρου.

Από το 2014, όταν η συνολική απασχόληση άρχισε να ανακάμπτει μετά την κρίση χρέους, και μέχρι το 2019, δημιουργήθηκαν συνολικά 267.000 νέες θέσεις εργασίας, από τις οποίες οι 140.000 (το 52%) ήταν στους τέσσερις αυτούς κλάδους που τροφοδοτούνται από την εσωτερική ζήτηση και τον τουρισμό. Να σημειωθεί ότι την ίδια περίοδο άλλες 81.000 νέες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν στον δημόσιο τομέα. Η ανάπτυξη με βάση την ενίσχυση των κλάδων σχετικά χαμηλής παραγωγικότητας ήταν αναγκαστικά ατροφική.

Η πανδημία εκτροχίασε την οικονομία, βυθίζοντάς την στην ύφεση. Στο προσκήνιο βρίσκονται τα μέτρα στήριξης. Αφορούν επιχορηγήσεις επιχειρήσεων, αναπλήρωση εισοδήματος εργαζομένων, αλλά και εγγυήσεις δανείων σε επιχειρήσεις και πρόσκαιρες απαλλαγές από φόρους ή αναστολή στην καταβολή τους. Πρόκειται για απαραίτητα μέτρα, παθητικού όμως χαρακτήρα, με την έννοια ότι αντισταθμίζουν εν μέρει τις οικονομικές επιπτώσεις της πανδημίας. Τα μέτρα έχουν υψηλό δημοσιονομικό κόστος που η Ευρωπαϊκή Επιτροπή υπολογίζει σε 6,9% του ΑΕΠ.

Παράλληλα όμως η παραγωγική αναδιάρθρωση παραμένει ακόμα πιο επιτακτικό ζητούμενο στην κρίση που διανύουμε. Με την παρούσα παραγωγική δομή, η ανάκαμψη θα είναι μεσοπρόθεσμα κατά πάσα πιθανότητα ισχνή. Αυτό ίσως θέσει εκ νέου τη βιωσιμότητα του χρέους σε αμφισβήτηση, καθώς το Δ.Ν.Τ. προβλέπει ότι θα εκτιναχθεί στο 200% του ΑΕΠ. Οι προβλέψεις είναι βέβαια παρακινδυνευμένες καθώς η πανδημία είναι σε εξέλιξη και η οικονομία πορεύεται σε αχαρτογράφητο έδαφος. Όμως οι υγειονομικοί περιορισμοί και η μείωση των εισοδημάτων είναι πιθανό να επιβραδύνουν και την επέκταση της εγχώριας ζήτησης και την ανάκαμψη του μαζικού τουρισμού το 2021 και ενδεχομένως σε μεγαλύτερο βάθος χρόνου. Οι κλάδοι που στήριξαν την ανάκαμψη μετά την κρίση χρέους μάλλον δεν θα έχουν την ίδια δυναμική λόγω των επιπτώσεων της πανδημίας.

Γίνονται κατά συνέπεια αναγκαίες πιο ενεργητικές παρεμβάσεις που θα προωθούν τη μεσοπρόθεσμη αναδιάρθρωση της οικονομίας. Αυτό προϋποθέτει: (ι) έμφαση στους κλάδους υψηλότερης παραγωγικότητας και πιο ανεπτυγμένης τεχνολογίας και (ιι) εξωστρεφή προσανατολισμό ώστε η ανάπτυξη να τροφοδοτείται από τη μεγέθυνση των αγορών του εξωτερικού.

Τι είδους αναδιάρθρωση θα έκανε την ελληνική οικονομία πιο ανθεκτική, επιτρέποντάς της ταυτόχρονα να «τρέξει» πιο γρήγορα σε ένα δυσμενές μελλοντικό περιβάλλον; Πολλές μελέτες έχουν καταρτιστεί στο παρελθόν, μένοντας απραγματοποίητες. Για παράδειγμα, η μελέτη «Η Ελλάδα 10 Χρόνια Μπροστά», που συνέταξε η McKinsey το 2011, εστίασε το ενδιαφέρον σε δύο μετασχηματισμούς. Πρώτον, στην αναβάθμιση βασικών κλάδων, προς την κατεύθυνση του ποιοτικού τουρισμού, της μεταποίησης τροφίμων με βάση αγροτικά προϊόντα υψηλής ποιότητας, τη βελτίωση της αποδοτικότητας της ενέργειας. Δεύτερον, στην προώθηση αναδυόμενων υπό-κλάδων όπου υπάρχει δυνατότητα συγκριτικού πλεονεκτήματος, όπως η παραγωγή γενοσήμων φαρμάκων, οι ιχθυοκαλλιέργειες, ο ιατρικός τουρισμός, η δημιουργία περιφερειακών διαμετακομιστικών κόμβων.

