Έπρεπε να πείσει την Paramount ότι ο «Νονός» ήταν καλή ταινία μπας και δεχτεί να τη χρηματοδοτήσει.

Έπρεπε ξανά να τους εξηγήσει γιατί το σενάριο του «Chinatown» δεν ήταν… ακαταλαβίστικο.

Έγινε μπίλιες με τον Κόπολα, σε τέτοιο σημείο που σταμάτησαν να μιλάνε. Κι αν πρέπει να το πούμε, δεν υπήρξε άλλη ταινία που να βοήθησε τόσο στην πάλη με την υπογεννητικότητα όσο το «Love Story»!

Όλα αυτά είχαν κοινά τον ίδιο εγκέφαλο πίσω από τα μεγάλα αριστουργήματα του Χόλιγουντ, τον άνθρωπο που ο κινηματογραφικός του μύθος ξεπεράστηκε μόνο από την προσωπική του ιστορία, εκεί που η απίθανη επιτυχία και η παρακμή των ναρκωτικών τον απογείωσαν κι άλλο στις συνειδήσεις του κόσμου.

Ο Ρόμπερτ Έβανς είναι πια παρελθόν. Έφυγε προσφάτως από τον κόσμο σε ηλικία 89 ετών, έχοντας κάνει τα πάντα. Και χαρίζοντάς μας τη μεγάλη του κληρονομιά, μια σειρά από τόσο εμφατικούς τίτλους που θα ντρόπιαζαν ολόκληρα στούντιο.

Τα φιλμ «Ο Νονός» (1 και 2), «Chinatown», «Το Μωρό της Ρόζμαρι», «Marathon Man» («Ανθρωποκυνηγητό»), «Σέρπικο», «Ο υπέροχος Γκάτσμπι» και τόσα ακόμα, αλλά και μια χούφτα σκάνδαλα που του χάρισαν το είδος του σκοτεινού μύθου που τόσο λατρεύει το Λος Άντζελες.

Πες-πες, η Paramount τον έκανε τελικά διευθυντή της κι εκείνος την αποζημίωσε κερδίζοντας όλα τα στοιχήματα της αγοράς, αλλά και τις καρδιές του κόσμου. Και από το τελευταίο από τα μεγάλα στούντιο την έστειλε ξανά στην κορυφή. Σκηνοθέτες όπως ο Φράνσις Φορντ Κόπολα, ο Σαμ Πέκινπα, ο Ρομάν Πολάνσκι και ο Τζον Σλέσινγκερ του χρωστάνε τις καριέρες τους.

Λένε συχνά πως ο Μπόμπι Έβανς δεν άγγιξε το αμερικανικό όνειρο, ήταν το αμερικανικό όνειρο με σάρκα και οστά. Ακραία φιλόδοξος, όμορφος, τρελός και αδίστακτος, περνούσε σαν σίφουνας από τα πλατό καίγοντας καρδιές και ανοίγοντας δρόμους.

Έκανε το μοντέλο, τον ηθοποιό και τον παραγωγό τελικά, ενώ δεν ήταν τίποτα από όλα αυτά. Ή ήταν όλα μαζί. Πρωτίστως πάντως ήταν ο Μπόμπι, ένας φευγάτος τύπος που η ζωή του απλώθηκε σε πηχυαίους τίτλους σε μεγάλες εφημερίδες και σκανδαλοθηρικά περιοδικά.

Αν θέλουμε να πούμε τη ζωή του σε τίτλους: έκανε 7 γάμους και όλοι άντεξαν από 9 μέρες μέχρι και 4 χρόνια το πολύ. Κυλίστηκε στην κοκαΐνη και βουτήχτηκε στο αλκοόλ, αναμείχθηκε στο σκάνδαλο Πολάνσκι, μπλέχτηκε στην πληρωμένη και εξόχως μαφιόζικη δολοφονία του Ρόι Ράντιν (βασικού χρηματοδότη του «Cotton Club»), αποκαθηλώθηκε, απαξιώθηκε, έκανε τη μία αποτυχία πίσω την άλλη.

