Πρέπει να καλυφθούν οι οικονομικές απώλειες από την απολιγνιτοποίηση, καθώς οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής παράγουν το 52% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας της Κοζάνης, το 40% στη Φλώρινα και το 37% στην Αρκαδία.
Ενα πλέγμα κινήτρων για την υλοποίηση επενδύσεων στη Δυτική Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη Αρκαδίας, που θα αντικαταστήσουν τις υπό απόσυρση λιγνιτικές μονάδες επεξεργάζεται η συντονιστική επιτροπή του Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης σε συνεργασία με το Μέγαρο Μαξίμου και τα συναρμόδια υπουργεία.
Μέσω των κινήτρων επιχειρείται να διαμορφωθεί ένα ειδικό χρηματοδοτικό, φορολογικό και αδειοδοτικό καθεστώς, ούτως ώστε να υλοποιηθούν ταχύτατα μεγάλες επενδύσεις και να αποτραπεί το κοινωνικό και οικονομικό σοκ που θα προκαλέσει ο οριστικός τερματισμός λειτουργίας των λιγνιτικών μονάδων της ΔΕΗ σε δύο περιοχές πλήρως εξαρτημένες από αυτές.
Είναι ενδεικτικό πως τα ορυχεία λιγνίτη και οι μονάδες ηλεκτροπαραγωγής παράγουν το 52% της Ακαθάριστης Προστιθέμενης Αξίας (ΑΠΑ) στην περιοχή της Κοζάνης, το 40% στη Φλώρινα και το 37% στην Αρκαδία. Ο δεύτερος σημαντικότερος κλάδος σε όρους ΑΠΑ στις περιοχές αυτές είναι η… δημόσια διοίκηση με ποσοστά της τάξεως του 16%-18%.
Υπολογισμοί
Επίσης, σύμφωνα με τους υπολογισμούς, για κάθε 1 ευρώ που δαπανά η ΔΕΗ για την ηλεκτροπαραγωγή με λιγνίτη, παράγονται άλλα 3,5 ευρώ για την τοπική οικονομία. Τα δύο αυτά στοιχεία καταδεικνύουν αφενός μεν την απόλυτη εξάρτηση των τοπικών κοινωνιών από τις προς απόσυρση μονάδες, αφετέρου δε ότι καμία άλλη από τις υφιστάμενες δραστηριότητες δεν έχει κρίσιμο μέγεθος για να τις υποκαταστήσει.
Με δεδομένη την παραγωγική ταυτότητα της περιοχής, αλλά και του ενδιαφέροντος που έχει εκδηλωθεί από επενδυτές, στον πυρήνα του σχεδιασμού για τη μεταλιγνιτική εποχή βρίσκονται η ενέργεια και η βιομηχανία. Φωτοβολταϊκά πάρκα, μετατροπή λιγνιτικών μονάδων σε φυσικό αέριο και βιομάζα, μονάδα διαχείρισης απορριμμάτων, ανάπτυξη βαριάς βιομηχανίας στην ηλεκτροκίνηση, τα ηλεκτρικά πάνελ, τα καλώδια, πυλώνες ανεμογεννητριών, τα φάρμακα-χημικά είναι κάποιες από τις 25 περίπου δραστηριότητες που εκτιμάται ότι θα μπορούσαν να υποκαταστήσουν τη λιγνιτοπαραγωγή. Οπως λέει χαρακτηριστικά αρμόδιος κυβερνητικός παράγοντας, «επιλέξιμο θα είναι ό,τι μπορεί να δώσει το 1 ευρώ που δίνει σήμερα η ΔΕΗ και παράγει άλλα 3,5 στην τοπική οικονομία».
Τα κίνητρα που σχεδιάζεται να δοθούν διακρίνονται σε τέσσερις κατηγορίες:
Αδειοδοτικά: θα καθοριστεί χρονικό όριο έκδοσης των αδειών, το κόστος έκδοσης των οποίων θα μειωθεί ή και θα μηδενιστεί. Παράλληλα, θα δημιουργηθεί και ειδικός φορέας που θα παρακολουθεί την τήρηση των προθεσμιών από την πλευρά της διοίκησης και θα παρεμβαίνει για την επίλυση τυχόν προβλημάτων.
Εργασιακά – ασφαλιστικά: μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές, χρηματοδοτική κάλυψη του μισθολογικού κόστους, προγράμματα κατάρτισης και πρόωρης συνταξιοδότησης.
Φορολογικά: Απαλλαγή από φόρο εισοδήματος για φυσικά πρόσωπα και επιχειρήσεις για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα, μείωση φορολογικών συντελεστών, ευελιξία στην καταβολή φορολογικών υποχρεώσεων, αυξημένοι συντελεστές απόσβεσης για κεφαλαιακές δαπάνες έρευνας, ενεργειακής απόδοσης και αποκατάστασης περιβάλλοντος.
Χρηματοδοτικά: επιχορηγήσεις για υλοποίηση επενδυτικών σχεδίων και για κάλυψη λειτουργικών δαπανών. Δάνεια με ευνοϊκούς όρους, όπως μειωμένο επιτόκιο, περίοδο χάριτος, μεγάλη περίοδο αποπληρωμής. Πιστώσεις με εγγύηση του Δημοσίου, χωρίς εξασφαλίσεις.
