Τι ορίζεται ως προβληματική επιχείρηση σύμφωνα με τον υπ’ αριθμόν 651/2014 κανονισμό της Ευρωπαϊκής Ενωσης που εφαρμόζεται απαρεγκλίτως σε περιπτώσεις κρατικής ενίσχυσης επιχειρήσεων; Η επιχείρηση που δεν είναι ικανή να ανακόψει τη ζημιογόνο πορεία της με δικούς της οικονομικούς πόρους ή με πόρους που εξασφαλίζει από τους ιδιοκτήτες/μετόχους και τους πιστωτές της.

Με απλά λόγια, για να διαπιστώσουμε αν μια επιχείρηση εμπίπτει στον ορισμό της προβληματικής, εξετάζουμε, πρώτον, τα αποθεματικά της, δεύτερον, το αν έχει μπει σε διαδικασία πτώχευσης και, τρίτον, στην περίπτωση που αναφερόμαστε σε μεγάλη επιχείρηση, ελέγχουμε και τους οικονομικούς δείκτες.

Μέχρι σήμερα, και με βάση τους ισχύοντες κανόνες της Ε.Ε., υπήρχε η δυνατότητα όλα αυτά να συλλέγονται χρησιμοποιώντας είτε τα στοιχεία της τελευταίας κλεισμένης οικονομικής χρήσης είτε, αφότου η εκάστοτε επιχείρηση είχε προβεί σε διορθωτικές κινήσεις, τα επικαιροποιημένα στοιχεία όπως αυτά ίσχυαν πριν υποβληθεί η αίτηση για χρηματοδότηση. Επομένως, μια επιχείρηση είχε την ευχέρεια να διορθώσει την εικόνα της και να μην είναι προβληματική πριν από την υποβολή της αίτησης για χρηματοδότηση, προκειμένου με αυτόν τον τρόπο να είναι σε θέση να τη δικαιούται.

Και ερχόμαστε στο σήμερα με την πανδημική κρίση της COVID-19 να βρίσκει την έννοια της προβληματικότητας μέσα σε ένα διαφορετικό καθεστώς. Η Ε.Ε., για τον χειρισμό των χρηματοδοτήσεων στην αντιμετώπιση της πανδημίας, από πλευράς κρατικών ενισχύσεων υιοθέτησε ένα θεσμικό προσωρινό πλαίσιο, στην πρώτη έκδοση του οποίου οι επιχειρήσεις που μπορούσαν να ενταχθούν στα χρηματοδοτικά εργαλεία ενίσχυσης της ρευστότητας θα έπρεπε να μην ήταν προβληματικές ή στις 31.12.2019 ή πριν να υποβάλουν την αίτηση για χρηματοδότηση. Με την 1η τροποποίηση που ακολούθησε την αρχική έκδοση και χωρίς προηγούμενη διαβούλευση με τα κράτη-μέλη, η εν λόγω διάταξη τροποποιήθηκε και παρέμεινε μόνο το πρώτο σκέλος. Και εδώ ξεκινάει το πρόβλημα.

Εστω μια εταιρεία, η οποία την τελευταία πενταετία είχε κάποιες ζημιογόνες χρήσεις, που μπορεί ακόμα και να προέκυψαν από διαγραφή παλαιών προβλέψεων, με αποτέλεσμα η αντίστοιχη μείωση των ιδίων κεφαλαίων να την κατατάξει ως προβληματική σύμφωνα με τον ορισμό της Ε.Ε. Κατά τα άλλα, η εταιρεία αυτή τώρα εξυπηρετεί όλες τις υποχρεώσεις της και έχει και κέρδη, τα οποία όμως δεν φτάνουν να αναπληρώσουν σε διάστημα ενός ή δύο ετών τα ίδια κεφάλαια που απαιτεί ο κανονισμός. Αποτέλεσμα αυτού ήταν, για τη χώρα μας, λόγω της δομής και της φύσης των ελληνικών επιχειρήσεων –και δεν αναφέρομαι τόσο στις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά στις μικρές και μεσαίες που είναι ως επί το πλείστον οικογενειακές/προσωπικές–, πάρα πολλές ουσιαστικά να αποκλειστούν από τα εργαλεία που άμεσα ενεργοποιήσαμε, όπως το Ταμείο Εγγυοδοσίας και η επιδότηση των τόκων υφιστάμενων επιχειρηματικών δανείων.

Για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα, μαζί και με άλλα κράτη-μέλη, θέσαμε αρχικώς στην Επιτροπή το ερώτημα αν μπορούμε να εφαρμόσουμε την πρώτη έκδοση του προσωρινού πλαισίου. Η απάντηση εκ μέρους της Επιτροπής ήταν, αντί να επιστρέψει στην αρχική διατύπωση, να προβεί σε μια αντιπρόταση –τα αποτελέσματα της οποίας αναμένονται εντός του επόμενου δεκαημέρου–, σύμφωνα με την οποία, για τις μικρές και τις πολύ μικρές επιχειρήσεις, δηλαδή έως 50 εργαζομένους, να απαλλάσσει το κράτος-μέλος από την υποχρέωση να εξετάσει το κριτήριο των αποθεματικών. Αυτό σημαίνει ότι, μόνο για τις δράσεις της COVID-19 και για περιορισμένη χρονική διάρκεια, το εφαρμοζόμενο θεσμικό πλαίσιο θα δίνει τη δυνατότητα –εφόσον γίνει αποδεκτή η πρόταση της Ε.Ε.– για τις επιχειρήσεις που απασχολούν από 50 εργαζομένους και κάτω να κρίνονται προβληματικές μόνον εφόσον έχουν υποβάλει αίτηση για πτώχευση ή είναι σε προπτωχευτική διαδικασία.

Από την πλευρά μας, επανήλθαμε με νέα πρόταση διεύρυνσης της εξισορρόπησης αυτής της στρέβλωσης, η οποία βασίζεται αποκλειστικά, όπως προανέφερα, στα δομικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και στα ουσιώδη ζητήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζει η αγορά στην παρούσα συγκυρία. Η πρόταση που καταθέσαμε, και πάλι μαζί με άλλα κράτη-μέλη, ήταν να επεκταθεί η πρόνοια της μη εξέτασης των αποθεματικών στις 31.12.2019 και για τις μεσαίες επιχειρήσεις που απασχολούν μέχρι 250 εργαζομένους.

Βάσει όλων αυτών των δεδομένων, λοιπόν, είναι εύκολα κατανοητό από τον καθένα πως, πέραν του προφανούς ότι δεν αναφερόμαστε σε στήριξη «νεκροζώντανων» εταιρειών, κινούμαστε αποκλειστικά προς την κατεύθυνση παροχής της απαιτούμενης «ανάσας» ρευστότητας και σε επιχειρήσεις που δικαιωματικά τη δικαιούνται, καθώς πέρασαν επιτυχώς τον σκόπελο της προηγούμενης κρίσης, κάνοντας με αυτόν τον τρόπο ακόμη ένα ουσιαστικό βήμα για την έμπρακτη στήριξη του συνόλου των μικρομεσαίων επιχειρήσεων της χώρας, που συνιστούν τη ραχοκοκαλιά της οικονομίας μας.

* Ο κ. Γιάννης Τσακίρης είναι υφυπουργός Ανάπτυξης και Επενδύσεων.

kathimerini.gr