Με αβεβαιότητα ντύνει τις προοπτικές του ασφαλιστικού συστήματος το υπουργείο Εργασίας, καθώς, η διασφάλιση της βιωσιμότητάς του, εναποτίθεται στην ανάπτυξη της οικονομίας.

Αν υπάρξει ταχεία ανάπτυξη, το ασφαλιστικό δεν θα έχει πρόβλημα, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού και της περαιτέρω επιδείνωσης της αναλογίας εργαζομένων/συνταξιούχων.

Η αβεβαιότητα προκύπτει επειδή η ανάπτυξη, και μάλιστα η ισχυρή, δεν είναι βέβαιη για καμία οικονομία του κόσμου και η οικονομική ιστορία, ειδικά η πρόσφατη, είναι γεμάτη αστοχίες.

Στην περίπτωση που προκύψει κάποιο «ατύχημα» στην πορεία και δεν αναπτυχθεί η οικονομία, σύμφωνα με τις προβλέψεις, τότε θα υπάρξει τεράστιο πρόβλημα το οποίο αρνείται να δει και να απαντήσει η κυβέρνηση.

Λόγω της οικονομικής κρίσης που έφερε η πανδημία, ο ΕΦΚΑ επιστρέφει στα ελλείμματα από φέτος και στηρίζεται από «ενέσεις» του κρατικού προϋπολογισμού.

Για τις πιθανές κρίσεις και προβλημάτων χρηματοδότησης των συντάξεων, ιδρύθηκε το 2008 το Ασφαλιστικό Κεφάλαιο Αλληλεγγύης Γενεών (ΑΚΑΓΕ).

Σκοπός του ΑΚΑΓΕ, που συστάθηκε με το ν. 3655/2008, είναι η δημιουργία αποθεματικών, για την χρηματοδότηση των κλάδων σύνταξης των Φορέων Κοινωνικής Ασφάλισης (ΦΚΑ), από 1.1.2019 και μετά, για τη διασφάλιση των συντάξεων των νέων γενεών. Δηλαδή σκοπός είναι η κάλυψη πιθανών «ανοιγμάτων» του ασφαλιστικού, για την πληρωμή κύριων συντάξεων.

Όμως η κυβέρνηση «βάζει χέρι» στα κεφάλαια του ΑΚΑΓΕ, για την κάλυψη τρεχουσών δαπανών. Οι δαπάνες αυτές προκύπτουν από τη χρηματοδότηση του Επικουρικού, από πόρους του ΑΚΑΓΕ.

Δηλαδή για την πληρωμή των αυξημένων επικουρικών συντάξεων, «σπάει τον κουμπαρά» του ασφαλιστικού, που γεμίζει προκειμένου να καλυφθούν μακροχρόνια προβλήματα του ασφαλιστικού λόγω της δημογραφικής γήρανσης.

Έτσι, αν ο ΕΦΚΑ επιστρέψει σε μόνιμα ελλείμματα, θα προκύψει ζήτημα νέου ασφαλιστικού, με παρεμβάσεις σε συντάξεις και όρια ηλικίας, ενώ δεν θα υπάρχουν αποθεματικά, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την κάλυψη του επιπλέον κόστους, αφού η αναλογία εργαζομένων και συνταξιούχων θα έχει επιδεινωθεί.

«Οι εκπονούμενες μελέτες θα δείξουν πως ένα πολύ μεγάλο μέρος του κόστους θα καλυφθεί από το “μέρισμα ανάπτυξης” που θα προκύψει από την επιτάχυνση της αναπτυξιακής διαδικασίας», υποστηρίζει ο κ. Τσακλόγλου.

Το κόστος της σταδιακής μετάβασης στο νέο σύστημα να υπολογίζεται σε τουλάχιστον 40 δισ. ευρώ και η κυβέρνηση αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τους πόρους που μαζεύονται για «ώρα ανάγκης».

Το κόστος της μετάβασης από το ισχύουν σύστημα των επικουρικών συντάξεων στο νέο προέρχεται επειδή τα δύο συστήματα είναι διαφορετικής φιλοσοφίας και συγκεκριμένα:

  • Οι σημερινοί ασφαλισμένοι στα επικουρικά ταμεία πληρώνουν εισφορές με τις οποίες πληρώνονται οι επικουρικές συντάξεις των ήδη συνταξιούχων.
  • Με το νέο σύστημα, κάθε εισφορά που θα πληρώνει ο νέος ασφαλισμένος, θα μπαίνει στον ατομικό του κουμπαρά και όταν φτάσει το πλήρωμα του χρόνου και συνταξιοδοτηθεί, τότε θα λάβει επικουρική σύνταξη, ίση με τις εισφορές που έχει καταβάλει συν τις αποδόσεις, που θα έχουν σχηματιστεί.

Όμως, επειδή, δεν θα μπορούν να χρησιμοποιηθούν οι εισφορές των νέων ασφαλισμένων, για την πληρωμή των τρεχουσών επικουρικών συντάξεων, η κυβέρνηση, αποφάσισε να χρησιμοποιήσει τα αποθεματικά του ΑΚΑΓΕ.

Παράλληλα, η συνταξιοδοτική δαπάνη στην Ελλάδα είναι ασιθητά πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ και οι Βρυξέλλες θα ασκήσουν πιέσεις για τη μείωσή της.  

Τρύπα στο εννεάμηνο

Σημειώνεται πως ο τομέας των επικουρικών συντάξεων ήδη πέρασε σε έλλειμμα, όταν από τον Ιούνιο δόθηκαν αυξήσεις και αναδρομικά στις επικουρικές σε 236.274 συνταξιούχους, οι οποίοι είχαν μείωση με το νόμο Κατρούγκαλου το καλοκαίρι 2016 επειδή τότε το άθροισμα της κύριας και επικουρικής τους σύνταξης υπερέβαινε τα 1.300 ευρώ.

Η επικουρική σύνταξη των συγκεκριμένων, επανήλθε στα επίπεδα του Μαΐου του 2016. Υπενθυμίζεται, πως, η μεσοσταθμική αύξηση κυμαίνεται στα 75,5 ευρώ προ φόρου και καταβλήθηκαν και αναδρομικά από την 1η Οκτωβρίου του 2019.

Αποτέλεσμα είναι, ο επικουρικός κλάδος να παρουσιάζει στο εννεάμηνο, έλλειμμα ύψους 265 εκατ. ευρώ στο 9μηνο Ιανουαρίου – Σεπτεμβρίου 2020.


Πηγή