Σύμφωνα με το δυσμενές σενάριο που έχει εκπονήσει η Τράπεζα της Ελλάδος, ο ρυθμός ανάπτυξης για το τρέχον έτος περιορίζεται στο 2% λόγω των συνεπειών του κορωνοϊού στην ελληνική οικονομία.
Στο 1,9% προσγειώθηκε ο ρυθμός ανάπτυξης το 2019, κυρίως λόγω αδύναμης επενδυτικής δραστηριότητας, ενώ στην περιοχή του 2% τοποθετεί, σύμφωνα με πληροφορίες, το δυσμενές σενάριο που έχει διαμορφώσει η Τράπεζα της Ελλάδος και τον ρυθμό του 2020, λόγω κορωνοϊού. Το βασικό σενάριο των υπηρεσιών της τράπεζας ανεβάζει τον ρυθμό στο 2,3%, έναντι προηγούμενης πρόβλεψής της για 2,5% και έναντι στόχου της κυβέρνησης –μέχρι στιγμής– για 2,8%. Διαμορφώνεται έτσι ένα σκηνικό χαμηλότερων από τις αρχικές προσδοκίες πτήσεων του ΑΕΠ, που –παρότι υπερβαίνει σημαντικά τους ρυθμούς της Ευρωζώνης– καθυστερεί την ανάκτηση του χαμένου εδάφους από την κρίση, εφόσον βεβαίως επιβεβαιωθεί. Σημειώνεται ότι τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είναι προσωρινά, ενώ οι εκτιμήσεις για τον κορωνοϊό χαρακτηρίζονται ακόμη από ισχυρό βαθμό αβεβαιότητας.
Ο ρυθμός ανάπτυξης χαμήλωσε ταχύτητα το τελευταίο τρίμηνο του 2019. Συγκεκριμένα, αυξήθηκε μόνο κατά 1% σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του προηγούμενου έτους, ενώ μειώθηκε κατά 0,7% σε σύγκριση με το 3ο τρίμηνο. Ετσι, κατά μέσον όρο τον προηγούμενο χρόνο διαμορφώθηκε στο 1,9%, στα ίδια επίπεδα με το 2018, σύμφωνα με τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η ΕΛΣΤΑΤ. Παρότι δεν απέχει σημαντικά από την εκτίμηση της κυβέρνησης για 2%, απογοήτευσε, καθώς δεν έσπασε το ψυχολογικό φράγμα του 2% και διέψευσε τις προσδοκίες που διατυπώνονταν ανεπισήμως για καλύτερο αποτέλεσμα. Η ίδια η Κομισιόν προέβλεπε ρυθμό 2,2% για το 2019 πριν από ένα μήνα, έναντι 1,8% των φθινοπωρινών προβλέψεών της. Η ανάλυση των στοιχείων της ΕΛΣΤΑΤ δείχνει ότι οι επενδύσεις αυξήθηκαν το 2019 μόνο κατά 0,7%, ενώ στο 0,8% περιορίστηκε και η κατανάλωση των νοικοκυριών. Αντιθέτως, κατά 4,8% αυξήθηκαν οι εξαγωγές αγαθών και υπηρεσιών, κυρίως λόγω υπηρεσιών τουρισμού. Κατά 2,1% αυξήθηκαν και οι δαπάνες γενικής κυβέρνησης.
Απαντώντας σε σχετική ερώτησή μας, ο επικεφαλής οικονομολόγος της Eurobank Τάσος Αναστασάτος σημείωσε ότι η συνέχιση της ανάκαμψης είναι ασφαλώς ένα θετικό γεγονός, αλλά τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της δημιουργούν προβληματισμούς. «Η ανάπτυξη», λέει, «βασίστηκε σχεδόν αποκλειστικά σε μια σχετικά ικανοποιητική επίδοση των εξαγωγών και στην προεκλογική μεγέθυνση της δημόσιας κατανάλωσης. Αντιθέτως, η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης παρέμεινε υποτονική και, το κυριότερο, οι επενδύσεις ήταν σχεδόν αμετάβλητες σε σχέση με το 2018 (+0,8%). Η αύξηση των επενδύσεων παγίων δεν ξεπερνάει το 5%. Το ποσοστό αυτό είναι εντελώς ανεπαρκές για μια χώρα που έχει μερίδιο επενδύσεων στο ΑΕΠ κάτω από το μισό σε σχέση με την περίοδο πριν από την κρίση και έχει χάσει πάνω από 80 δισ. ευρώ από το κεφαλαιακό της απόθεμα. Τα στοιχεία αυτά επιβεβαιώνουν ότι η ανάγκη προσέλκυσης επενδύσεων αποτελεί τον υπ’ αριθμόν ένα στόχο της οικονομικής πολιτικής». Η κυβέρνηση, σε ανακοίνωση των υπουργείων Οικονομικών και Ανάπτυξης, επισημαίνει το γεγονός ότι επιβεβαιώθηκε ο στόχος του προϋπολογισμού του περασμένου Νοεμβρίου, για πρώτη φορά την τελευταία πενταετία. Επίσης, υπογραμμίζει ότι το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών ενισχύεται και ένα τμήμα αυτής της ενίσχυσης κατευθύνεται στην αύξηση των καταθέσεων και στη ρύθμιση των οφειλών προς την εφορία.
«Παράλληλα», σημειώνει η ανακοίνωση, «η ανεργία συρρικνώνεται, η επιχειρηματικότητα άρχισε σταδιακά να χρηματοδοτείται και το οικονομικό κλίμα βελτιώνεται. Συνεχίζουμε, παρά τους αυξημένους εξωγενείς κινδύνους, την προσπάθεια, ώστε η καλή εικόνα της ελληνικής οικονομίας να αποτυπωθεί, το ταχύτερο δυνατό, κατά τον καλύτερο τρόπο, στο πορτοφόλι των πολιτών».