Η τετραπλή δολοφονία μιας οικογένειας στην Ανδραβίδα που είχε συγκλονίσει το πανελλήνιο τον Μάρτιο του 2022 πρόκειται να αναβιώσει στις δικαστικές αίθουσες την ερχόμενη εβδομάδα.
Ο 61χρονος δράστης, ο οποίος εκτέλεσε τους δύο γονείς και έπνιξε τα δύο από τα τρία παιδιά της οικογένειας επειδή του χρωστούσαν τα ενοίκια του σπιτιού όπου διέμεναν, παραπέμπεται σε δίκη σύμφωνα με το βούλευμα του Συμβουλίου Πλημμειοδικών Πατρών.
Ο δράστης θα βρεθεί ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας με δόλο κατά συρροή, παράνομη οπλοφορία και οπλοχρησία κατ εξακολούθηση και παράνομη κατοχή όπλων και πυρομαχικών και θα δικαστεί για την αποτρόπαια εγκληματική του πράξη σε βάρος του 32χρονου Αρμάντο Κλότσι, της συζύγου του Μαρίας καθώς και των δύο ανήλικων παιδιών τους, ηλικίας 1,5 και 2,5 ετών.
Οι σοροί του 32χρονου και της 28χρονης είχαν εντοπιστεί πάνω σε τρέιλερ στην αποθήκη του σπιτιού. Το ηλικίας τριών ετών παιδί είχε βρεθεί πάνω σε κλινοσκεπάσματα στο δάπεδο της αποθήκης, δίπλα από το τρέιλερ, ενώ το άλλο παιδί, ηλικίας δύο ετών, είχε εντοπιστεί νεκρό μέσα στο σπίτι από τον 12χρονο αδελφό του.
Το έγκλημα έδειχνε να είναι προμελετημένο, με τον δράστη να είχε σκοπό να «εξαφανίσει» τα ίχνη της δολοφονημένης οικογένειας, γι’ αυτό και είχε ξεκινήσει να «φορτώνει» τις σορούς σε τρέιλερ για να τις μεταφέρει. Όπως είχε γίνει γνωστό, η οικογένεια του χρωστούσε κάποια ενοίκια κι ο 61χρονος ήθελε να τους εκδιώξει πριν λήξει το μισθωτήριο.
Τα ίχνη του 61χρονου, μετά το τετραπλό φονικό είχαν χαθεί μυστηριωδώς.
Η αστυνομία είχε στήσει επιχείρηση σύλληψης έξω από την κατοικία του στην Ανδραβίδα και ο δράστης είχε εντοπιστεί να κυκλοφορεί στην Περιμετρική Οδό των Πατρών στο ύψος του Παμπελοποννησιακού Σταδίου όπου είχε στηθεί μπλόκο, με τους αστυνομικούς να τον σταματούν και στη συνέχεια να τον συλλαμβάνουν χωρίς εκείνος να προβαίνει σε καμία αντίσταση.
Ο φίλος του 12χρονου αγοριού που ήταν μαζί την ώρα της φριχτής ανακάλυψης είχε πει στους αστυνομικούς:
«Είχαμε πάει βόλτα το απόγευμα και κάποια στιγμή πήγαμε μαζί σπίτι του για να πάρει κάτι που ήθελε. Χτύπησε την πόρτα, όμως δεν άνοιξε κανείς. Και μας λέει να περιμένουμε για να μπει από το παράθυρο. Ξαφνικά μου λέει “γρήγορα γρήγορα έλα μέσα κάτι έχει πάθει η μάνα μου”. Μπαίνω και εγώ από το παράθυρο, ψάχνουμε το σπίτι και βλέπουμε το μωρό μέσα στην κούνια και νομίζαμε ότι κοιμόταν. Μετά είδαμε αίματα στο δωμάτιο όπου κοιμούνταν οι γονείς. Όμως δεν αντικρίσαμε τα άλλα μέλη της οικογένειας μέσα στο σπίτι. Μετά βγήκα έξω και ο φίλος μου βγήκε κρατώντας τον αδερφό του, που είχε έντονα κόκκινα σημάδια στο λαιμό και αίμα στο στόμα του…».