Εκρηκτική προβλέπεται η άνοδος της ανεργίας στη χώρα μας το 2020, η οποία κατ’ άλλους θα πλησιάσει το 22% ή ακόμη και θα το ξεπεράσει. Το ύψος της ανεργίας ποικίλλει αναλόγως με τα σενάρια γύρω από την εξέλιξη του μεγέθους της ύφεσης που θα υποστεί η οικονομία εξαιτίας της υγειονομικής κρίσης.
Έτσι, μετά τον ΣΕΒ έρχεται το Ινστιτούτο Εργασίας της ΓΣΕΕ το οποίο σε μελέτη του «βλέπει» την ανεργία να αυξάνεται κατά δύο μονάδες – στο αισιόδοξο σενάριο – φθάνοντας στο 19,2% και κατά 4,5 μονάδες – στο απαισιόδοξο σενάριο – αγγίζοντας το 21,6%, έναντι 17,3% το 2019.
Σημειώνεται ότι προσφάτως ο ΣΕΒ εκτίμησε ότι «μετά 42 ημέρες πρωτοφανών περιορισμών, αναμένουμε την μεγαλύτερη αύξηση ανεργίας της δεκαετίας».
Αντιστοίχως η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ότι το ποσοστό ανεργίας στην χώρα μας θα ανέλθει στο 19,9% το 2020, ενώ το 2021 θα είναι χαμηλότερο του 2019 κατά μισή ποσοστιαία μονάδα (16,8%). Την πιο απαισιόδοξη πρόβλεψη κάνει το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο το οποίο εκτιμά ότι η ανεργία θα ανέλθει στο 22% το 2020 και θα μειωθεί σε 19% το 2021.
Σύμφωνα με την μελέτη του ΙΝΕ ΓΣΕΕ, «υπάρχει αβεβαιότητα κατά πόσο οι επιπτώσεις της υγειονομικής κρίσης στην αγορά εργασίας θα είναι παροδικές ή εάν θα προκαλέσουν μόνιμες επιπτώσεις κατακερματισμού και όξυνσης των ανισοτήτων σε βάρος των πιο ευάλωτων ομάδων».
Οι εκτιμήσεις του ΙΝΕ ΓΣΕΕ περιλαμβάνουν τρία σενάρια:
- Στο πρώτο σενάριο εκτιμάται οτι το ΑΕΠ της χώρας θα μειωθεί κατά 4% (πρόκειται για το ευνοϊκό σενάριο), και η ανεργία θα αυξηθεί κατά δύο ποσοστιαίες μονάδες, φτάνοντας στο 19,2%.
- Στο δεύτερο – ενδιάμεσο – σενάριο το ΑΕΠ μειώνεται κατά 7% και η ανεργία ανέρχεται στο 20,3%.
- Και το τρίτο – απαισιόδοξο – σενάριο προβλέπει ύφεση 10% και το ποσοστό της ανεργίας να φθάνει στο 21,6%.
Τέλος, το Ινστιτούτο εκτιμά ότι «η χρονική διάρκεια της ύφεσης και η προοπτική εγκλωβισμού της οικονομίας σε μια νέα φάση στασιμότητας θα καθορίσουν σε μεγάλο βαθμό τις επιπτώσεις που θα καταγραφούν στους εξής τομείς: πρώτον, στον όγκο της απασχόλησης και στην αύξηση της υποαπασχόλησης. Δεύτερον, στους μισθούς και στο σύστημα προστασίας των εργαζομένων από συλλογικές και κλαδικές συμβάσεις εργασίας. Και τρίτον, στις συνθήκες εργασίας των πιο ευάλωτων ομάδων εργαζομένων χαμηλής ειδίκευσης, εκείνων που εργάζονται με μη τυπικές μορφές απασχόλησης, των νέων και των γυναικών».