Δέκα πρώην υπουργοί Οικονομικών αρθρογραφούν στο 9ο τεύχος του ηλεκτρονικού περιοδικού της Βουλής των Ελλήνων με θέμα «Η ελληνική οικονομία μετά την πανδημία» και μιλούν για τις προκλήσεις και τους κινδύνους, για την μετά Covid εποχή, τα βήματα που πρέπει να γίνουν για την ανάκαμψη της οικονομίας, την έκθεση Πισσαρίδη και το «Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας».
«Η περίοδος που περνάμε μέχρι το τέλος της πανδημίας είναι κρίσιμη περίοδος. Από τώρα, με βάση τις κατευθυντήρες αυτές αρχές, πρέπει να συγκροτηθεί ένα γιγαντιαίο, πειθαρχημένο, βαθιά μεταρρυθμιστικό, συγκροτημένο και διαρθρωμένο Επιχειρησιακό Πρόγραμμα Επανάκαμψης της Οικονομίας», αναφέρει, μεταξύ άλλων, ο Αλέκος Παπαδόπουλος.
«Προκειμένου να κατορθώσει η ελληνική οικονομία να ολοκληρώσει στο εγγύς μέλλον το πέρασμα από την κρίση της πανδημίας στην ανάκαμψη, δεν θα πρέπει να περιοριστεί στην αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, οι οποίοι ούτως ή άλλως είναι μία προσωρινή οικονομική βοήθεια. Θα πρέπει να αρχίσει να προωθεί άμεσα όλες εκείνες τις μεταρρυθμίσεις που συνδυάζουν μονιμότερα τον στόχο της ανάκαμψης της παραγωγής, της απασχόλησης και του εισοδήματος, με αυτόν της αποκατάστασης της ισορροπίας στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και στα δημόσια οικονομικά», αναφέρει ο Γιάννης Αλογοσκούφης.
Το «Σχέδιο Ανάπτυξης για την Ελληνική Οικονομία», γνωστό πλέον ως η «έκθεση Πισσαρίδη» και το «Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας», το οποίο αποτελεί προϋπόθεση για να μπορέσει η Ελλάδα να αντλήσει τους ευρωπαϊκούς πόρους που έχουν συμφωνηθεί, είναι δύο σχέδια διαφορετικά ως προς τη φύση και τη στόχευση που έχουν, θα πρέπει όμως να λειτουργήσουν συμπληρωματικά, σημειώνει ο Γιώργος Παπακωνσταντίνου.
Για να επιτευχθούν οι στόχοι απαιτούνται συντονισμένες δράσεις σε πολλαπλά μέτωπα, όπως μείωση του φορολογικού βάρους στη μισθωτή εργασία, μεταρρυθμίσεις στο ασφαλιστικό σύστημα, ώστε ορισμένες πτυχές του να γίνουν περισσότερο κεφαλαιοποιητικές, προσαρμογές στη δημόσια διοίκηση, ανάπτυξη της κεφαλαιαγοράς, καθορισμός χρήσεων γης, εκσυγχρονισμός της εκπαίδευσης και η δημοσιονομική πειθαρχία να μεταφραστεί σε ετήσια αύξηση των δημοσίων δαπανών και εσόδων με ρυθμό χαμηλότερο από του ΑΕΠ, με ιδιαίτερη προσοχή στις δημόσιες επενδύσεις, τονίζει ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Γκίκας Χαρδούβελης.
«Τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα που θα υπάρξουν την επόμενη ημέρα θα είναι τόσο μεγάλα, που δεν θα αρκέσει η παραπληροφόρηση από κάποια ΜΜΕ να σταματήσει την οργή και την αγανάκτηση των πολιτών, καθώς και την αντίδρασή τους. Οι καιροί δεν περιμένουν», αναφέρει ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Δημήτρης Τσοβόλας και υπογραμμίζει ότι η κυβέρνηση θα πρέπει χωρίς καμία άλλη καθυστέρηση, να αφήσει τις ιδεολογικές αγκυλώσεις για να προχωρήσει στην εφαρμογή ενός σημαντικού αναπτυξιακού προγράμματος με επενδύσεις που φέρνουν απασχόληση και όχι μόνο υπερκέρδη στις πολυεθνικές εταιρείες.
Το πόρισμα μιας επιτροπής οικονομολόγων υψηλού κύρους και η γενική «πολιτική» υιοθέτησή του από την κυβέρνηση δεν αρκεί. Απαιτείται καταρχάς συμμετοχή στην εξειδίκευση των επί μέρους θεμάτων, των θεσμικά αναγκαίων παραγόντων, αναφέρει ο πρώην υπουργός Οικονομικών Βαγγέλης Βενιζέλος, προσθέτει ότι απαιτείται διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους και την ΟΚΕ και υπογραμμίζει ότι πρέπει τα επιμέρους σχέδια να είναι πλήρως επεξεργασμένα και έτοιμα για εφαρμογή. Αλλιώς, όποιο momentum δημιουργεί η Έκθεση, κινδυνεύει να εξανεμιστεί.
