Οι οικονομικές ανακατατάξεις που έρχονται ως αποτέλεσμα της υγειονομικής διαχείρισης του κορωνοϊού, σε συνδυασμό με τη σχεδιαζόμενη οικονομική ενίσχυση από την Ε.Ε. ύψους 32 δισ. ευρώ, δίνουν μια μοναδική ευκαιρία στη χώρα να ξαναγίνει ανταγωνιστική.

Η ελληνική οικονομία υποφέρει από χρόνιες παθήσεις που εμποδίζουν την ανταγωνιστικότητα. Οι επιχειρήσεις είναι μικρές. Οι εξαγωγές πλην του τουρισμού και των προϊόντων πετρελαίου χαμηλές. Η καινοτομία σε προϊόντα και υπηρεσίες ασθενής. Οι φυσικές και ηλεκτρονικές υποδομές ατελείς και μέτριες. Και, τέλος, η χρηματοδότηση των επιχειρήσεων και η αποταμίευση των νοικοκυριών αρνητικές. Η επί δεκαετία επιμονή αυτών των παραγόντων έχει οδηγήσει σε μια διαστρωμάτωση των επιχειρήσεων που η ίδια αποτελεί εμπόδιο στην επιτάχυνση της ανάπτυξης. Περίπου 16% είναι Ζombies, 8% διεθνώς ανταγωνιστικές (Stars) και η κύρια μάζα 75% βρίσκεται στην γκρίζα ζώνη (Grey) η οποία αντανακλάται στην κατάσταση της οικονομίας. Αυτό έχει δημιουργήσει ένα φαινόμενο αυτοπαγίδευσης, γιατί οι εν δυνάμει αποδόσεις απασχολούμενου κεφαλαίου γκρίζων εταιρειών είναι χαμηλές, περίπου στο ύψος του κόστους δανειακού κεφαλαίου, συμπιέζοντας ισχυρά τις επενδύσεις.

Η συγκυρία φέρνει στην επιφάνεια με αυξημένη ένταση τις δομικές ατέλειες και παραμορφώσεις της οικονομίας και πρακτικά δίνει κατεύθυνση σε μια νέα στρατηγική. Η εξαρχής διαθεσιμότητα εξωτερικών πόρων συνολικού ύψους 16% του ΑΕΠ για μία επταετία παρέχει ουσιαστικές δυνατότητες παρέμβασης για την άρση τουλάχιστον μερικών δομικών προβλημάτων. Η «προσωρινή» στρατηγική εντολή του Ταμείου Ανάκαμψης διαμορφώνει το πεδίο άσκησης οικονομικής πολιτικής: κλίμα και ενέργεια (560 δισ.), ενίσχυση αλυσίδων αξίας (15 δισ.), παροχή ιδίων κεφαλαίων σε βιώσιμες επιχειρήσεις (31 δισ.) και ενίσχυση του τομέα της υγείας.

Η ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων είναι βασική προϋπόθεση και εξαρτάται από δύο παράγοντες: την ικανότητά τους να αναπτύσσονται γρήγορα και συστηματικά και τη δυνατότητα να μετατρέπουν την ανάπτυξή τους σε αξία για τους μετόχους. Σε αυτή τη βάση, η διάταξη των δράσεων στην Ελλάδα στο μετά COVID-19 περιβάλλον θα μπορούσε να έχει τέσσερις άξονες. Πρώτον, επιτάχυνση του ΕΣΕΚ με επενδύσεις στην ενέργεια, στο περιβάλλον αλλά και σε υποδομές γενικότερα. Οι επενδύσεις αυτής της κατηγορίας έχουν μεγάλο (μεταξύ 1,2 και 1,8) οικονομικό πολλαπλασιαστή, εθνική γεωγραφική κατανομή και επενδυτική ελκυστικότητα. Επιταχύνοντας την ωρίμανση των έργων και περιορίζοντας δραστικά τις δυνατότητες αμφισβήτησης των διαδικασιών ανάθεσης από τους ενδιαφερομένους, θα τα καταστήσουν την ηλεκτρομηχανή της πρώτης φάσης της ανάταξης.

