Βασικό χαρακτηριστικό του νέου πτωχευτικού νόμου είναι η απουσία της έννοιας της προστασίας της κύριας κατοικίας των φυσικών προσώπων, όπως τη γνωρίζαμε μέσω του νόμου Κατσέλη ή της ηλεκτρονικής πλατφόρμας.
Στην τελική ευθεία μπαίνει η κατάρτιση από το υπουργείο Οικονομικών του νέου πτωχευτικού νόμου που θα επιτρέπει την πτώχευση εξπρές τόσο των επιχειρήσεων όσο και των νοικοκυριών. Ο νόμος θα δίνει τη δυνατότητα για την απαλλαγή τους από τα χρέη, δίνοντάς τους δεύτερη ευκαιρία, αφού προηγουμένως ρευστοποιηθεί το σύνολο της περιουσίας τους.
Ο νέος πτωχευτικός νόμος που θα αντικαταστήσει τον νόμο Κατσέλη και την προστασία της πρώτης κατοικίας, θα πρέπει να συμφωνηθεί με τις τράπεζες και τους θεσμούς στο προσεχές δίμηνο. Στόχος, το τελικό κείμενο του νέου νόμου να ψηφιστεί μέσα στο καλοκαίρι, αλλά να τεθεί σε εφαρμογή από τις αρχές του 2021 και αφού η οικονομική κρίση που προκαλεί η πανδημία θα έχει εκτονωθεί. Η πρόσφατη άρνηση των θεσμών να αποδεχθούν την παράταση προστασίας της πρώτης κατοικίας επισπεύδει τα σχέδια της κυβέρνησης για την έγκαιρη προετοιμασία του νομοσχεδίου, αφού στόχος είναι να αξιοποιηθεί ως διαπραγματευτικό χαρτί προκειμένου να αποσπάσει τη σύμφωνη γνώμη των εταίρων για παράταση του σημερινού καθεστώτος προστασίας της πρώτης κατοικίας μέσω της ηλεκτρονικής πλατφόρμας που λειτουργεί στην Ειδική Γραμματεία Ιδιωτικού Χρέους.
Το αντίβαρο
Βασικό χαρακτηριστικό του νέου πτωχευτικού νόμου είναι η απουσία της έννοιας της προστασίας της κύριας κατοικίας των φυσικών προσώπων, όπως τη γνωρίζαμε πρόσφατα μέσω του νόμου Κατσέλη ή της ηλεκτρονικής πλατφόρμας. Ως αντίβαρο στην έλλειψη προστασίας της πρώτης κατοικίας εισάγεται η δυνατότητα απαλλαγής του οφειλέτη με γρήγορες διαδικασίες από το υπόλοιπο των χρεών του, αφού προηγουμένως εκποιηθεί η περιουσία του.
Η πτώχευση θα κηρύσσεται έπειτα από αίτηση ενός η περισσότερων πιστωτών με έννομο συμφέρον, ή ακόμα και κατόπιν αίτησης του εισαγγελέα, εφόσον κάτι τέτοιο δικαιολογείται από λόγους δημοσίου συμφέροντος. Η απαλλαγή από τα χρέη θα επέρχεται δύο χρόνια μετά την υποβολή της αίτησης για πτώχευση, η οποία θα αποφασίζεται από το δικαστήριο και εφόσον δεν αμφισβητηθεί δικαστικώς από κάποιον πιστωτή.
Ως ασφαλιστική δικλίδα για την αποτροπή καταχρηστικών πρακτικών, το προσχέδιο νόμου που αποτελεί αντικείμενο επεξεργασίας με τράπεζες και θεσμικούς φορείς της αγοράς, προβλέπει ότι ο οφειλέτης δεν απαλλάσσεται από οφειλές που δημιουργήθηκαν μετά την υποβολή της αίτησης καθώς και οφειλές που δημιουργήθηκαν με δόλο ή βαριά αμέλεια. Σε περίπτωση που μετά την απαλλαγή οφειλέτη αποδειχθεί ότι παρέλειψε δολίως ή από βαριά αμέλεια την αποκάλυψη της οικονομικής και περιουσιακής του κατάστασης κατά τη διάρκεια της πτωχευτικής διαδικασίας, ή δεν τήρησε τις υποχρεώσεις σύμφωνα με το σχέδιο πληρωμών, το πτωχευτικό δικαστήριο μπορεί να ανακαλέσει την απαλλαγή, είτε μερικώς είτε στο σύνολό της. Για την προστασία των πιστωτών από καταχρηστικές πρακτικές, το νέο πτωχευτικό θα προβλέπει διοικητικές κυρώσεις σε περίπτωση που κάποιος αποκρύψει περιουσιακά στοιχεία, ενώ κυρώσεις θα προβλέπονται και για τα πρόσωπα του οικογενειακού του περιβάλλοντος που συναινούν ή συμμετέχουν στην απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων.
