Νέα αναχώματα ύψους μισού μέτρου έως το 2050 και ενάμισι έως δυόμισι μέτρων έως το 2100, καθώς και άλλες παράκτιες προστατευτικές υποδομές, πρέπει να κατασκευάσουν οι ευρωπαϊκές χώρες -και η Ελλάδα- προκειμένου να αποφύγουν μελλοντικές καταστροφικές πλημμύρες.

Οι ετήσιες ζημιές από τις παράκτιες πλημμύρες μπορεί να αυξηθούν κατά 30 φορές έως το 2050 και κατά 700 φορές έως το 2100, αγγίζοντας ακόμη και το ένα τρισεκατομμύριο ευρώ το χρόνο, αν στο μεταξύ δεν «σηκωθούν» νέα εμπόδια στα νερά.

Αυτό είναι το -ανησυχητικό- συμπέρασμα μιας νέας μελέτης του Κοινού Κέντρου Ερευνών (Joint Research Centre-JRC) της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, με επικεφαλής έναν Έλληνα επιστήμονα.

Χωρίς αυξημένες και έγκαιρες επενδύσεις, ιδίως στις πιο ευάλωτες ακτές, οι ετήσιες ζημιές από παράκτιες πλημμύρες στην Ευρώπη εκτιμάται ότι θα αυξηθούν από 1,25 δισεκατομμύρια ευρώ σήμερα σε 93 δισ. έως 961 δισ. ευρώ έως το τέλος του 21ου αιώνα (ανάλογα με το πόσο αισιόδοξο ή απαισιόδοξο είναι το «σενάριο» για τις μελλοντικές εξελίξεις, ιδίως σε σχέση με την κλιματική αλλαγή).

Οι Έλληνες και Ιταλοί ερευνητές, με επικεφαλής τον Μιχάλη Βουσδούκα, ερευνητή του JRC και επίκουρο καθηγητή του Τμήματος Επιστημών της Θάλασσας του Πανεπιστημίου του Αιγαίου, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο διεθνούς κύρους περιοδικό για θέματα κλιματικής αλλαγής «Nature Climate Change», μελέτησαν στοιχεία για 24 ευρωπαϊκές χώρες, και την Ελλάδα.

Οι επιστήμονες εκτιμούν ότι ο αριθμός των Ευρωπαίων που κάθε χρόνο θα είναι εκτεθειμένοι σε καταστροφικές παράκτιες πλημμύρες, θα αυξηθεί από περίπου 102.000 σήμερα, σε 530.000 έως 740.000 το 2050 και σε 1,52 έως 3,64 εκατομμύρια το 2100.

Η ακτογραμμή της Ευρώπης ξεπερνά τα 100.000 χιλιόμετρα και σε πολλά σημεία είναι πυκνοκατοικημένη.

Περίπου ένας στους τρεις Ευρωπαίους ζει σε απόσταση έως 50 χιλιομέτρων από κάποια ακτή και η αναλογία αυτή συνεχώς αυξάνει, ενώ η στάθμη της Μεσογείου, του Ατλαντικού και των άλλων θαλασσών πέριξ της Ευρώπης τείνει να ανέβει όσο περνάνε τα χρόνια.

Παράλληλα, αυξάνεται η συχνότητα των ακραίων καιρικών φαινομένων που οδηγούν σε πλημμύρες είτε σε ακτές, είτε σε παραποτάμιες περιοχές.

Οι ερευνητές «δείχνουν» την κλιματική αλλαγή ως τον κύριο «ένοχο» για την αναμενόμενη αύξηση στους κινδύνους και στις ζημιές λόγω πλημμυρών. Η αυξανόμενη μετανάστευση, η εντεινόμενη κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη και η εγκατάσταση ολοένα περισσότερων ανθρώπων στις παράκτιες περιοχές της Ευρώπης θα κλιμακώσουν τις μελλοντικές υλικές και ανθρώπινες απώλειες.

Για την Ελλάδα, η μελέτη επισημαίνει εν προκειμένω ότι το πρόβλημα είναι συγκριτικά μικρότερο για κοινωνικοοικονομικούς λόγους, όμως και πάλι η χώρα μας εκτιμάται ότι θα πρέπει έως το 2050 να αυξήσει έως μισό μέτρο τα παράκτια αναχώματά της και κατά σχεδόν ένα μέτρο έως το 2100.

Σε χώρες όπως η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Πορτογαλία κ.α. τα νέα αναχώματα κατά των υδάτων θα πρέπει να ξεπεράσουν τα δύο μέτρα έως το τέλος του αιώνα.

Σε όλα τα «σενάρια», η Βρετανία -που είναι εκτεθειμένη στα κύματα του Βόρειου Ατλαντικού- είναι η χώρα που απειλείται με τις μεγαλύτερες παράκτιες καταστροφές, ενώ ακολουθούν η Γαλλία και η Νορβηγία.

Οι ετήσιες ζημιές από παράκτιες πλημμύρες εκτιμάται ότι θα κυμανθούν μεταξύ 0,06% και 0,09% του ΑΕΠ της Ευρώπης έως το 2050 και μεταξύ 0,29% και 0,86% έως το 2100, έναντι περίπου 0,01% σήμερα. Για μια μικρή χώρα, όπως η Κύπρος, οι μελλοντικές ζημιές θα φθάσουν από το 1,7% έως το 8,3% του ΑΕΠ της.

Χώρες υπό χρόνια σοβαρή απειλή, όπως η Ολλανδία, δαπανούν ήδη 1,2 έως 1,6 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως σε παράκτιες προστατευτικές επενδύσεις. Ένα πολύ μεγάλο ποσό, που όμως θα πρέπει να αυξηθεί ακόμη περισσότερο στο μέλλον, όπως προειδοποιούν οι ερευνητές.

Οι πλημμύρες των ποταμών στην Ευρώπη είναι σήμερα πολύ πιο καταστροφικές από ό,τι οι παράκτιες, ως ποσοστό του ΑΕΠ, καθώς φθάνουν κατά μέσο όρο τα 6 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως (0,04% του ΑΕΠ της ΕΕ).

Όμως, σύμφωνα με τη μελέτη, αυτό θα αλλάξει στο μέλλον και οι παράκτιες πλημμύρες θα πάρουν το «πάνω χέρι» σε μέγεθος ζημιών μετά το 2050, προκαλώντας έως και τετραπλάσιες ζημιές σε σχέση με τις παραποτάμιες πλημμύρες, εκτός και αν ληφθούν έγκαιρα αμυντικά μέτρα στις ακτές της Ευρώπης.

Ο Μ. Βουσδούκας σπούδασε στο Τμήμα Χημικών Μηχανικών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (2001), πήρε το διδακτορικό του στην παράκτια ωκεανογραφία από το Πανεπιστήμιο του Αιγαίου (2006) και από το 2013 είναι επιστήμονας του JRC.

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ


Πηγή