Δεύτερον, ταχεία εξαφάνιση των Zombies ώστε να απελευθερωθεί ζήτηση και κεφάλαιο κίνησης προς τις υπόλοιπες επιχειρήσεις. Τα Zombies καλύπτουν περίπου 10% των εσόδων του συνόλου των επιχειρήσεων και απασχολούν περίπου 2 δισ. ευρώ κεφαλαίου κίνησης. Η μετατόπιση εσόδων στις υπόλοιπες επιχειρήσεις θα τις επιταχύνει πέραν των τρεχουσών οικονομικών συνθηκών και θα σταματήσει την αιμορραγία μετρητών, τα οποία θα μπορούν να αξιοποιήσουν με παραγωγικό πλέον τρόπο.

Τρίτον, χρηματοδότηση γκρίζων εταιρειών που είναι βιώσιμες και έχουν εγγενείς προοπτικές ανάπτυξης, γεγονός που απαιτεί ίδια κεφάλαια. Οι γκρίζες εταιρείες υποφέρουν από τρεις αδυναμίες. Δεν μπορούν να αναπτυχθούν ή δεν έχουν συστηματική κερδοφορία ή δεν έχουν ισχυρό ισολογισμό. Η θεραπεία τους απαιτεί σχεδόν πάντοτε φυσική αναδιοργάνωση, που έχει κόστος, και «φρέσκα» κεφάλαια. Η παροχή ιδίων κεφαλαίων σε εταιρείες πριν από τη φάση αναδιοργάνωσης θα μετατρέψει αρκετές από αυτές σε διεθνώς ανταγωνιστικές, ενισχύοντας ουσιωδώς τις αλυσίδες αξίας στις όποιες ανήκουν και διασφαλίζοντας υψηλότερη κερδοφορία.

Τέταρτον, φορολογικά κίνητρα και επιδοτήσεις για αύξηση μεγέθους με εξαγορές, συγχωνεύσεις και συμπράξεις. Η αύξηση του μεγέθους μιας επιχείρησης αποτελεί ικανή συνθήκη για συστηματική καινοτομία στην ανάπτυξη προϊόντων και υπηρεσιών και για τη διεύρυνση της διείσδυσης σε υπάρχουσες και νέες αγορές μέσα από στοχευμένο μάρκετινγκ. Και οι δύο δραστηριότητες απαιτούν ακριβούς πόρους και προς το παρόν δεν αντιμετωπίζονται ως επενδύσεις. Η φορολογική αξιοποίησή τους και η κατευθείαν χρηματοδότησή τους μέσα από μεγαλύτερα επιχειρηματικά σχήματα θα προσδώσει στις επιχειρήσεις τη δυνατότητα αυτοπροώθησης στις διεθνείς αγορές και θα ενισχύσει την απόδοση κεφαλαίων. Ετσι θα τις καταστήσει και επενδυτικά ελκυστικές, για να συνεχίσουν να αντλούν από τις αγορές τα κεφάλαια που χρειάζονται.

Είναι η στιγμή να μετατοπισθεί το κέντρο βάρους της οικονομικής πολιτικής από μεμονωμένα προγράμματα στη συστηματική και αλληλοτροφοδοτούμενη ενίσχυση δυνατοτήτων σε όλους τους κλάδους. Το αρχικό επενδυτικό κύμα στις υποδομές θα δώσει ώθηση στην οικονομία και η σταδιακή ωρίμανση των άλλων μέτρων και κινήτρων θα πακτώσει την ορμή αυτή χωρίς αναφορές σε εξωτερικούς παράγοντες, αλλά μόνον στις νέες δυνατότητες των ελληνικών επιχειρήσεων.

* Ο κ. Κώστας Σ. Μητρόπουλος είναι πρόεδρος διοικητικού συμβουλίου της Attica Bank.

kathimerini.gr