Κι όταν όλα έδειχναν πως είχε ξοφλήσει, αναγεννήθηκε μαγικά από τις στάχτες του! Με την Paramount συνεργαζόταν ως και το περσινό καλοκαίρι, μέσω της δικής του εταιρίας παραγωγής πια, πριν η Paramount ανακοινώσει πως κόβει κάθε παρτίδα μαζί του. Ως το τέλος, δεν σταμάτησε να προκαλεί και να είναι αυτό ακριβώς, ο Μπόμπι Έβανς.

Ο άνθρωπος που έπιασε τη Μέκκα του σινεμά από τα μαλλιά, ένα φαινόμενο του κόσμου του ταινιών που είναι όλα τα παραπάνω και αναμφίβολα ακόμα περισσότερα που δεν θα μάθουμε ποτέ. Ούτε μπορούμε και ούτε χρειάζεται εξάλλου…

Ένας νεαρός της καλής κοινωνίας δοκιμάζει την τύχη του στο πανί

Γέννημα θρέμμα της Νέας Υόρκης, ο Μπόμπι μεγάλωσε στα μεγάλα σαλόνια της πόλης, καθώς η μαμά του ήταν γόνος πλούσιας οικογένειας. Ως «εβραίους δεύτερης γενιάς» χαρακτήριζε τους γονείς του, που του εξασφάλισαν άνετη παιδική ηλικία.

Επιχειρηματικό δαιμόνιο από μικρός, ξεκίνησε με τον αδερφό του μια εταιρία γυναικείων ενδυμάτων, πριν τον ανακαλύψει το σινεμά το 1956.

Ήταν σε ένα επαγγελματικό ταξίδι που τον είδε η παλιά ντίβα του Χόλιγουντ, Νόρμα Σίρερ, στην πισίνα πολυτελούς ξενοδοχείου στο Μπέβερλι Χιλς αλίμονο, και τον βρήκε έκτακτο για να παίξει τον ρόλο του εκλιπόντος πια πρώην συζύγου της και μεγαλοπαραγωγού άλλοτε Ίρβινγκ Θάλμπεργκ (το παιδί-θαύμα που έκανε τη Metro-Goldwyn-Mayer κολοσσό).

Ο Μπόμπι παίζει πράγματι στον «Άνθρωπο με τα χίλια πρόσωπα» (1957), μόνο που υπάρχει μια άβολη λεπτομέρεια: είναι εντελώς ατάλαντος! Είχε όμως πάντα τον τρόπο του με τους ανθρώπους, κι έτσι έπεισε τον ανηλεή κατά τα άλλα παραγωγό Ντάριλ Ζάνουκ της 20th Century Fox πως ήταν αστέρι.

Ο Ζάνουκ τον πίστεψε τόσο ως ηθοποιό που στα γυρίσματα του «Ο Ήλιος ανατέλλει ξανά» (διασκευή του μυθιστορήματος του Χέμινγουεϊ) με την Άβα Γκάρντνερ, την ώρα που όλοι έκαναν παράπονα για την αταλαντοσύνη του, όλοι όπως ο ίδιος ο Χέμινγουεϊ και η Γκάρντνερ, ο παραγωγός είπε αυτό το κλασικό «ο μικρός μένει στην ταινία»!

Το οποίο θα γινόταν χρόνια αργότερα ο τίτλος της αυτοβιογραφίας του Έβανς («The Kid Stays in the Picture»), ένα πόνημα που τον ξανασύστησε στον κόσμο και γέννησε ένα όψιμο φαινόμενο της αμερικανικής κινηματογραφίας.

Μερικές ταινίες μετά, ήταν σαφές πως δεν έκανε για ηθοποιός. Κι έτσι είπε να το γυρίσει σε παραγωγός. Είχε γούστο, είχε κινηματογραφικό αισθητήριο, είχε το στομάχι που χρειαζόταν και είχε φυσικά και τα λεφτά. Δεν είχε εμπειρία βέβαια, αλλά αυτά ήταν μικροπράγματα στη Μέκκα του σινεμά…

Μεγαλοπαραγωγός με τη μία

Η επαγγελματική μεταστροφή του Έβανς συνέπεσε με την εποχή που τα αδίστακτα επιχειρηματικά τραστ άρχισαν να εξαγοράζουν μεγάλα τμήματα του Χόλιγουντ. Και ήταν ένας τέτοιος όμιλος, η Gulf + Western, που θα του έδινε την ευκαιρία που αποζητούσε.

