«Αόρατοι Ασκητές»: Πολλά έχουν γραφτεί για αυτούς, ενώ διάφορες είναι και οι ονομασίες που τους έχουν αποδοθει. Κάποιοι τους ονομάζουν «αόρατους Ερημίτες,» άλλοι «γυμνούς ασκητές», άλλοι «μυστικούς γέροντες» και άλλοι πάλι «αφανείς αναχωρητές».
Οι «Αόρατοι Ασκητές» είναι μια ομάδα ασκητών, εφτά για κάποιους, κατ’ άλλους δώδεκα και κατ’ άλλους δέκα, οι οποίοι διατρίβουν στις ερημικότερες περιοχές της αθωνικής ερήμου και είναι αόρατοι από τα μάτια των ανθρώπων.
Εμφανίζονται μόνο σ’ όποιον αυτοί θέλουν, ως επί το πλείστον σε απλό και απονήρευτο μοναχό ή και σε ευσεβή και ευλαβή προσκυνητή που έχει καθαρό και χριστιανικό βίο.
Η συγκλονιστική μαρτυρία για τους αόρατες ασκητές είναι από το βιβλίο του μακαριστού Μοναχού, π. Ανδρέα Θεοφιλόπουλου, «Γεροντικόν του Αγίου Όρους», τόμος Α’, 1979 όπως αναδημοισιεύται στο βιβλίο «Οι αόρατοι ερημίτες του Άθωνα, Το μυστήριον της αθωνικής ερήμου”, που έγραψε ο Μοναχός Βλάσιος Αγιορείτης (εκδόσεις Τέρτιος).
Περί το έτος 1978 ένας ορθόδοξος Χριστιανός εκ Λιβάνου, πρόσφυγας στην Κανά της Γαλιλαίας ένεκα του εμφυλίου τότε πολέμου μεταξύ μουσουλμάνων και χριστιανών του Λιβάνου, ήρθε ως προσκυνητής στο Άγιον Όρος.
Στο προσκύνημά του στο Όρος περιελήφθη και η Σκήτη της Αγίας Άννης. Δικαίος τότε στην Σκήτη ήταν ο Γέρων Κύριλλος από την Καλύβη των «Αναναίων» του Τιμίου Σταυρού. Αφού φιλοξενήθηκε ο ξένος αυτός στο Κυριακό της Σκήτης, το πρωί ρώτησε τον Δικαίον για να μάθη το μονοπάτι που ανεβάζει προς τον Άθωνα. Αφού του υπέδειξεν ο πατήρ Κύριλλος τον δρόμο προς τον Άθωνα, ο Λιβανέζος ξεκίνησε -αφού τον ευχαρίστησε πρώτα- με πολλή χαρά, διότι ο καιρός ήταν καλός, ήταν 20 Σεπτεμβρίου.
Το βράδυ γύρισε κατάκοπος από την κούραση και το ταξίδι του στον Άθωνα, οπότε απεσύρθη στο δωμάτιό του για ξεκούραση και ύπνο.
Το πρωί της άλλης μέρας, πριν αναχωρήση από την Σκήτη, σκέφτηκε να ρωτήση για κάποιους Μοναχούς που συνάντησε στον Άθωνα και του κίνησαν την περιέργεια.
Όταν κατέβαινε από τον Άθωνα -λέγει στον Γέροντα Κύριλλο με τα σπασμένα ελληνικά ο Λιβανέζος- συνάντησε ένα κελλί στα δεξιά της καταβάσεως προς την «Παναγία», εκεί που είναι ο μεγάλος κατήφορος που λέγεται η τοποθεσία «Βαβύλας», και δύο μοναχούς να παίρνουν νερό από τον κήπο.
Τον καλοσώρισαν και αφού τον οδήγησαν στο κελλί του πρόσφεραν φρέσκα σύκα και έφαγε. Εκεί στο κελλί παρατήρησε ότι υπήρχαν 10 περίπου Μοναχοί οι οποίοι ήσαν ακουμπισμένοι στα μπαστούνιά τους και με το κομποσχοίνι στο χέρι εφαίνοντο ότι εκείνη την ώρα ήσαν προσευχόμενοι.
Αφού τους ρώτησε ο Λιβανέζος πόσο καιρό έχουν εκεί, του είπαν ότι είχαν πολλά χρόνια και τίποτα άλλο δεν κάμνουν παρά μόνο προσεύχονται για όλον τον κόσμο. Και εφαίνοντο να είναι περίπου όλοι της ίδιας ηλικία και δεν ήσαν και πολύ μεγάλης ηλικίας. Και ρωτούσε τον Δικαίον να μάθει λεπτομέρειες.
Ο Δικαίος, αφού σκέφτηκε λίγο απορώντας διά την παράξενη αφήγηση του επισκέπτη του, του είπεν ότι στην περιοχή εκεί την οποίαν περιέγραψε που λέγεται «Βαβύλας» δεν υπάρχει κανένα κελλί ούτε και Μοναχοί, αλλά ο τόπος είναι έρημος.
Και ακολούθως τον ξεπροβόδισε λέγοντάς του:
– Να χαίρεσαι αδελφέ, διότι φάνηκες τυχερός. Φαίνεται ότι η καρδιά σου είναι πιστή, απλή και καθαρή. Διότι αγίους ανθρώπους είδες, οι οποίοι εμφανίζονται σ’ όποιον θέλουν, ο οποίος είναι άξιος. Διότι εμφανίσθηκαν και σ’ άλλους καλούς Μοναχούς και λαϊκούς τέτοιοι άγιοι άνδρες παλαιότερα στην έρημο του Άθωνα.
Και αφού χαιρετίσθησαν, ανεχώρησε ο Λιβανέζος από την Σκήτη πνευματικά χαρούμενος, ο δε πατήρ Κύριλλος έμεινε εκστατικός, διαλογιζόμενος διά τους παράξενους εκείνους αγίους Μοναχούς που του έδειξε ο Θεός του πιστού και απλού αυτού προσκυνητού.
Από το βιβλίο του μακαριστού Μοναχού, π. Ανδρέα Θεοφιλόπουλου, «Γεροντικόν του Αγίου Όρους», τόμος Α’, 1979 όπως αναδημοισιεύται στο βιβλίο «Οι αόρατοι ερημίτες του Άθωνα, Το μυστήριον της αθωνικής ερήμου”, που έγραψε ο Μοναχός Βλάσιος Αγιορείτης (εκδόσεις Τέρτιος).