Το θετικό κλίμα που διαμορφώνεται στην οικονομία δημιουργεί εύλογα την προσδοκία ότι θα αναχαιτίσει το κύμα φυγής των νέων καταρτισμένων Ελλήνων. Όμως δεν έχουν υπάρχουν ακόμη ισχυρές ενδείξεις ότι έχουν εκλείψει οι λόγοι που κρατούν έξω από τη χώρα εργατικό δυναμικό υψηλής αξίας.
Παρά τη σταδιακή μείωση της έντασης του brain drain, η μετανάστευση Ελλήνων προς το εξωτερικό παραμένει υπερδιπλάσια σε σχέση με τα προ κρίσης επίπεδα: περισσότερες από 50.000 αναχωρήσεις ανά έτος, με την καθαρή εκροή να κυμαίνεται στις 20.000. Βεβαίως, τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, τα οποία επικαλέστηκε πρόσφατα ο ΣΕΒ, έχουν έτος αναφοράς το 2017.
Αν θέλει πάντως να διερευνήσει κανείς τον βαθμό στον οποίο έχουν πλέον αλλάξει οι πραγματικές συνθήκες εργασίας και διαβίωσης στην Ελλάδα, και άρα έχουν αυξηθεί τα κίνητρα επιστροφής στη χώρα, δεν έχει παρά να επιστρατεύσει προσωπικές μαρτυρίες ανθρώπων που την εγκατέλειψαν, ώστε να προβεί στους αναγκαίους συνειρμούς.
«Πέρα από το ότι ήθελα να ζήσω τουλάχιστον λίγα χρόνια στο εξωτερικό και ειδικότερα σε κάποια χώρα με μεγαλύτερο πλουραλισμό, κοινωνικό και πολιτισμικό, ο λόγος που έφυγα από την Ελλάδα αφορούσε πρωτίστως το γεγονός ότι οι επιλογές μου για μεταπτυχιακές σπουδές ήταν αρκετά περιορισμένες και σίγουρα όχι και οι καλύτερες. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, όπου μετανάστευσα, η διαδικασία αίτησης στα διδακτορικά προγράμματα είναι πολύ σαφώς ορισμένη και από τη στιγμή που θα γίνεις αποδεκτός θα λάβεις πολύ σημαντική οικονομική βοήθεια. Επιπλέον, η οργάνωση και η λειτουργικότητα, από πολύ απλά πράγματα μέχρι το πώς λειτουργούν τα πανεπιστήμια και οι κοινωνικές υπηρεσίες, είναι ασύγκριτη. Και ασφαλώς η έννοια της αξιοκρατίας σε σχέση με την Ελλάδα είναι πολύ διαφορετική. Μου λείπουν αρκετά πράγματα από την Ελλάδα. Η οικογένεια και οι φίλοι μου είναι εκεί. Ωστόσο οι επιλογές μου για καλά αμειβόμενη εργασία είναι εξαιρετικά περιορισμένες και δεν είμαι ακόμη βέβαιος για τη γενικότερη προοπτική της χώρας».
Τα λόγια αυτά ανήκουν σε νέο Έλληνα επιστήμονα ο οποίος ζει στην Καλιφόρνια. Δραστηριοποιείται με αναγνωρισμένη επιτυχία στον χώρο της ακαδημαϊκής έρευνας, μεταξύ άλλων, σε πεδία με εφαρμογές που δυνητικά αφορούν και επενδύσεις στον ιδιωτικό τομέα. Πρόκειται για ένα από τα «μυαλά» αυτής της χώρας τα οποία όμως δεν την εγκατέλειψαν στην κορύφωση της κρίσης αλλά ήδη από την περίοδο της φαινομενικής ευμάρειας. Συγκεκριμένα, το 2004, την περίοδο των Ολυμπιακών Αγώνων και της γενικευμένης ευφορίας σε όλα τα επίπεδα της ελληνικής ζωής.
