Οι τομείς που συγκεντρώνουν τα περισσότερα σχόλια είναι τρεις: η περιβαλλοντική αδειοδότηση, οι φορείς διαχείρισης και οι χρήσεις γης.

Με μια ασυνήθιστα μεγάλη συμμετοχή, πιθανότατα λόγω του υποχρεωτικού κατ’ οίκον περιορισμού, ολοκληρώθηκε την περασμένη εβδομάδα η δημόσια διαβούλευση για το πολυνομοσχέδιο του υπουργείου Περιβάλλοντος. Σε πολλά από τα σχόλια που κατατέθηκαν ωστόσο επισημαίνεται η ανάγκη να μην προχωρήσει η επεξεργασία του σχεδίου νόμου, ακριβώς λόγω των ιδιαιτεροτήτων της περιόδου. Πάντως στην πλειονότητα των σχολίων φορείς και πολίτες ζητούν την απόσυρση μεγάλων τμημάτων των προτεινόμενων διατάξεων, υποστηρίζοντας ότι θα έχουν εξαιρετικά αρνητικές συνέπειες για την προστασία του περιβάλλοντος.

Το σχέδιο νόμου με τίτλο «Εκσυγχρονισμός της περιβαλλοντικής νομοθεσίας» δόθηκε σε δημόσια διαβούλευση από το υπουργείο Περιβάλλοντος στις αρχές Μαρτίου. Περιλαμβάνει σειρά θεμάτων, όπως μέτρα για την επιτάχυνση της διαδικασίας περιβαλλοντικών αδειοδοτήσεων, την ανασύσταση του συστήματος διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών, αλλαγές στη νομοθεσία για τις χρήσεις γης, τη νέα πρόταση του υπουργείου για τις οικιστικές πυκνώσεις και άλλα.

Στις δύο εβδομάδες της διαβούλευσης κατατέθηκαν 1.579 σχόλια, αριθμός ιδιαίτερα σημαντικός για περιβαλλοντικό σχέδιο νόμου (τα περισσότερα κείμενα που αναρτώνται στο open.gov συγκεντρώνουν μερικές δεκάδες σχόλια). Η πλειονότητα των σχολίων, ωστόσο, ήταν μάλλον αρνητική για το περιεχόμενό του. Περιβαλλοντικοί και επιστημονικοί φορείς, αλλά και πολλοί μεμονωμένοι πολίτες, ζητούν την απόσυρσή του υποστηρίζοντας ότι θα επιφέρει δυσανάλογες βλάβες.

Οι τομείς που συγκεντρώνουν τα περισσότερα σχόλια είναι τρεις: η περιβαλλοντική αδειοδότηση, οι φορείς διαχείρισης και οι χρήσεις γης.

Στην περιβαλλοντική αδειοδότηση πολλοί επισημαίνουν τους κινδύνους της προτεινόμενης ρύθμισης, σύμφωνα με την οποία μπορεί να ανατίθεται από τον ενδιαφερόμενο σε ιδιώτη η όλη διαδικασία εξέτασης της μελέτης περιβαλλοντικών επιπτώσεων (πλην… της τελικής υπογραφής). Μάλιστα, την άποψη αυτή υποστηρίζουν και σημαντικές επιχειρήσεις, όπως για παράδειγμα η «ΑΓΕΤ Ηρακλής»: «Εφόσον το ουσιαστικό κομμάτι της σύνταξης των περιβαλλοντικών όρων συντελείται από τα στελέχη της Διεύθυνσης Περιβαλλοντικής Αδειοδότησης του υπουργείου Περιβάλλοντος, θα απαιτηθεί η στελέχωση και ενίσχυσή της με κατάλληλο και υψηλού τεχνικού υποβάθρου προσωπικό (…) εκ παραλλήλου σε συνεργασία με τους πιστοποιημένους αξιολογητές (σ.σ.: τους ιδιώτες)». «Δεν νοείται νομοσχέδιο να επιτρέπει στον εκάστοτε φορέα του έργου, δηλαδή αυτόν που υποβάλλει τη μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, να μπορεί να επιλέξει ο ίδιος τον αξιολογητή που ενδεχομένως και να συνδέεται με οποιονδήποτε τρόπο μαζί του», αναφέρει η Ελληνική Εταιρεία Περιβάλλοντος και Πολιτισμού. «Επαναλαμβάνεται η λογική της αφαίρεσης αρμοδιότητας από έναν δημόσιο φορέα και της μεταβίβασής της σε άλλο όργανο. Οι παθογένειες του συστήματος δεν μπορούν να εξαλειφθούν έτσι». Υπάρχουν βέβαια και οι αντίθετες απόψεις: για παράδειγμα, ο Σύνδεσμος Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων ζήτησε μια ακόμα πιο «σκληρή» γραμμή, να μην μπορούν να ελέγχονται ή να απορρίπτονται οι αποφάσεις των ιδιωτών αξιολογητών των περιβαλλοντικών μελετών.

Οσον αφορά τις χρήσεις γης, ετερόκλητοι φορείς υπέδειξαν τη σύγχυση που καταγράφεται ανάμεσα σε χρήσεις και δραστηριότητες, αλλά και τον τρόπο που οι προστατευόμενες περιοχές θα επιτρέπεται να δεχθούν βαριά βιομηχανική δραστηριότητα. Για παράδειγμα, πολλοί κυνηγετικοί σύλλογοι επισημαίνουν ότι η προσθήκη της θήρας ή της συλλογής βοτάνων ως… κατηγορία χρήσης γης είναι λανθασμένη. «Σε κάθε περίπτωση, η ένταξη των εξορύξεων πετρελαίου και αερίου σε περιβαλλοντικές ζώνες αποτελεί ένα οξύμωρο σχήμα και εναντιώνεται στην ίδια τη φύση της περιβαλλοντικής πολιτικής μιας χώρας: οι εξορύξεις υδρογονανθράκων αφενός αποτελούν μία από τις πιο καταστροφικές για το περιβάλλον ανθρώπινες δραστηριότητες, αφετέρου θα πρέπει να εκλείψουν στο εγγύς μέλλον προκειμένου να αντιμετωπιστεί η κλιματική κρίση», παρατηρεί η Greenpeace.

Για τους φορείς διαχείρισης των προστατευόμενων περιοχών, υπάρχουν διαφορετικές απόψεις σχετικά με την προτεινόμενη δομή (μία κεντρική υπηρεσία με παραρτήματα). Για παράδειγμα, το Τμήμα Ωκεανογραφίας και Θαλάσσιων Επιστημών του Πανεπιστημίου Αιγαίου εκφράζει προβληματισμό «για την προβλεπόμενη μείωση της αυτοτέλειας των φορέων διαχείρισης, την κατάργηση των διοικητικών συμβουλίων τους και την υποκατάστασή τους από άλλες, ασαφείς δομές». «Η προτεινόμενη υπαγωγή των σχημάτων διοίκησης σε ένα ενιαίο νομικό πρόσωπο, ως αποκεντρωμένων μονάδων του, θα έχει μεν ως αποτέλεσμα την εξοικονόμηση σημαντικών πόρων που τώρα δαπανώνται για καθαρά διοικητικές λειτουργίες των φορέων διαχείρισης, όμως δεν προσφέρει καμία εγγύηση αναβάθμισης του έργου που σήμερα επιτελούν οι φορείς αυτοί», παρατηρεί η WWF Ελλάς.

Πηγή