Η Αθήνα βρίσκεται σε επαφές για το ζήτημα του τουρισμού και με αρκετές χώρες, για να διαπιστωθεί η δυνατότητα ασφαλούς επανέναρξης πτήσεων.
Προεργασία για την ενδεχόμενη σύναψη διμερών συμφωνιών με χώρες όπως η Κύπρος, το Ισραήλ, η Βουλγαρία και η Αυστρία, που έχουν καλές επιδόσεις στο μέτωπο του ελέγχου της πανδημίας, με αντικείμενο το άνοιγμα των συνόρων προκειμένου να δεχθεί η Ελλάδα επισκέπτες από αυτές, εφόσον οι ελληνικές υγειονομικές αρχές το επιτρέψουν, ξεκίνησε το υπουργείο Τουρισμού.
Η πρωτοβουλία κρίθηκε αναγκαία καθώς γίνεται ολοένα και πιο ξεκάθαρο πως η επίτευξη συμφωνίας σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, που εξακολουθεί να αποτελεί προτεραιότητα της ελληνικής κυβέρνησης και επί της οποίας εργάζεται επισταμένως, θα χρειαστεί πολύ περισσότερο χρόνο από ό,τι είχε αρχικά εκτιμηθεί εξαιτίας των διαφορετικών απόψεων κάθε χώρας αλλά και των διαφορετικών φάσεων του κύκλου της πανδημίας στις οποίες βρίσκεται η καθεμία από αυτές.
Αλλά ακόμα και όταν αυτοί οι πανευρωπαϊκοί κανόνες συμφωνηθούν, αναμένεται να μοιάζουν περισσότερο με ένα ευρύ πλαίσιο παρά με αυστηρό πρωτόκολλο και η κάθε χώρα θα πρέπει να θέσει και τους δικούς της επιμέρους κανόνες.
Σε κάθε περίπτωση, η τελική απόφαση για το πότε θα ανοίξει η χώρα σε ξένους επισκέπτες θα ληφθεί από τον πρωθυπουργό έπειτα από διαβούλευση με τις ελληνικές υγειονομικές αρχές. Αυτές, για την ώρα τουλάχιστον, διατηρούν θέση «μηδενικού ρίσκου». Δηλαδή, μιλούν για διαδικασίες ελέγχου των δυνητικών επισκεπτών (τεστ πριν από επτά ημέρες και αμέσως πριν από το κάθε ταξίδι και επιπλέον τεστ κατά την άφιξη τόσο για ανοσία όσο και για ασθένεια κ.ά.), στις οποίες δύσκολα θα δεχθεί να υποβληθεί κάποιος. Αλλά οικονομική δραστηριότητα μηδενικού ρίσκου δεν υπάρχει, σχολιάζουν όσοι ανησυχούν εξίσου και για την οικονομική κρίση.
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, μιλώντας χθες Δευτέρα στο τηλεοπτικό δίκτυο CNN, ξεκαθάρισε πάντως ότι «θα είναι ένα πολύ διαφορετικό καλοκαίρι». Αναφερόμενος στις προοπτικές της τουριστικής περιόδου, σημείωσε ότι «στο καλύτερο σενάριο, η Ελλάδα θα ανοίξει για την τουριστική δραστηριότητα από την 1η Ιουλίου και εργαζόμαστε προς αυτή την κατεύθυνση. Επομένως, προετοιμαζόμαστε γι’ αυτό. Αλλά σχετίζεται ασφαλώς και με τις αεροπορικές εταιρείες, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι έρχονται αεροπορικώς στην Ελλάδα. Και σχετίζεται επίσης με πολύ αυστηρά και εφαρμόσιμα πρωτόκολλα».
Αναμένοντας λοιπόν τις πανευρωπαϊκές και διεθνείς αποφάσεις, η χώρα ετοιμάζεται και για τις επιμέρους αγορές της, με ενδεχόμενες διμερείς συμφωνίες. Το σχετικό χρονοδιάγραμμα στο υπουργείο Τουρισμού φέρεται να προβλέπει πως έως τα μέσα Ιουνίου θα μπορούσαν να έχουν κλείσει κάποιες διακρατικές συμφωνίες και, εφόσον παράλληλα έχουν συμφωνηθεί σε διεθνές επίπεδο υγειονομικά πρωτόκολλα για τις αεροπορικές και η εξέλιξη της επιδημίας είναι τέτοια που να δώσουν το πράσινο φως οι ελληνικές υγειονομικές αρχές, να ανοίξουν αυτές οι αγορές για τουρισμό στην Ελλάδα.