Για να προχωρήσει ο κυβερνητικός σχεδιασμός θα πρέπει να αντιμετωπιστούν δύο αγκάθια. Το πρώτο αγκάθι, αυτό της κατανομής της γης που ανήκει στη ΔΕΗ ήταν γνωστό από την αρχή. Η ΔΕΗ είναι κύριος των εκτάσεων όπου βρίσκονται σήμερα τα ορυχεία. Ταυτόχρονα είναι υποχρεωμένη να προχωρήσει στην περιβαλλοντική αποκατάστασή τους, κάτι που έχει δυσβάστακτο κόστος για την ίδια. Η φόρμουλα που επεξεργάζονται είναι να κρατήσει η ΔΕΗ τις εκτάσεις που χρειάζεται για την υλοποίηση του δικού της επιχειρησιακού σχεδίου και οι υπόλοιπες να μεταβιβαστούν σε όχημα ειδικού σκοπού, που θα συστήσει το Δημόσιο, προς αξιοποίηση.
Το δεύτερο αγκάθι αφορά τη χρηματοδότηση του σχεδίου. Ο ευρωπαϊκός σχεδιασμός προέβλεπε πως η απολιγνιτοποίηση στην Ε.Ε. θα χρηματοδοτείτο από το Ταμείο Δίκαιης Μετάβασης, στο οποίο θα διετίθεντο πόροι ύψους 32,5 δισ. ευρώ. Η Ελλάδα προσδοκούσε να πάρει 2,4 δισ. ευρώ για να χρηματοδοτήσει τα σχέδια απολιγνιτοποίησης στη Δ. Μακεδονία και τη Μεγαλόπολη.
Μείωση
Ωστόσο, στην πρόσφατη Σύνοδο Κορυφής και στο πλαίσιο του παζαριού με τους «φειδωλούς» αποφασίστηκε να περιοριστούν τα κονδύλια του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης στα 10 δισ. Αυτό σημαίνει πως το σχέδιο που επεξεργάζεται η κυβέρνηση θα πρέπει να αναζητήσει άλλες πηγές χρηματοδότησης από το Ταμείο Ανάκαμψης, το ΕΣΠΑ κ.α., γεγονός που καθιστά το εγχείρημα τεχνικά δυσκολότερο.
Το σχέδιο της μετάβασης της Δυτικής Μακεδονίας και της Μεγαλόπολης στη μετά λιγνίτη εποχή θα οριστικοποιηθεί και θα ανακοινωθεί τον Σεπτέμβριο, με στόχο να αρχίσει άμεσα η υλοποίησή του. Τα χρονικά περιθώρια είναι ασφυκτικά, καθώς οι λιγνιτικές μονάδες έχει προγραμματισθεί να αποσυρθούν έως το 2023.
Η κυβέρνηση ήδη τρέχει πίσω από τις εξελίξεις, καθώς η απολιγνιτοποίηση έχει ξεκινήσει προ πολλού. Βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη, την ίδια εποχή που η τότε κυβέρνηση και η διοίκηση της ΔΕΗ «ορκίζονταν» στο όνομα του λιγνίτη και έδιναν υποτίθεται σκληρές μάχες για τη διατήρηση των λιγνιτικών μονάδων. Το 2011, η παραγωγή των συγκεκριμένων μονάδων ήταν 27.570 γιγαβατώρες. Το 2014 είχε ήδη μειωθεί κατά 17,5% στις 22.707 Gwh. Από το 2015, που ανέλαβε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ έως το 2019 υποχώρησε στις 10.417 Gwh, δηλαδή μείωση της τάξεως του 54%. Η συμμετοχή του λιγνίτη στην ηλεκτροπαραγωγή από 62,5% το 2011 περιορίστηκε στο 30% πέρυσι και μόλις στο 6% τους τελευταίους μήνες. Με άλλα λόγια, η τότε κυβέρνηση από τη μια αναζητούσε τρόπους να διατηρήσει τις λιγνιτικές μονάδες κι από την άλλη περιόριζε συνεχώς τη λειτουργία τους, γιατί ήταν πλέον τόσο ζημιογόνες που είτε θα οδηγούσαν στην κατάρρευση της ΔΕΗ είτε θα έπρεπε να αυξήσει δραστικά την τιμή του ρεύματος.
Αντί να εκπονήσει από τότε ένα σχέδιο απολιγνιτοποίησης, επέλεξε να αφήσει το πρόβλημα να οξύνεται μέχρι να το παραδώσει στον επόμενο, αφήνοντας παράλληλα τις εξαρτημένες από τη δραστηριότητα του λιγνίτη τοπικές κοινωνίες να φτωχαίνουν μέρα με την ημέρα, χωρίς καμία εναλλακτική για το μέλλον. Απόδειξη, το γεγονός πως οι δαπάνες της ΔΕΗ προς τοπικούς εργολάβους από 550 εκατ. ευρώ το 2011 μειώθηκαν σε μόλις 190 εκατ. ευρώ πέρυσι.