Ο σάλος που ξέσπασε όταν το περιστατικό ήρθε στο φως δεν έχει καταλαγιάσει, ενώ αντίθετα τροφοδοτήθηκε από την απόφαση ανακρίτριας και εισαγγελέα να αφήσουν ελεύθερο, με περιοριστικούς όρους, τον γνωστό δικηγόρο, μια απόφαση που βρέθηκε στο στόχαστρο του Αρείου Πάγου.
«Δε μεταχειριζόμαστε διαφορετικά κάποιους ανθρώπους»
Αναφερόμενη στο θέμα και το χρονικό της υπόθεσης, και απαντώντας στα περί διαφορετικής μεταχείρισης του δικηγόρου σε σύγκριση με άλλους κατηγορούμενους από την Αστυνομία, η εκπρόσωπος Τύπου της ΕΛ.ΑΣ, Κωνσταντίνα Δημογλίδου, σημειώνει:
«Δεν υπάρχει κανένας λόγος να νομίζει ο κόσμος ότι μεταχειριζόμαστε διαφορετικά κάποιους ανθρώπους από κάποιους άλλους. Για εμάς, όλοι οι δράστες και όλα τα θύματα είναι ίσοι».
Για το συμβάν σημειώνει:
«Εκείνο το βράδυ ενημερώθηκε το κέντρο της Άμεσης Δράσης από τον γιατρό ο οποίος εφημέρευε και ο οποίος εξέτασε τη συγκεκριμένη γυναίκα η οποία έφτασε τραυματισμένη. Όταν έφτασε το περιπολικό με το πλήρωμα της Άμεσης Δράσης, κανένας από τους δύο αστυνομικούς, δεν αναγνώρισε κανέναν από το ζευγάρι. Ρώτησαν ποιος κάλεσε στο κέντρο της Άμεσης Δράσης. Ο γιατρός ανέφερε ότι κάλεσε ο ίδιος καθώς υπάρχει ένα ζευγάρι που η γυναίκα είναι αρκετά τραυματισμένη, και οι δύο υποστηρίζουν ότι η γυναίκα είχε ένα ατύχημα από πτώση στην σκάλα ενώ ο ίδιος υποστηρίζει ότι τα τραύματα δεν μπορεί να έχουν προέρθει από ένα τέτοιο ατύχημα, έχει χτυπηθεί από άνθρωπο».
«Στο νοσοκομείο υπάρχει μια ένταση, παρούσες είναι και δύο νοσηλεύτριες και η ενήλικη κόρη του κ. Λύτρα. Ρωτούν τον γιατρό αν επιθυμεί να καταθέσει στους αστυνομικούς, το δέχεται ο γιατρός, ενημερώνεται το κέντρο της Άμεσης Δράσης, ο γιατρός αναφέρει ότι δεν μπορεί να αποχωρήσει από το νοσοκομείο καθώς υπάρχει εφημερία και φυσικά δεν μπορεί να αποχωρήσει και η τραυματισμένη γυναίκα η οποία χρήζει νοσηλείας. Ενημερώνεται το κέντρο της Άμεσης Δράσης για να φτάσει περιπολικό. Μέχρι στιγμής, ο ισχυρισμός και του θύματος και του δράστη είναι ότι πρόκειται για ατύχημα. Η προανακριτική δικογραφία που σχηματίστηκε από εμάς, οι αναφορές που έχουμε μέσα είναι για ατύχημα, ενώ ο μόνος που αναφέρει ότι το θύμα έχει χτυπηθεί από πρόσωπο είναι ο γιατρός», συμπληρώνει.
Σύμφωνα με την κα Δημογλίδου, η ομολογία του γνωστού δικηγόρου για ξυλοδαρμό, έγινε κατά την ανάκρισή του, ενώ η σύλληψή του έγινε εντός του αστυνομικού τμήματος στο οποίο είχε μεταβεί, μετά από εντολή εισαγγελέα.
«Ο άνθρωπος αυτός απομακρύνεται από το νοσοκομείο. Σε όλη τη διαδικασία ήταν απόλυτα συνεργάσιμος. Οδηγήθηκε στο αστυνομικό τμήμα ο κ. Λύτρας, μαζί του βρισκόταν και η κόρη του γι’ αυτό χρησιμοποίησε το όχημά του. Επιβιβάστηκε στο όχημά του με την κόρη του, δεν ήταν κρατούμενος. Φτάνει στο τμήμα, στη συνέχεια αποχώρησε η κόρη του, φτάνει το περιπολικό του γραφείου αντιμετώπισης ενδοοικογενειακής βίας στο νοσοκομείο, καταθέτουν και το θύμα και ο γιατρός, ενημερώνεται ο αρμόδιος εισαγγελέας και διατάσσει τη σύλληψη του δράστη, ζητά γνωμάτευση από τον γιατρό και την ένορκη κατάθεσή του και καταθέσεις από τους αστυνομικούς που έφτασαν πρώτοι στο νοσοκομείο και στη συνέχεια συλλαμβάνεται ο κ. Λύτρας εντός του αστυνομικού τμήματος».