Οι χώρες με τις οποίες, σύμφωνα με τις σχετικές πληροφορίες, ξεκινάει αυτή την εβδομάδα επαφές η Ελλάδα προς τον σκοπό αυτό είναι χώρες τόσο με καλό υγειονομικό προφίλ όσο και με γεωγραφική εγγύτητα, ώστε να περιορίζεται η ώρα έκθεσης στο αεροπορικό ταξίδι, όπου αυτό χρειάζεται.
Ειδικότερα, συζητήσεις αρχίζουν με την Κύπρο, το Ισραήλ, τη Βουλγαρία και την Αυστρία. Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έχουν οι επαφές με το Ισραήλ, το οποίο «βλέπει» την Ελλάδα ως τη μοναδική χώρα όπου θα μπορούσαν οι πολίτες του να κάνουν διακοπές φέτος, εξαιτίας του άριστου υγειονομικού ιστορικού της. Οπως σημειώνει στην «Κ» ο πρόεδρος του Εμπορικού Επιμελητηρίου Ισραήλ – Ελλάδας, Σάμπυ Μιωνής, στόχος του Τελ Αβίβ στις επαφές του με την Αθήνα είναι να έρθουν στην Ελλάδα το 2020 ένα εκατομμύριο Ισραηλινοί, από επτακόσιες χιλιάδες το 2019. Μάλιστα, σχετικές συζητήσεις πραγματοποιούν και φορείς διαχείρισης αεροδρομίων στις δύο χώρες, καθώς γίνεται σταδιακά σαφές παγκοσμίως πως τα αεροδρόμια αναχώρησης θα αναλάβουν τη φιλοξενία των διαδικασιών πιστοποίησης της υγείας των ταξιδιωτών μέσω διαγνωστικών τεστ.
Να σημειωθεί πως Κύπρος, Ισραήλ, Βουλγαρία και Αυστρία το 2019 έστειλαν στην Ελλάδα αθροιστικά περί τα 5,5 εκατομμύρια τουρίστες (από τα συνολικά 34 εκατομμύρια ταξιδιώτες του 2019), που δαπάνησαν στη χώρα μας περί το 1,6 δισεκατομμύριο ευρώ (από τα 18,17 δισεκατομμύρια συνολικά).
Η μικρή βαρύτητα αυτών των αγορών στη συνολική δραστηριότητα εξηγεί, πάντως, και γιατί προέχει η επίτευξη πανευρωπαϊκών αλλά και διεθνών κανόνων για τα ταξίδια. Ομως, στην πράξη, ολοένα και περισσότεροι ανησυχούν πως κάτι τέτοιο είναι αδύνατον να επιτευχθεί τουλάχιστον με τέτοια ταχύτητα ώστε να μη χαθεί ολόκληρο το 2020 και να μην υπονομευθεί και το 2021. Η πολυπλοκότητα του ζητήματος σε συνδυασμό με τη διάσταση απόψεων μεταξύ των χωρών, ενίοτε και μεταξύ υγειονομικών και πολιτικών αρχών στο εσωτερικό της καθεμίας, όπως και οι ιστορικά αργοί ρυθμοί λήψης τέτοιων αποφάσεων από την ευρωπαϊκή γραφειοκρατία, κάνουν πολλούς να πιστεύουν πως η διαμόρφωση κοινής θέσης μπορεί να μην έλθει αυτό το καλοκαίρι.
Επιπλέον, πολλές ευρωπαϊκές χώρες που δεν έχουν οικονομίες με σημαντική εξάρτηση από τον τουρισμό αποθαρρύνουν ανοιχτά την έξοδο των πολιτών τους στο εξωτερικό, για λόγους τόσο υγειονομικούς όσο και οικονομικούς. Επιδιώκουν, δηλαδή, να κρατήσουν τις δαπάνες αυτές στο εσωτερικό τους. Για του λόγου το αληθές, αξίζει να αναφερθεί πως προ εβδομάδος υπουργός της γερμανικής κυβέρνησης παρότρυνε τους πολίτες της μεγαλύτερης αγοράς προσέλκυσης τουριστών προς την Ελλάδα, της Γερμανίας (4 εκατομμύρια ταξιδιώτες και 2,9 δισεκατομμύρια ευρώ το 2019), να μην ταξιδέψουν στο εξωτερικό αυτό το καλοκαίρι.
Η Αθήνα βρίσκεται επίσης σε επαφές για το ζήτημα του τουρισμού και με μια σειρά άλλων χωρών προκειμένου να διαπιστωθεί η δυνατότητα ασφαλούς επανέναρξης πτήσεων, πάντοτε εφόσον οι υγειονομικές αρχές το επιτρέψουν, μεταξύ των οποίων και η Κίνα, αναφέρουν καλά πληροφορημένες διπλωματικές πηγές στην «Κ».