Για το 2020 δεν υφίσταται ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα στο 3,5% του ΑΕΠ. Θα συζητήσουμε με τους υπουργούς Οικονομικών στο Eurogroup τους στόχους, τους κανόνες και τις απαιτήσεις από το 2021 και μετά, λαμβάνοντας υπόψη και την αντιμετώπιση της κρίσης του κορωνοϊού, τόνισε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας.
Στη σκιά της επιδείνωσης των δημοσιονομικών στοιχείων πρώτου τριμήνου κατά 1,3 δισ. ευρώ, σε σύγκριση με το πρώτο τρίμηνο του 2019, σύμφωνα με την επεξεργασία των στοιχείων γενικής κυβέρνησης από το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, η κυβέρνηση επιδιώκει να αξιοποιήσει τη νέα δυναμική που δημιούργησε η υγειονομική κρίση στην Ευρώπη κατά της άλλοτε μοναδικής συνταγής της λιτότητας.
Ετσι, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας είπε χθες σε συνέντευξή του στο CNBC ότι η κυβέρνηση σκοπεύει να διαπραγματευθεί στο πλαίσιο του Eurogroup τους στόχους των πρωτογενών πλεονασμάτων 3,5% του ΑΕΠ για το 2021 και το 2022. Υπενθυμίζεται ότι για φέτος ο στόχος αυτός έχει ήδη αρθεί.
«Λαμβάνοντας υπόψη τις πρόσφατες αποφάσεις του Eurogroup», είπε ο κ. Σταϊκούρας, «δεν υπάρχουν αυτοί οι στόχοι για το 2020 και θα συζητήσουμε με τους υπουργούς Οικονομικών στο Eurogroup τους στόχους, τους κανόνες και τις απαιτήσεις από το 2021 και μετά, λαμβάνοντας υπόψη και την αντιμετώπιση της κρίσης του κορωνοϊού».
Οι φετινές δημοσιονομικές επιδόσεις άρχισαν ήδη να κινούνται στην κατεύθυνση των πρωτογενών ελλειμμάτων. Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κράτους στη Βουλή, που δημοσίευσε προχθές τα δημοσιονομικά στοιχεία Ιανουαρίου – Μαρτίου, εκτίμησε ότι το ενοποιημένο πρωτογενές αποτέλεσμα γενικής κυβέρνησης κατά το διάστημα αυτό, του πρώτου τριμήνου, ήταν πλεόνασμα μόλις 110 εκατ. ευρώ, έναντι πρωτογενούς πλεονάσματος 1,397 δισ. ευρώ την ίδια περίοδο του 2019, δηλαδή σημείωσε μια επιδείνωση κατά 1,3 δισ. ευρώ.
Σημειώνεται ότι το υπουργείο Οικονομικών, στο πρόγραμμα σταθερότητας που υπέβαλε στην Κομισιόν, προβλέπει πρωτογενές έλλειμμα για φέτος 1,9% του ΑΕΠ και επιστροφή στο πρωτογενές πλεόνασμα 2,5% του ΑΕΠ το 2021. Το ΔΝΤ προβλέπει πρωτογενές έλλειμμα 5,1% φέτος και του χρόνου επίσης πρωτογενές έλλειμμα 4,4% του ΑΕΠ.
Η Τράπεζα της Ελλάδος, σύμφωνα με πληροφορίες, προβλέπει πρωτογενές έλλειμμα 3% του ΑΕΠ φέτος και πρωτογενές πλεόνασμα 2% του χρόνου.
Πολλά θα εξαρτηθούν φυσικά και από το μέγεθος της ύφεσης, για την οποία θα έχουμε μια πρώτη ένδειξη αύριο, καθώς η ΕΛΣΤΑΤ θα δημοσιεύσει τα στοιχεία για το ΑΕΠ του πρώτου τριμήνου. Για το θέμα αυτό, ο κ. Σταϊκούρας είπε χθες στη συνέντευξή του ότι «το ποσοστό της φετινής μείωσης του ΑΕΠ εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την απόδοση του τουρισμού».
Σύμφωνα με τα στοιχεία που επεξεργάσθηκε το Γραφείο Προϋπολογισμού, οι βασικές πηγές επιδείνωσης των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων το πρώτο τρίμηνο ήταν η αύξηση των δαπανών των οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης κατά 523 εκατ. ευρώ και η μείωση των μη φορολογικών και μη τακτικών εσόδων κατά 729 εκατ. ευρώ, σε σύγκριση με την ίδια περίοδο του προηγούμενο έτους. Τα φορολογικά έσοδα ήταν μειωμένα μόνο κατά 81 εκατ. ευρώ.
Αρνητικά επέδρασε και η αύξηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών κατά 413 εκατ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο, έναντι αύξησης κατά 178 εκατ. ευρώ το πρώτο τρίμηνο του 2019.
Εν τω μεταξύ, αύριο συνεδριάζει και το Euroworking Group, το οποίο αναμένεται να εγκρίνει τη θετική έκθεση της Κομισιόν για την 6η αξιολόγηση ενισχυμένης εποπτείας της Ελλάδας, προετοιμάζοντας το έδαφος για να ανάψει το Eurogroup της 11ης Ιουνίου το πράσινο φως για την απελευθέρωση περίπου 750 εκατ. ευρώ από την επιστροφή των κερδών των κεντρικών τραπεζών από ελληνικά ομόλογα (SMPs, ANFAs και άρση επιτοκιακού πέναλτι). Το ποσό αυτό θα κατευθυνθεί για την εξυπηρέτηση του χρέους, δηλαδή στο «μαξιλάρι» ρευστότητας, και έτσι δεν θα ενισχύσει τον προϋπολογισμό. Παραμένει πάντως στο τραπέζι το αίτημα της κυβέρνησης να διατεθούν για επενδύσεις οι επόμενες δόσεις των SMPs και ΑΝFAs.