Εξωδικαστική ρύθμιση
Ο νέος πτωχευτικός νόμος δίνει τη δυνατότητα της εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών με την υποβολή αίτησης σε ηλεκτρονική πλατφόρμα, μέσω της οποίας ο οφειλέτης θα διερευνά εξωδικαστικά, απευθείας με τους δανειστές του την εξεύρεση λύσης με ρευστοποίηση της περιουσίας του ή με την εθελοντική παράδοση του ακινήτου. Αίτηση για την εξωδικαστική ρύθμιση των χρεών του οφειλέτη θα μπορούν να υποβάλουν επίσης και οι πιστωτές, δηλαδή το Δημόσιο, οι φορείς κοινωνικής ασφάλισης ή οι τράπεζες, κοινοποιώντας την αίτηση στον οφειλέτη με δικαστικό επιμελητή ή με συστημένη επιστολή. Το Δημόσιο μπορεί να συμμετέχει στη ρύθμιση των οφειλών με συγκεκριμένα κριτήρια (π.χ. διαγραφή τόκων και προσαυξήσεων και αποπληρωμή των οφειλών σε συγκεκριμένο αριθμό δόσεων ανάλογα με το ύψος της οφειλής).
Με την αίτηση, εκτός από τα στοιχεία για την οικονομική και περιουσιακή κατάσταση του οφειλέτη, θα συνυποβάλλονται υποχρεωτικά και οι δηλώσεις για κάθε μεταβίβαση ή επιβάρυνση περιουσιακού στοιχείου του οφειλέτη που έγινε την τελευταία πενταετία πριν από την υποβολή της αίτησης, ενώ αίρεται υπέρ των πιστωτών το φορολογικό και τραπεζικό απόρρητο. Η εξωδικαστική διαδικασία προβλέπεται να είναι σύντομη και η προσπάθεια εξεύρεσης λύσης δεν θα πρέπει να ξεπερνάει τους δύο μήνες.
Κατά την εδωδικαστική διαπραγμάτευση ο οφειλέτης θα μπορεί να ζητήσει εκτός από την απαλλαγή από τις οφειλές του και εξαίρεση της πρώτης κατοικίας του, πληρώνοντας ωστόσο το χρέος που τη βαραίνει, χωρίς δηλαδή να δικαιούται βάσει νόμου κάποιο «κούρεμα» ή κάποια ευνοϊκή ρύθμιση. Το υπουργείο Οικονομικών έχει αφήσει ανοιχτό να υπάρξει ένα ελάχιστο πλαίσιο προστασίας με τη χορήγηση μέσω της πλατφόρμας στεγαστικού επιδόματος, μόνο όμως για τις πραγματικά ευάλωτες κοινωνικές ομάδες.
Από την ημερομηνία ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης όταν πρόκειται για νομικό πρόσωπο ή της σύμβασης ρύθμισης αναστέλλεται η διαδικασία λήψης αναγκαστικών μέτρων, καθώς και η συνέχιση της διαδικασίας αναγκαστικής εκτέλεσης επί απαιτήσεων, κινητών και ακινήτων κατά του οφειλέτη.
Σε περίπτωση μη επίτευξης εξωδικαστικής ρύθμισης, ο οφειλέτης θα υποχρεούται εντός ενός μηνός, το αργότερο, να υποβάλει την αίτηση πτώχευσης στο δικαστήριο, ώστε να αποτραπούν μεθοδεύσεις και καταχρήσεις. Ο οφειλέτης θα οφείλει να προσκομίζει στο δικαστήριο το σύνολο των σχετικών εγγράφων. Στη συνέχεια θα ορίζεται γραπτή (όχι προφορική) δικάσιμος κατά την οποία θα κηρύσσεται ή όχι η πτώχευση και θα ξεκινάει και η διαδικασία ρευστοποίησης της περιουσίας τους.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η απαλλαγή από τα χρέη του οφειλέτη προβλέπεται και στον υπάρχοντα Πτωχευτικό Κώδικα, αλλά ο νέος νόμος εξειδικεύει για πρώτη φορά και αναδεικνύει ως κεντρικό άξονα την απαλλαγή του φυσικού προσώπου-οφειλέτη από το υπόλοιπο των χρεών του μετά το τέλος της διαδικασίας εκποίησης. Το νέο πτωχευτικό επιδιώκει να βάλει τέλος και στις χρονοβόρες διαδικασίες πτώχευσης τόσο για τα φυσικά μέσω του νόμου Κατσέλη όσο και για τα νομικά πρόσωπα, θέτοντας χρονικό όριο τα πέντε έτη, με την παρέλευση των οποίων η περιουσία του οφειλέτη που δεν εκποιήθηκε επιστρέφει σε αυτόν.