Αφού κατάλαβε πως δεν θα γινόταν ποτέ το μεγάλο αστέρι της υποκριτικής, ο Έβανς έβαλε να γίνει παραγωγός. Την ώρα που γύριζε όμως το πρώτο του φιλμ, θα τον προσλάμβανε η Gulf + Western το 1966 ως διευθυντή παραγωγής στην Paramount, το νέο απόκτημα του κολοσσού!

Την πρόσληψή του έκανε το ίδιο το αφεντικό του ομίλου σε μια κίνηση που σόκαρε το Χόλιγουντ. Ακόμα καλύτερα, τον προσέλαβε όταν διάβασε ένα διθυραμβικό προφίλ που του είχε φτιάξει τους «New York Times» ο Peter Bart, δημοσιογράφος ακόμα (μετά έγινε και ο ίδιος παραγωγός).

Όσο γίνονταν αυτά, ο Έβανς είχε ήδη αγοράσει τα δικαιώματα ενός μυθιστορήματος του 1966, που θα έκανε τελικά ταινία. Την πρώτη του ταινία. Ήταν «Ο ντετέκτιβ» του 1968 με τον Φρανκ Σινάτρα, τον Ρόμπερτ Ντιβάλ και τη Ζακλίν Μπισέ. Γι’ αυτό το φιλμ έγραψε το άρθρο ο Bart που έπεισε το αφεντικό της Gulf + Western να κάνει τον Έβανς διευθυντή της Paramount. Πρώτη πρόσληψη του Έβανς στα νέα του καθήκοντα, ο Bart!

Όταν ανέλαβε ο Μπόμπι τον ηγετικό του, η Paramount έπνεε τα λοίσθια. Ήταν πια στην ένατη θέση των μεγάλων χολιγουντιανών στούντιο, πολύ μακριά από τις ένδοξες εποχές της. Παρά την απειρία του, ο Έβανς θα την έκανε ξανά όχι μόνο επικερδή, αλλά και Νο 1 στο Χόλιγουντ!

Μέσα σε 7 χρόνια έκανε 17 ταινίες, έργα κλασικά, έργα μεγάλα. Τον πρώτο και δεύτερο «Νονό» (1972 και 1974), το «Σέρπικο» (1973), το «Χάρολντ και Μοντ» (1971), τη «Συνομιλία» (1974), «Το Μωρό της Ρόζμαρι» (1968), τη «Ληστεία α λα Ιταλικά» (1969), το «Love Story» (1970), το «Παράξενο ζευγάρι» (1968), το «Ξυπόλητοι στο Πάρκο» (1967), το «Αληθινό Θράσος» (1969), ακόμα και τον «Μεγάλο Γκάτσμπι» (1974)!

Και τότε, το 1974, στον κολοφώνα της ακμής του, βαρέθηκε! Δεν γούσταρε πια να κάνει ταινίες με τον τελικό λόγο να τον έχει άλλος. Ήθελε την ανεξαρτησία του, το είδος της δημιουργικής ελευθερίας που καταπίεζαν τα στούντιο. Και τότε θα γινόταν ο απόλυτος βασιλιάς του ανεξάρτητου αμερικανικού σινεμά των 70s, αυτού του κινηματογράφου των αντι-ηρώων που τόσο αγαπάμε.

Μέχρι τότε είχε προλάβει βέβαια να «πλακωθεί» με τον Κόπολα για το casting του Μάρλον Μπράντο! Η Paramount γνώριζε πως παραήταν χρυσός για να τον αφήσει να φύγει, γι’ αυτό και του πρότεινε κάτι αδιανόητο για την επιχειρηματική πιάτσα: να παραμείνει επικεφαλής του στούντιο και να γυρνά αν θέλει τις δικές του, ανεξάρτητες παραγωγές.