«Στη δεκαετή διάρκεια της εφαρμογής των μέτρων των μνημονίων η Βουλή παραμερίστηκε επιδεικτικά και προκλητικά για τα όσα (χωρίς πρόγραμμα) μέτρα εφάρμοζαν όλες οι κυβερνήσεις της περιόδου αυτής. Αντί για την ψήφισή τους από τη Βουλή, ζητούσαν την έγκρισή τους από την τρόϊκα των δανειστών. Και η σημερινή κυβέρνηση, δυστυχώς, ακολουθεί την ίδια τακτική, με τις προτάσεις για το Ταμείο Ανάπτυξης που έστειλε στις Βρυξέλλες για έγκριση», αναφέρει ο Μανόλης Δρεττάκης και σημειώνει ότι το πρόγραμμα πρέπει να συζητηθεί διεξοδικά, να γίνουν οι αναγκαίες τροποποιήσεις και προσθήκες ώστε να ψηφιστεί όχι μόνο από το κυβερνών αλλά και, αν όχι από όλα τα κόμματα, τουλάχιστον και από την αξιωματική αντιπολίτευση.
«Σημασία για τον αναγνώστη έχει να κατανοήσει την εξής απλή αν και δυσάρεστη αλήθεια: 2,78 εκατ. εργαζόμενοι στην ελεύθερη οικονομία πρέπει από το περίσσευμα τους να συντηρήσουν 3,55 εκατ. δημοσίους υπαλλήλους και συνταξιούχους. Να κατανοήσει επίσης ότι λόγω COVID-19 η ανισότητα μεγάλωσε. Οι εργαζόμενοι στον ιδιωτικό τομέα λιγόστεψαν, ενώ αντίθετα αυξήθηκαν όσοι περιμένουν να πληρωθούν από το κράτος. Όπως βλέπω εγώ την κατάσταση στην Ελλάδα, όπως διαμορφώθηκε εξ αιτίας του κορονοϊού, ο εχθρός που πρέπει να αντιμετωπιστεί είναι η τεράστια ανισότητα στην αντιμετώπιση του πληθυσμού που σιτίζεται από το κράτος και του πληθυσμού που εξαρτά τη διαβίωσή του από τη λειτουργία της ελεύθερης αγοράς», αναφέρει ο πρώην υπουργός Οικονομικών, Στέφανος Μάνος.
«Με μια κοινωνία εξαντλημένη από την δεκαετή κρίση το βασικό ζητούμενο για τη χώρα είναι να διασφαλιστεί η επανεκκίνηση της οικονομίας και να προχωρήσει η αναδιάρθρωση της. Το διεθνές μακροοικονομικό/χρηματοοικονομικό περιβάλλον τουλάχιστον για το 2021 θα είναι ευνοϊκό. Η ΕΚΤ θα συνεχίσει την πολιτική της χαλαρής νομισματικής πολιτικής. Πρακτικά αυτό σημαίνει ότι τα επιτόκια δανεισμού θα παραμείνουν χαμηλά και θα συνεχίσει να προσφέρει φθηνή ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα. Η πρόκληση είναι πως η ρευστότητα αυτή θα φτάσει στις μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις οι οποίες είναι πιο ευάλωτες στην κρίση πανδημίας», τονίζει ο Φίλιππος Σαχινίδης.
«Η πρόταση της Επιτροπής Πισσαρίδη μπορεί, αν μη τι άλλο, να αποτελέσει βάση διαλόγου και μια χρήσιμη ευκαιρία για το ελληνικό πολιτικό σύστημα, να καταρτίσει ένα επιχειρησιακό πολιτικό σχέδιο, με σαφείς στόχους και δεσμεύσεις. Ένα σχέδιο που θα στηρίζεται σε ευρύτερες συναινέσεις και θα αποφεύγει τα ολέθρια λάθη, που έγιναν την εποχή των μνημονίων», δηλώνει ο Γιάννης Παπαθανασίου.
Το Καπνεργοστάσιο
Ο αναγνώστης του νέου τεύχους μπορεί να εξάλλου να ενημερωθεί για το πρωτοποριακό Πολιτιστικό Πρόγραμμα Σύγχρονης Τέχνης που θα φιλοξενήσει το δεύτερο εξάμηνο του 2021, με αφορμή τα 200 χρόνια από την Ελληνική Επανάσταση, το ανακαινισμένο κτίριο του Καπνεργοστασίου της οδού Λένορμαν. Το πρώην Δημόσιο Καπνεργοστάσιο, όπου στεγάζονται το Τυπογραφείο και τμήμα της Βιβλιοθήκης της Βουλής, ανοίγει τις πύλες του στη σύγχρονη τέχνη, με τη συνεργασία της Βουλής των Ελλήνων και του πολιτιστικού οργανισμού ΝΕΟΝ.
Ο αναγνώστης θα μάθει επίσης τις προτεραιότητες των υπουργών για το 2021, όπως αυτές αποτυπώθηκαν στη συζήτηση του προϋπολογισμού.
Πηγή