Αυτό που θεωρείται βέβαιο είναι ότι, σε πρώτη φάση, θα πληγούν περισσότερο οι κατηγορίες ακινήτων που είχαν ευνοηθεί από την άνοδο του τουρισμού και του αγοραστικού ενδιαφέροντος από το εξωτερικό, εκτιμά η ΤτΕ.
Ανομοιόμορφες θα είναι οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης που προκάλεσε η πανδημία στην αγορά ακινήτων. Οπως ανέφερε χθες η Τράπεζα της Ελλάδος (ΤτΕ) στην Ενδιάμεση Εκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, «οι επιπτώσεις δεν θα είναι ενιαίες και οι ρυθμοί της μεσοπρόθεσμης και μακροπρόθεσμης ανάκαμψης θα διαφοροποιηθούν ανάλογα με την κατηγορία, τη θέση και τα ειδικά χαρακτηριστικά των ακινήτων».
Αυτό που θεωρείται βέβαιο είναι ότι, σε πρώτη φάση, θα πληγούν περισσότερο οι κατηγορίες ακινήτων που είχαν ευνοηθεί από την άνοδο του τουρισμού και του αγοραστικού ενδιαφέροντος από το εξωτερικό. «Ο Μάρτιος του 2020 σηματοδοτεί την έναρξη μιας νέας περιόδου για την αγορά ακινήτων, η οποία πλήττεται άμεσα, εκτός των άλλων, από τη ραγδαία υποχώρηση του τουριστικού κλάδου, την αναστολή της επενδυτικής δραστηριότητας και την αβεβαιότητα σχετικά με την εξέλιξη και τη διάρκεια της παρούσας κρίσης», σημειώνει η ΤτΕ στην ανάλυσή της. Προσθέτει δε ότι η απότομη, σχεδόν καθολική διακοπή των δραστηριοτήτων της κτηματαγοράς, η προσωρινή αναστολή λειτουργίας των υποθηκοφυλακείων και η διά νόμου μείωση των μισθωμάτων σε πληγείσες ή σε αναστολή λειτουργίας επιχειρήσεις και, υπό όρους, σε φυσικά πρόσωπα δημιουργούν συνθήκες που δεν επιτρέπουν την αποτίμηση των επιπτώσεων άμεσα, δεδομένου μάλιστα ότι η αγορά ακινήτων χαρακτηρίζεται από αδράνεια και σχετική χρονική υστέρηση στην αποτύπωση της προσαρμογής των τιμών.
Οσον αφορά την αγορά κατοικίας, οι επιπτώσεις της κρίσης αναμένεται να αποτυπωθούν τόσο στις αξίες όσο και στα ενοίκια, αλλά με σημαντικές διαφοροποιήσεις από περιοχή σε περιοχή.
Σύμφωνα με την ΤτΕ, βραχυπρόθεσμα εκτιμάται ότι πιέσεις θα δεχθεί η αγορά των διαμερισμάτων, ειδικά των αστικών κέντρων, εξαιτίας κυρίως της μείωσης του αγοραστικού ενδιαφέροντος για βραχυχρόνια μίσθωση με τουριστικό χαρακτήρα.
Στα κτίρια γραφείων, τη μεγαλύτερη αρνητική επίδραση αναμένεται να εμφανίσουν οι αξίες των ακινήτων που βρίσκονται σε δευτερεύουσες αγορές, ενώ μεσοπρόθεσμα, και υπό την προϋπόθεση της ανάκαμψης της οικονομίας, εκτιμάται ότι θα ενισχυθούν περαιτέρω οι αξίες των γραφείων υψηλών προδιαγραφών. Μπορεί, δηλαδή, οι επιχειρήσεις να έχουν, έστω βραχυπρόθεσμα, μειωμένες ανάγκες σε χώρους στέγασης, ωστόσο, ταυτόχρονα, η εξέλιξη αυτή αναμένεται να τις οδηγήσει στην αναζήτηση πιο σύγχρονων γραφείων, έστω και μικρότερης επιφάνειας.
Στα εμπορικά καταστήματα προβλέπονται πιέσεις στη ζήτηση, ως αποτέλεσμα της ανόδου του ηλεκτρονικού εμπορίου και της επιφυλακτικότητας των καταναλωτών να βρεθούν σε κλειστούς χώρους. Ετσι, ενδέχεται να μεταβληθούν και οι απαιτούμενες προδιαγραφές των χώρων καταστημάτων, με αντίστοιχη αύξηση της ζήτησης για αποθηκευτικούς χώρους. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, οι συνέπειες θα είναι δυσμενέστερες για τις δευτερεύουσες αγορές καταστημάτων, όπου αξίζει να σημειωθεί ότι μόλις είχε ξεκινήσει μια δειλή ανάκαμψη από τις αρχές του έτους, μετά δέκα συνεχή χρόνια πτώσης ή στασιμότητας των ενοικίων και των αξιών.
Πιέσεις θα δεχθούν ασφαλώς και τα ξενοδοχειακά ακίνητα, καθώς η προσαρμογή στις απαιτήσεις υγιεινής και ασφάλειας, η συρρίκνωση της τουριστικής περιόδου και η ανάγκη λειτουργίας με χαμηλή πληρότητα αναμένεται να επηρεάσουν τη βιωσιμότητα λειτουργίας αρκετών μονάδων, γεγονός το οποίο, εκτός από τη συμπίεση των αξιών των ακινήτων της συγκεκριμένης κατηγορίας, αναμένεται να οδηγήσει προσωρινά στον επαναπροσδιορισμό των επενδυτικών σχεδίων.