Μέσα στον Φεβρουάριο ξεκινά η διαδικασία για αύξηση του κατώτατου μισθού. Να σημειώσω εδώ ότι η προηγούμενη κυβέρνηση αύξησε, το 2019, τον κατώτατο μισθό κατά 10,92% στα 650 ευρώ χωρίς να αιτιολογήσει με οικονομικά επιχειρήματα τη συγκεκριμένη απόφαση. Το κυβερνητικό πρόγραμμα του κ. Μητσοτάκη αναφέρει ότι ο κατώτατος μισθός θα αυξάνεται με ρυθμό διπλάσιο από την αύξηση του ΑΕΠ.

Η κυβέρνηση εκτιμά ανάπτυξη 2,8% το 2020 σε αντίθεση με το πολύ χαμηλότερο 2,3% της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και το ακόμη χαμηλότερο 2,22% που «βλέπει» για την Ελλάδα το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι ο κατώτατος μισθός μπορεί να φτάσει, το 2020, τα 686,4 ευρώ στην καλύτερη περίπτωση (βάσει δηλαδή της κυβερνητικής εκτίμησης για ανάπτυξη 2,8%) ή τα 679 ευρώ (βάσει της εκτίμησης του ΔΝΤ για ανάπτυξη 2,22%).

Βέβαια, και λογικό κρίνεται, οι οικονομικές προβλέψεις μπορεί να αποκλίνουν από την πραγματικότητα, ειδικά στον βαθμό που η πανδημία κορωνοϊού επηρεάσει αρνητικά την παγκόσμια, και κατά συνέπεια, την ελληνική ανάπτυξη. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η κυβέρνηση θα μπορούσε να ακολουθήσει έναν αναπροσαρμοσμένο «κανόνα» αύξησης του κατώτατου μισθού, σύμφωνα με τον οποίο η απόκλιση μεταξύ της αρχικής οικονομικής πρόβλεψης και της τελικής ανάπτυξης για κάθε έτος να λαμβάνεται υπ’ όψιν στον καθορισμό του μελλοντικού κατώτατου μισθού. Εάν, για παράδειγμα, το 2020 κλείσει με ανάπτυξη 2,3%, τότε έχουμε μια απόκλιση από τις κυβερνητικές εκτιμήσεις της τάξεως του 0,5% (ήτοι 2,8% μείον 2,3%). Με δεδομένο, λοιπόν, ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εκτιμά ανάπτυξη 2% για το 2021, ο κατώτατος μισθός του 2021 θα μπορούσε να αυξηθεί κατά ρυθμό διπλάσιο του 1,5% (ήτοι 2% για το 2021 μείον την απόκλιση 0,5% του 2020).

Η αναπροσαρμογή του κατώτατου μισθού έτσι ώστε να μην επηρεάζεται από την αστοχία των οικονομικών προβλέψεων θα ενισχύσει την αξιοπιστία του οικονομικού προγράμματος της κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση, το μείζον ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσον η αύξηση του κατώτατου μισθού θα αποτελέσει τροχοπέδη στην περαιτέρω μείωση της ανεργίας από το 16,6% σήμερα.

Προκειμένου να αποτιμήσω την επίδραση του κατώτατου μισθού στη μεταβολή του ποσοστού ανεργίας της χώρας μας, υποθέτω ότι η συγκεκριμένη μεταβολή επηρεάζεται: (α) Από τη μεταβολή στο 10ετές spread δανεισμού μεταξύ των ελληνικών και γερμανικών ομολόγων ως εύλογο μέτρο πολιτικής/επενδυτικής αβεβαιότητας (με αυξητική επίδραση), (β) τη μεταβολή των επενδύσεων ως ποσοστού του ΑΕΠ (με αρνητική επίδραση) και (γ) την απόκλιση του κατώτατου μισθού από τις πραγματικές «αντοχές» της οικονομίας, ήτοι μισθοί, ανταγωνιστικότητα και ανεργία (με αυξητική επίδραση). Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις μου, μεγαλύτερη βαρύτητα ως προς τις εξελίξεις στο μέτωπο της ανεργίας διαθέτει το «ιστορικό» (ήτοι το προϋπάρχον επίπεδο) της ανεργίας. Ακολουθεί, από άποψη βαρύτητας, η πολιτική/επενδυτική αβεβαιότητα. Μάλιστα, η πολιτική/επενδυτική αβεβαιότητα διαθέτει βαρύτητα περίπου 1,5 φορά παραπάνω από τον κατώτατο μισθό και 3,2 φορές μεγαλύτερη βαρύτητα από τις επενδύσεις ως προς την εξέλιξη της ανεργίας στην Ελλάδα.

Αυτά σημαίνουν ότι η αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία, όπως εξήγησα παραπάνω, θα πρέπει να αναπροσαρμόζεται έτσι ώστε να λαμβάνει υπ’ όψιν την απόκλιση μεταξύ τελικού ρυθμού οικονομικής ανάπτυξης και αρχικής οικονομικής πρόβλεψης, δεν αποτελεί μεγάλη απειλή για την αποκλιμάκωση της ανεργίας στη χώρα μας.

* Ο κ. Κώστας Μήλας είναι καθηγητής στο τμήμα Χρηματοοικονομικών και Λογιστικής, University of Liverpool.

kathimerini.gr