Το Διεθνές Λογιστικό Πρότυπο 19 καθορίζει τη λογιστική και τις γνωστοποιήσεις για παροχές σε εργαζομένους, επηρεάζοντας τις οικονομικές καταστάσεις των εταιρειών που ακολουθούν τα διεθνή αλλά και τα ελληνικά λογιστικά πρότυπα, δηλαδή ενός πολύ σημαντικού μέρους της ελληνικής οικονομίας.
Στην ελληνική αγορά, η πιο συνήθης παροχή είναι η εφάπαξ παροχή κατά τη συνταξιοδότηση, βάσει του ν. 2112/20 και της τροποποίησής του από τον ν. 4093/12. Συγκεκριμένα, από τους νόμους αυτούς καθορίζεται το πλήθος των μισθών που δικαιούται ένας εργαζόμενος ως εφάπαξ κατά τη συνταξιοδότησή του, ανάλογα με τα έτη υπηρεσίας.
Σύμφωνα με το ΔΛΠ19, για την αποτίμηση μιας καθορισμένης παροχής μετά την έξοδο από την υπηρεσία απαιτείται εξειδικευμένη επιστημονική μελέτη από αναλογιστή. Το πρότυπο ορίζει το πλαίσιο εκπόνησης της αναλογιστικής μελέτης, όπως τη μεθοδολογία, τις υποθέσεις, τις λογιστικές απεικονίσεις και τους ελέγχους ευαισθησίας.
Ο τρόπος επιμερισμού της παροχής στα έτη έχει εγείρει δύο διαφορετικές απόψεις μεταξύ επαγγελματιών (αναλογιστών, ορκωτών ελεγκτών, οικονομικών κ.λπ.). Οι υποστηρικτές της μιας άποψης θεωρούν πως η παροχή θα πρέπει να μερίζεται μέχρι το 16ο έτος υπηρεσίας (βάσει της κλίμακας του ν. 4093) και μετά να μένει σταθερή, βασιζόμενοι στην παράγραφο 70 του ΔΛΠ19 (μεθοδολογία Α). Σε αντιδιαστολή, οι λοιποί θεωρούν πως η παροχή θα πρέπει να μερίζεται γραμμικά σε όλα τα έτη εργασίας στον εργοδότη μέχρι τη συνταξιοδότηση, βάσει της παραγράφου 71 του ΔΛΠ19 (μεθοδολογία Β).
Λαμβάνοντας υπόψη τις παραπάνω ερμηνείες, οι αναλογιστικές υποχρεώσεις που θα προέκυπταν βάσει των δύο διαφορετικών επιμερισμών θα κατέληγαν στο ίδιο ποσό στο τελευταίο έτος, αλλά με διαφορετικά μεγέθη στα ενδιάμεσα έτη.
Κάνοντας χρήση ενός παραδείγματος εργαζομένου 40 ετών, με μηνιαίο μισθό 2.000 ευρώ, που θα συνταξιοδοτηθεί στα 67 και θα λάβει εφάπαξ παροχή 19.100 ευρώ για 27 έτη υπηρεσίας, η τελική αναλογιστική υποχρέωση θα είναι η ίδια ανεξαρτήτως του τρόπου επιμερισμού. Ο επιμερισμός όμως επηρεάζει τα ενδιάμεσα μεγέθη, όπως φαίνεται στα ακόλουθα διαγράμματα, που οι διαφορές αγγίζουν το 40%. Συγκεκριμένα, η αναλογιστική υποχρέωση σε ηλικία 57 ετών θα είναι 14.800 ευρώ με βάση τη μεθοδολογία Α, ενώ με τη μεθοδολογία Β θα είναι 9.300 ευρώ, δηλαδή σχεδόν 40% λιγότερη. Αναφέρεται πως για σκοπούς παραδείγματος, τα μεγέθη εμφανίζονται στρογγυλοποιημένα. Γενικότερα, η επίπτωση στα μεγέθη μιας εταιρείας εξαρτάται από την «παλαιότητα» των εργαζομένων.
Απαντώντας στο καίριο ερώτημα, δηλαδή στο πώς πρέπει να γίνεται ο επιμερισμός της παροχής, έχω τοποθετηθεί πολλές φορές με την ιδιότητα του αναλογιστή και πάντα η θέση μου ήταν πως ο επιμερισμός πρέπει να γίνεται γραμμικά σε όλα τα έτη εργασίας στον εργοδότη μέχρι τη συνταξιοδότηση. Η τεκμηρίωση αυτής της τοποθέτησης έγκειται κυρίως σε:
Η παροχή δεν θεμελιώνεται ποτέ νωρίτερα, δηλαδή αν ο εργαζόμενος αποχωρήσει από οποιοδήποτε αίτιο πριν από τη συνταξιοδότηση, ο εργοδότης δεν θα καταβάλει κάτι. (Σημειώνεται πως μόνο οι παροχές μετά τη συνταξιοδότηση εμπίπτουν στο ΔΛΠ19. Οποια άλλη παροχή, όπως η αποζημίωση απόλυσης, χρήζει άλλου λογιστικού χειρισμού.)
Η κλίμακα του νόμου 4093 έχει νόημα κυρίως για την απόλυση, καθώς για τη συνταξιοδότηση λαμβάνουμε υπόψη το τελικό πλήθος μισθών και όχι τα ενδιάμεσα.
Δεν συνάδει με τη γενικότερη λογική των διεθνών λογιστικών προτύπων ο εργοδότης να σχηματίζει όλη την υποχρέωση από το 16ο έτος, ενώ δεν πρόκειται να αποδοθεί πριν από τη συνταξιοδότηση. (Αγνοώντας για λόγους απλοποίησης τις λοιπές αναλογιστικές υποθέσεις.)
Εχοντας εκπονήσει πολυπληθείς αναλογιστικές μελέτες για το ΔΛΠ19 τα τελευταία 10 έτη, υποστηρίζω την άποψη ότι ο επιμερισμός πρέπει να γίνεται γραμμικά σε όλα τα έτη εργασίας στον εργοδότη μέχρι τη συνταξιοδότηση. Είναι μεγίστης σημασίας για την ελληνική αγορά να συμφωνήσει και να ακολουθεί εφεξής ενιαία μεθοδολογία, διασφαλίζοντας έτσι τη συνέπεια μεταξύ των εταιρειών.
* Η κ. Μαριάννα Ανυφαντή είναι αδειούχος αναλογιστής, διευθύνουσα σύμβουλος anras P.C.