Εκατοντάδες εκατομμύρια ανθρώπους στον πλανήτη μαστίζει η ιογενής ηπατίτιδα, αποτελώντας ένα τεράστιο πρόβλημα δημόσιας υγείας, κυρίως γιατί οι περισσότεροι ασθενείς δεν έχουν κανένα σύμπτωμα, με αποτέλεσμα να διαπιστώνουν ότι είναι φορείς μόνο όταν είναι πολύ αργά, προειδοποιούν οι ειδικοί, με αφορμή την 28η Ιουλίου, η οποία έχει καθιερωθεί ως Παγκόσμια Ημέρα Ιογενούς Ηπατίτιδας.
Στόχος της συγκεκριμένης ημέρας είναι η ευαισθητοποίηση του κοινού γύρω από τις ιογενείς ηπατίτιδες, η ενημέρωση για τους τρόπους μετάδοσης, πρόληψης, έγκαιρης διάγνωσης και θεραπείας των ατόμων που έχουν προσβληθεί, αλλά και η εξάλειψη της αδικαιολόγητης ανησυχίας, του φόβου και των προκαταλήψεων που οδηγούν στη συναισθηματική και κοινωνική απομόνωση των ατόμων που έχουν μολυνθεί.
Σύμφωνα με το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ), η Ελλάδα ανήκει στις περιοχές με ενδιάμεση ενδημικότητα και υπολογίζεται ότι 300.000 άνθρωποι είναι φορείς της ηπατίτιδας Β και 200.000 άτομα έχουν μολυνθεί από τον ιό της ηπατίτιδας C. Σε όλο τον κόσμο περισσότερα από 2 δισεκατομμύρια άτομα έχουν μολυνθεί με τον ιό της ηπατίτιδας Β, από τα οποία περίπου 350 εκατομμύρια είναι χρόνιοι φορείς.
Η μετάδοση της ηπατίτιδας Β γίνεται από μολυσμένα με αίμα αντικείμενα (πχ σύριγγες, ξυραφάκια, βελόνες), από σεξουαλική επαφή ή από τη μητέρα στο παιδί. Όπως επισημαίνουν οι ειδικοί, ο εμβολιασμός είναι ο μόνος αποτελεσματικός τρόπος για την πρόληψη της νόσου και των επιπλοκών της, ενώ για τη χρόνια ηπατίτιδα Β, σήμερα υπάρχουν φάρμακα τα οποία δρουν ενισχύοντας την άμυνα του οργανισμού, μειώνοντας τον πολλαπλασιασμό του ιού και επιβραδύνοντας την ηπατική νόσο και σε σπάνιες περιπτώσεις μπορούν ακόμα και να εκριζώσουν τον ιό.
Σημαντικό πρόβλημα δημόσιας υγείας, αποτελεί και η ηπατίτιδα C, γιατί παρουσιάζει ευρεία γεωγραφική κατανομή. Από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας έχει υπολογιστεί ότι το 3% του πληθυσμού της Γης, δηλαδή 200 εκατομμύρια άτομα, είναι χρόνιοι φορείς της νόσου.
Ο ιός της ηπατίτιδας C, για τον οποίο δεν υπάρχει εμβόλιο, μεταδίδεται από μολυσμένα με αίμα αντικείμενα (πχ σύριγγες, ξυραφάκια, βελόνες) και σπάνια από σεξουαλική επαφή ή από τη μητέρα στο παιδί της. Οι ασθενείς με χρόνια λοίμωξη διατρέχουν κίνδυνο για ανάπτυξη κίρρωσης και ηπατοκυτταρικού καρκίνου. Η χρήση συνδυασμού αντι- ιικών φαρμάκων έχει συμβάλει σημαντικά στην αντιμετώπιση της ηπατίτιδας C, ενώ στο στάδιο των κλινικών δοκιμών βρίσκονται νέα φάρμακα που έχουν ανταπόκριση από 95% έως 98%.
Ο καλύτερος τρόπος να διαπιστωθεί αν κανείς έχει προσβληθεί από ηπατίτιδα Β ή C είναι να κάνει ειδικές εξετάσεις αίματος είτε ιδιωτικά, είτε σε νοσοκομείο, καθώς όπως εξηγούν οι ειδικοί, η απλή «γενική αίματος» δεν είναι αρκετή για να μάθουμε αν έχουμε προσβληθεί από ηπατίτιδα.