Μέχρι τότε, κανείς δεν γνώριζε την ιδιότητά του, όπως λέει η ίδια.
«Η ιδιότητά του χρειαζόταν να αναφερθεί μόνο στον αξιωματικό υπηρεσίας καθώς όταν συλλαμβάνεται ένας δικηγόρος ενημερώνεται ο αρμόδιος εισαγγελέας».
«Εκτός αρμοδιότητας του Αρείου Πάγου η παρέμβαση»
Από την πλευρά του, ο δικηγόρος Θοδωρής Καραγιάννης, αναφέρθηκε στην παρέμβαση του Αρείου Πάγου στην υπόθεση.
«Όσον αφορά την παρέμβαση του Αρείου Πάγου, θέλω να πιστεύω ότι η δεύτερη, η οποία ήταν απολύτως νόμιμη, να είναι μια μορφή αναδίπλωσης γιατί δε δικαιολογείται αλλιώς. Η πρώτη παρέμβαση είναι εκτός αρμοδιότητας του Αρείου Πάγου. Δεν έχει κανένα δικαίωμα κανείς ανώτερος δικαστής, και από τον κώδικα ποινικής δικονομίας και από τον κώδικα οργανισμών δικαστηρίων και από το Σύνταγμα και από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, όπως σωστά λέει η Ένωση δικαστών και εισαγγελέων, δεν έχει κανένα δικαίωμα ανώτερος δικαστής να κρίνει πειθαρχικά έναν κατώτερο δικαστή ιεραρχικά για μία απόφαση».
«Αυτό, ξεφεύγει από το όρια κάθε νομικού πλαισίου. Το 80% των δύσκολων αποφάσεων το παίρνουν νέοι δικαστές και εισαγγελείς, οι πρωτοδίκες. Στα κακουργήματα, αυτοί είναι που διεξάγουν την ανάκριση, αυτοί αποφασίζουν. (…) Είναι, τουλάχιστον, θεσμικό λάθος. Οι δικαστές κρίνονται όπου επιτρέπει ο κώδικας ποινικής δικονομίας να ασκηθούν εφέσεις και αναιρέσεις είτε από τον κατηγορούμενο είτε από τους εισαγγελείς, που εδώ δε χωρεί. Οι δικαστές κρίνονται για πειθαρχικές παραβάσεις», συμπληρώνει.
Αναφερόμενος στην απόφαση του δικαστηρίου για τη μη κράτηση του γνωστού ποινικολόγου, ο κ. Καραγιάννης υπογραμμίζει:
«Σε επίπεδο νομικό, αυτή ήταν η σωστή απόφαση. Τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται συνήθως είναι οι οικογενειακές σχέσεις που υπάρχουν στη χώρα. Ένας άνθρωπος με αυτήν την οικογένεια που έχει, με αυτήν την κοινωνική ζωή που έχει και την αναγνώριση, το να πεις ότι θα σηκωθεί να φύγει να πάει στην Βραζιλία, γιατί όπου και να πάει στην Ευρώπη θα τον βρούνε, και θα παρατήσει τα πάντα για να γλιτώσει το δικαστήριο… Η δίωξη ήταν για κακούργημα, θα μπορούσε πολύ εύκολα να είναι για πλημμέλημα. Η βαριά σκοπούμενη σωματική βλάβη απαιτεί είτε να προέκυψε πραγματικός κίνδυνος ζωής, είτε να έμεινε ο άλλος εκτός της δυνατότητας να διαθέσει το σώμα του για καιρό. Άρα η δίωξη, με βάση την γνωμάτευση που είδε το φως της δημοσιότητας, είναι στα όρια του κακουργήματος ή πλημμελήματος. Θα μπορούσε να είναι πλημμεληματική η δίωξη».
«9 στις 10 υποθέσεις σαν τον Λύτρα δε θα είχαν μπει καν στο φως της δημοσιότητας και δε θα είχε τεθεί ούτε ζήτημα για προσωρινή κράτηση. (…) Δεν μπορεί η λύση σε όλα να είναι η προσωρινή κράτηση», καταλήγει.
Πηγή