Το ελληνικό brain drain ενισχύθηκε μεν από την κρίση αλλά εξαρχής προκλήθηκε από διαχρονικά μειονεκτήματα της χώρας, τα οποία δεν έχουν εκλείψει μέχρι και σήμερα. Η κουλτούρα της αναξιοκρατίας, η παλαιολιθικού τύπου λειτουργία των πανεπιστημίων, η αναποτελεσματικότητα της δημόσιας διοίκησης, η υστέρηση στην ενσωμάτωση τεχνολογίας, είναι κάποια από αυτά.
Κυρίως όμως, για όσους θα ήθελαν να επιστρέψουν σήμερα, παίζουν καταλυτικό ρόλο οι περιορισμένες ευκαιρίες επαγγελματικής και οικονομικής ανέλιξης. Είναι ενδεικτικά τα διαθέσιμα στοιχεία του συστήματος «Εργάνη» για τους μισθούς στην Ελλάδα. Ένας στους τρεις εργαζόμενους αμείβεται με λιγότερα από 700 ευρώ. Μισθό από 1.000 έως 2.000 ευρώ λαμβάνει περίπου το 20% των εργαζομένων. Πάνω από 2.000 ευρώ λαμβάνει μόλις το 8,2% του εργατικού δυναμικού.
Τροχοπέδη για την ανάπτυξη των απολαβών στην Ελλάδα δεν είναι άλλη από τη λεγόμενη φορολογική «σφήνα» στην παραγωγή και συγκεκριμένα το άθροισμα των φόρων και εισφορών στο εργασιακό κόστος. Για κάθε 100 ευρώ που καταβάλλει ο εργοδότης στην Ελλάδα, το κράτος αφαιρεί από 10 έως 20 ευρώ περισσότερα σε σύγκριση με τον μ.ό. της Ευρωζώνης. Είναι και αυτό ένα αντικίνητρο για το γεγονός ότι η Ελλάδα έχει μικρές επιχειρήσεις. Η απασχόληση στις μεγάλες επιχειρήσεις δεν ξεπερνά το 5% έναντι 13% στην Ε.Ε., γεγονός που αποθαρρύνει την δραστηριότητα μεγάλης κλίμακας και τη δημιουργία υποδομών για την ανάπτυξη καινοτομίας.
Ο σημερινός Έλληνας μετανάστης δεν έχει το μεταναστευτικό προφίλ άλλων περιόδων. Είναι καταρτισμένος και απαιτητικός. Βρίσκεται σε θέση να ανταπεξέλθει σε συνθήκες υψηλού ανταγωνισμού σε διεθνές επίπεδο και επιθυμεί υψηλά στάνταρ για τη ζωή του. Η Ελλάδα δεν έχει παρά να διατηρήσει τους δεσμούς μαζί του και να διασφαλίσει ότι θα συνεχίσει να παρακολουθεί τι συμβαίνει στη χώρα. Όμως για να την εμπιστευτούν όσοι την εγκατέλειψαν, δεν αρκεί να μην καταρρέει. Θα πρέπει να γίνει ελκυστική, αν όχι δελεαστική. Όπως έχει πει μέλος της ομογένειας, που έχει το προνόμιο να ενδιαφέρεται για τη χώρα του και συγχρόνως να την κοιτάζει από απόσταση, η Ελλάδα θα έχει πραγματικά ανακάμψει όταν θα γοητεύσει πριν απ᾽ όλους τους δικούς της ανθρώπους. Εκείνους που έφυγαν.
Η σταθερότητα στην Ελλάδα αποκαταστάθηκε και ένα μέρος των πολιτικών που εφαρμόζονται κινείται προς τη σωστή κατεύθυνση. Όμως αυτό δεν σημαίνει ότι όσοι έχουν φύγει θα επιστρέψουν με κλειστά μάτια. Διότι η λήξη του συναγερμού στην ελληνική οικονομία δεν οδηγεί αυτομάτως σε μια διαρθρωτικά καλύτερη οικονομία. Επιτρέπει όμως τη διαχείριση των προκλήσεων με καλύτερους όρους. Η κυβέρνηση κατάφερε να αλλάξει το κλίμα. Τώρα θα πρέπει να αλλάξει και τη χώρα.