Ποιες παρεμβάσεις θα ευνοούσαν την παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας προς αυτήν την κατεύθυνση; Αυτές εδράζονται σε δύο πυλώνες. Ο πρώτος πυλώνας περιλαμβάνει διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα στοχεύσουν μια θεαματική βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος έτσι ώστε να γίνει πιο ελκυστικό για επενδύσεις. Ο δεύτερος πυλώνας περιλαμβάνει μέτρα στήριξης της επιχειρηματικότητας και βελτίωσης των δεξιοτήτων. Και οι δύο πυλώνες μαζί είναι απαραίτητοι για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας που είναι το κλειδί για την αναδιάρθρωση της οικονομίας.

Οι μεταρρυθμίσεις του πρώτου πυλώνα είναι οριζόντιου χαρακτήρα και δεν έχουν σημαντικό δημοσιονομικό κόστος. Αφορούν, για παράδειγμα, τη ριζική απλοποίηση των διαδικασιών για την έγκριση επενδύσεων και τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων, την εκλογίκευση και απλούστευση του ρυθμιστικού πλαισίου του επιχειρείν, την εναρμόνιση των προδιαγραφών χρήσης γης με τις ανάγκες της αγοράς, την ταχύρυθμη διεκπεραίωση των δικαστικών υποθέσεων. Στη διεθνή κατάταξη για την ποιότητα του επιχειρηματικού περιβάλλοντος που διενεργεί η Παγκόσμια Τράπεζα η Ελλάδα κατέχει την 79η θέση, που είναι η προτελευταία μεταξύ των χωρών της ΕΕ μετά τη Μάλτα. Σημαντική υστέρηση σημειώνεται σε τομείς όπως η αδειοδότηση οικοδομών, η καταχώρηση ακίνητης περιουσίας, η εξασφάλιση πιστώσεων, η διευθέτηση των φορολογικών υποχρεώσεων, η κατοχύρωση των συμβάσεων.

Ο δεύτερος πυλώνας έχει δημοσιονομικό κόστος. Μπορεί να περιλαμβάνει, για παράδειγμα, επιχορηγήσεις για εξοπλισμό με στόχο τη βελτίωση της ποιότητας και την παραγωγή προϊόντων ανώτερης τεχνολογίας, ενισχύσεις για την περαιτέρω δημιουργία κέντρων καινοτομίας, φορολογικές ελαφρύνσεις για νέες επιχειρήσεις σε κλάδους αιχμής. Σημαντικό ρόλο θα έχει η ενίσχυση προγραμμάτων κατάρτισης και δια βίου μάθησης, για την απόκτηση δεξιοτήτων ευθυγραμμισμένων με την επιθυμητή αναδιάρθρωση της οικονομίας.

Είναι οι περίοδοι κρίσης ευνοϊκές για παρεμβάσεις και μεταρρυθμίσεις με στόχο την οικονομική αναδιάρθρωση;  Μελέτες καταδεικνύουν ότι στις χώρες του Ο.Ο.Σ.Α η χρηματοπιστωτική κρίση το 2007-11 έδρασε καταλυτικά στην προώθηση δομικών μεταρρυθμίσεων που ήταν από καιρό αναγκαίες. Αυτό αφορά κυρίως τις μεταρρυθμίσεις του πρώτου πυλώνα που προαναφέραμε.

Οι παρεμβάσεις όμως του δεύτερου πυλώνα έχουν κόστος, και σε συνθήκες κρίσης ενδεχομένως να επισκιασθούν από αιτήματα οικονομικής στήριξης συντεχνιακού χαρακτήρα, που ίσως γίνουν και αντικείμενο πολιτικού ανταγωνισμού. Με δεδομένο ότι ο δημοσιονομικός χώρος είναι πρακτικά ανύπαρκτος, οι παρεμβάσεις αυτές θα απαιτήσουν ιεράρχηση σε σχέση με τα μέτρα παθητικού χαρακτήρα για την αντιμετώπιση της κρίσης.

Θα βοηθήσει επίσης και ο σχεδιασμός κατάλληλων κινήτρων. Για παράδειγμα, η εισοδηματική στήριξη ανέργων να βασίζεται στην ενεργό συμμετοχή σε προγράμματα αναβάθμισης δεξιοτήτων που θα είναι σχεδιασμένα με τα απαραίτητα εχέγγυα ποιότητας. Θα απαιτηθεί, τέλος, πλήρης αξιοποίηση των διαθεσίμων ευρωπαϊκών πόρων για τη χρηματοδότηση των αναγκαίων παρεμβάσεων. Η αναδιάρθρωση της οικονομίας, αν δρομολογηθεί εν μέσω της πανδημίας, θα δημιουργήσει κατά κάποιο τρόπο τα απαραίτητα αντισώματα ώστε η οικονομία να βγει πιο εύρωστη από την κρίση.

*Ο Αριστομένης Βαρουδάκης είναι καθηγητής Οικονομικών στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου και πρώην ανώτερο στέλεχος της Παγκόσμιας Τράπεζας και του Ο.Ο.Σ.Α.

kathimerini.gr