Και το δέχτηκε ο Μπόμπι και η πρώτη τέτοια ταινία ήταν το «Chinatown» (1974) του Πολάνσκι! Ο καλλιτεχνικός και εμπορικός θρίαμβος της οποίας ήταν τέτοιος που τον έστειλαν ένα πρωί στο γραφείο του γενικού της Gulf + Western να του πει πως εγκαταλείπει την Paramount οριστικά.

Μεταξύ 1976-1980, ο ανεξάρτητος πια παραγωγός μάς χάρισε φιλμ όπως το «Ανθρωποκυνηγητό» του Σλέσινγκερ με τον Ντάστιν Χόφμαν, το «Black Sunday» του Φρανκενχάιμερ, τον «Ποπάι» με τον Ρόμπιν Γουίλιαμς κ.ά. Μετά το 1980 η δράση του ανακόπηκε και έφτιαξε μόλις 2 ταινίες σε 12 χρόνια, το περίφημο και σημαδιακό γι’ αυτόν «Cotton Club» (1984) του Κόπολα και τους «Δύο Τζέικ» (1990) σε σκηνοθεσία Τζακ Νίκολσον.

Από την τελευταία του παραγωγική δεκαετία, 1993-2003, ξεχωρίζουν το «Sliver» με τη Σάρον Στόουν, το «Jade» του Φρίντκιν, ο «Άγιος» (1997) με τον Βαλ Κίλμερ και το «Πώς να χωρίσετε σε 10 μέρες» (2003) με Μάθιου ΜακΚόναχι και Κέιτ Χάντσον.

Ο μποέμ τυπάς

Μέχρι τα μέσα του 1970, ο Έβανς ήταν στην κορυφή του star system. Έβγαζε εκατομμύρια, έκανε τους πάντες γύρω του πλούσιους και αποσπούσε βραβεία και δάφνες. Πλέον συναναστρεφόταν πρόσωπα της πολιτικής σκηνής και το γεγονός ότι στην πρεμιέρα του «Νονού» τον συνόδευε ο ίδιος ο Χένρι Κίσινγκερ είχε σχολιαστεί ποικιλοτρόπως.

Μέχρι τότε όμως ήταν και σωστός κοκαϊνομανής, όπως μας είπε στα απομνημονεύματά του, και ο εθισμός του στα ναρκωτικά και το αλκοόλ θα άφηνε το στίγμα του τόσο στη ζωή όσο και την καριέρα του. Ο Μπόμπι ήταν εκείνο το μείγμα του μποέμ και του αλήτη που δεν υπάρχει πια.

Ακόμα και με τη Μαφία τα είχε καλά, κρατώντας πάντα κοντά του ας πούμε τον Sidney Korshak, δικηγόρο εργατικών συνδικάτων και μεσάζοντα της Μαφίας του Σικάγο. Μόνο που η κόκα θα έδινε άδοξο και πρόωρο τέλος στην καριέρα του εκεί στο 1980, όταν δήλωνε ένοχος στο δικαστήριο για εμπόριο κοκαΐνης, ενώ ήταν απλός χρήστης.

Και τότε ήρθε και το σκάνδαλο του «Cotton Club». Το φιλμ του Κόπολα ήταν στην παραγωγή του όταν δολοφονήθηκε ο βασικός χρηματοδότης του, Ρόι Ράντιν. Μια πρώην του και τρεις κοντινοί του συνεργάτες καταδικάστηκαν τελικά για το στυγερό φονικό και παρά το γεγονός ότι ο ίδιος δεν κρίθηκε ένοχος, μετατράπηκε αίφνης σε παρία του Χόλιγουντ. Επειδή σιώπησε.

«Μετράω ήδη 10 χρόνια μιας απαίσιας ζωής, καφκικής», είπε στους «Times» το 1993, «υπάρχουν νύχτες που κλαίω μέχρι να αποκοιμηθώ». Ο χρόνος, η απομάκρυνση από τις καταχρήσεις και η θρυλική αυτοβιογραφία του αποκατέστησαν σταδιακά τη φήμη του και ο Έβανς θα επέστρεφε στην παραγωγή, διατηρώντας πάντα το ιδιαίτερο στιλ του.

