Για το θέμα της μείωσης της ασφαλιστικών εισφορών μίλησε μεταξύ άλλων η υπουργός Εργασίας και Κοινωνικής Ασφάλισης, Δόμνα Μιχαηλίδου στην τηλεοπτική εκπομπή του ΑΝΤ1 «Στούντιο με θέα».
«Το θέμα των ασφαλιστικών εισφορών μας απασχολεί πολύ. Μας απασχολεί πολύ αυτό το θέμα γιατί βλέπουμε και μας το λένε και εργοδότες και εργαζόμενοι ότι μπορεί να θέλουν να δώσουν μια αύξηση. Έχουμε ήδη μειώσει τις ασφαλιστικές εισφορές κατά 5 μονάδες κι έχουμε δεσμευτεί ότι θα τις μειώσουμε άλλη 1 μονάδα μέχρι το τέλος της θητείας μας. Μια μονάδα ισοδυναμεί με 400 εκατομμύρια ευρώ στον προϋπολογισμό. Είναι πολλά τα χρήματα. Από τη μια είναι ακριβότερο το μη μισθολογικό κόστος και από την άλλη είχαμε τόσα χρόνια τις συντάξεις που δεν έβγαιναν » είπε.
Και συνέχισε λέγοντας πως « για τη 1 μονάδα θα το κάνουμε. Μέχρι το τέλος της θητείας θα βγει η 1 μονάδα .Αυτό που μπορώ να σας πω ότι κοιτάμε ακόμα είναι το πλαφόν στις ασφαλιστικές εισφορές . Και κοιτάμε μήπως και καταφέρουμε και κάνουμε κάτι στο πλαφόν έτσι ώστε να γυρίσουν κάποιοι Έλληνες πιο υψηλά μισθωτοί από έξω και να μπορέσουμε να μην φεύγει το ταλέντο από τη χώρα. Αλλά είναι μια δύσκολη οικονομικά άσκηση την οποία την κοιτούμε και το υπουργείο Οικονομικών είναι από επάνω μας » συμπλήρωσε.
Για τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις
Και μίλησε και για το θέμα των κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας. « Συνεχώς γίνεται κάτι με τις κλαδικές συλλογικές συμβάσεις. Ξανασυνεδριάζει το συμβούλιο συλλογικών κλαδικών συμβάσεων έτσι ώστε να εντάξουμε δύο ακόμα κατηγορίες. Η μια εξ αυτών είναι των ασφαλιστικών εταιρειών. Είναι πολύ σημαντικές για εμάς »είπε.
Και αναφέρθηκε στο θέμα της νέας αύξησης του κατώτατου μισθού. «Καταλαβαίνουμε ότι η αύξηση των 50 ευρώ δεν επαρκεί για να καλύψει τις ανάγκες μιας οικογένειας, πόσο
μάλλον εκείνες των ευάλωτων νοικοκυριών. Δεν μπορούμε να πούμε ότι είμαστε ευχαριστημένοι και ότι δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα. Πρέπει όμως να κοιτάξουμε πού βρισκόμαστε. Και βρισκόμαστε σε μία κατάσταση όπου η αύξηση στο κατά κεφαλήν εισόδημά μας είναι διπλάσια από την αύξηση σε ολόκληρη την Ευρώπη. Επιπλέον, από το 2019 μέχρι σήμερα η αύξηση του πληθωρισμού σε σχέση με την αύξηση τόσο του κατώτατου, όσο και του μέσου μισθού, είναι αρκετά χαμηλότερη. Δηλαδή η αύξηση των τιμών δεν έχει «φάει» την αύξηση των μισθών. Σε ό,τι αφορά την αύξηση του κατώτατου μισθού οι εργοδότες ήθελαν πολύ χαμηλότερη από αυτή που δώσαμε. Οι εργοδότες ήθελαν αύξηση από 3% μέχρι 4%. Εμείς προχωρήσαμε σε αύξηση 6,4% του κατώτατου μισθού λαμβάνοντας υπόψιν πόσο μπορεί να αντέξει και η εργοδοσία, αλλά και η οικονομία. Τηρήσαμε δηλαδή μια ισορροπία έτσι ώστε από τη μία να ενισχύσουμε το νοικοκυριό κι από την άλλη το νοικοκυριό να μείνει στη θέση εργασίας του, και όλα αυτά χωρίς να δημιουργηθούν πληθωριστικές πιέσεις και πληθωριστικές προσδοκίες.
Από την αύξηση επηρεάζονται άμεσα 560.000 συμπολίτες μας οι οποίοι εργάζονται με τον κατώτατο μισθό, όλοι όσοι λαμβάνουν επιδόματα από τη ΔΥΠΑ, όσοι εργάζονται σε προγράμματα ενεργητικής απασχόλησης, όσοι λαμβάνουν τα επιδόματα μητρότητας καθώς και όσοι δικαιούνται τις τριετίες που ξεπάγωσαν στην αρχή του έτους. Το εξίσου σημαντικό είναι ότι σήμερα, σε σχέση με το 2019 το ποσοστό των συμπολιτών μας που εργάζεται με τον κατώτατο μισθό έχει μειωθεί στο 22% από 27% που ήταν το 2019. Με τη νέα αύξηση του κατώτατου μισθού, η χώρα μας ανέβηκε στην 11 η θέση ανάμεσα στις 22 χώρες της Ε.Ε. που διαθέτουν κατώτατο μισθό, πάνω από την Πορτογαλία και τη Μάλτα. » επεσήμανε
enikonomia.gr