Αυτό ήταν εξάλλου σταθερά το πιο ενδιαφέρον κομμάτι της ζωής του, όχι το ταλέντο του ως παραγωγός, αλλά η ίδια η σκανδαλώδης ζωή του. Εκείνον είπε εξάλλου ότι είχε στο μυαλό του ο Ντάστιν Χόφμαν όταν ερμήνευσε τον ρόλο του στο «Ο πρόεδρος, ένα ροζ σκάνδαλο κι ένας πόλεμος» (1997) του Μπάρι Λέβινσον.

Παρά τους 7 γάμους του, ο έρωτας της ζωής του ήταν η Άλι ΜακΓκρο, η οποία τον παράτησε δημόσια και ιδιαιτέρως ταπεινωτικά μάλιστα για τα μάτια του συμπρωταγωνιστή της στο «The Getaway» (1972), Στιβ ΜακΚουίν! Εκείνη είπε στους «Times» μετά το διαζύγιό τους το 1973 «δίπλα του ήμουν το χρυσό κορίτσι, όταν τον χώρισα έγινα η στιγματισμένη αμαρτωλή», εκείνος έπεσε στα ναρκωτικά.

Σε ένα Χόλιγουντ που πρυτάνευε ο αμοραλισμός του χρήματος, η ματαιοδοξία, η εφήμερη λάμψη και ο λυσσαλέος ανταγωνισμός, ο Έβανς τού έδωσε κάτι να τον θυμάται για μια ζωή. Τα ξέφρενα πάρτι του που έφερναν κοντά τους ζάπλουτους με τους σταρ, τα ναρκωτικά και το αλκοόλ με την υψηλή γαστρονομία και τη μεγάλη ζωή, παραμένουν ο κολοφώνας της εξωκινηματογραφικής του δράσης.

Τα δικά του πάρτι ήταν βλέπετε ονειρικές μαζώξεις, φέρνοντας κοντά όχι απλώς λεφτάδες με παρατρεχάμενους της έβδομης τέχνης, αλλά την πραγματική αφρόκρεμα κεφαλαίου και καλλιτεχνικού κόσμου.

Γι’ αυτό και κατάφερε να παραμείνει ζωντανός ακόμα και μέσα στα σκάνδαλά του. Η υπόθεση της δολοφονίας την περίοδο του «Cotton Club» τον σακάτεψε μεν, ενώ πιθανότατα δεν είχε εμπλοκή. Όπως και η καταδίκη του για εμπορία κοκαΐνης. «Κακώς», έλεγε αυτός, «ήμουν μόνο χρήστης».

Γενναιόδωρος και αλητήριος, πραγματικός λάτρης και μέγας γνώστης του σινεμά αλλά συνάμα και μάγκας από τους λίγους. Αθεράπευτος γυναικάς, χωρίς να βρεθεί ποτέ καμία να του προσάψει παρενόχληση ή κατάχρηση εξουσίας. Είχε τον τρόπο του ο Έβανς με το άλλο φύλο και δεν χρειαζόταν τέτοια.

Ήταν πράγματι η επιτομή μιας αλλοτινής ελίτ, ο άνθρωπος που ξεκλείδωσε τις βαριές πόρτες των στούντιο για τους δημιουργούς και τους έδωσε όχι μόνο τα κλειδιά, αλλά και άφθονο παραδάκι. Και τα έκανε όλα για το σινεμά, από το οποίο έβγαλε λεφτά και έχασε λεφτά. Όλα για το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα, αυτό το ρίσκο που μόνο οι οραματιστές ξέρουν και παίρνουν.

Υπέστη σωρεία εγκεφαλικών, κι όμως άντεξε λίγο ακόμα, «πρέπει να αντέξω λίγο ακόμα», γράφει, για να κάνει κι άλλες ταινίες. Κατάφερε να συνεχίσει να δουλεύει και να συνεργάζεται με την Paramount μέχρι το τέλος. Ακόμα και ο Κόπολα, παρά τους παροιμιώδεις καυγάδες τους, μίλησε τιμητικά για αυτόν, εκθειάζοντας «τη γοητεία, τον ενθουσιασμό, το στιλ και το καλό του χιούμορ».

Το Χόλιγουντ, όπως το σφράγισε ο Έβανς, δεν υπάρχει πια. Γιατί δεν υπάρχει πια ο Έβανς…

Πηγή