Ενα «οικονομικό θαύμα» θα αναζητήσει η κυβέρνηση μέσα στο 2021 προκειμένου να αφήσει η χώρα πίσω της όσο το δυνατόν γρηγορότερα τη μεγάλη περιπέτεια του κορωνοϊού. Μεταξύ των παραμέτρων αυτού του «οικονομικού θαύματος» θα είναι η κατακόρυφη μείωση του ποσοστού του χρέους ως προς το ΑΕΠ στην περιοχή του 185% –για φέτος αναμένεται να προσεγγίσει το 200%, που θα είναι και το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό παγκοσμίως–, ένα ισχυρό ποσοστό ανάπτυξης άνω του 5%-6%, που θα επαναφέρει και το ποσοστό της ανεργίας κοντά στα προ πανδημίας επίπεδα (περίπου 16%-17%, από περίπου 20% που θα είναι στο κλείσιμο της φετινής χρονιάς), αλλά και η επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα ως δείγμα άσκησης «συνεπούς οικονομικής πολιτικής, η οποία δεν θα στηρίζεται στα δανεικά».

Το 2020 θα κλείσει με πολύ υψηλό έλλειμμα γενικής κυβέρνησης της τάξεως του 7% και άνω, αλλά και πρωτογενές έλλειμμα που θα πλησιάζει (πιθανώς και θα ξεπερνάει) το 4% του ΑΕΠ. Παρ’ όλα αυτά, στο οικονομικό επιτελείο εκτιμούν ότι η απότομη επιστροφή στα πρωτογενή πλεονάσματα είναι εφικτή και μάλιστα χωρίς να χρειαστεί η λήψη πρόσθετων μέτρων. Το αντίθετο επιδιώκεται: να βρεθεί δημοσιονομικός χώρος 2 δισ. ευρώ προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η μείωση του συντελεστή των ασφαλιστικών εισφορών –απαιτεί τουλάχιστον 1 δισ. ευρώ– αλλά και να ξεκινήσει η διαδικασία σταδιακής κατάργησης της εισφοράς αλληλεγγύης καθώς και του τέλους επιτηδεύματος. Η σύνταξη του προϋπολογισμού του 2021 με αυτές τις προβλέψεις θα στηριχθεί σε δύο βασικούς «αγνώστους». Ο πρώτος έχει να κάνει με τις συνθήκες που θα επικρατούν σε υγειονομικό επίπεδο. Η ολική επαναφορά της οικονομίας μπορεί να επιτευχθεί μόνο αν υπάρξει πλήρης ομαλοποίηση σε παγκόσμιο επίπεδο μέσα στο 2021. Ο δεύτερος άγνωστος έχει να κάνει με το κατά πόσον θα γίνει αποδεκτό το ελληνικό αίτημα να μην εφαρμοστεί κατά γράμμα το 2021 το πλαίσιο της μεταμνημονιακής εποπτείας, που υποχρεώνει τη χώρα να παραγάγει πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ.

Ποια είναι τα «όπλα» που έχει στη διάθεσή της η ελληνική πλευρά για να επιτύχει αυτό το «οικονομικό θαύμα»;

1. Η ύφεση του 2020 οφείλεται σε εξωγενείς παράγοντες. Χωρίς κορωνοϊό, και ξεκινώντας από πολύ χαμηλή «αφετηρία», με ένα ετήσιο ΑΕΠ κοντά στα 170-172 δισ. ευρώ στο τέλος του 2020, η ομαλοποίηση θα φέρει και αύξηση της κατανάλωσης και πολλαπλάσιο αριθμό τουριστών μέσα στο 2021 συγκριτικά με φέτος. Οι περισσότεροι θεσμοί καθώς και η ελληνική κυβέρνηση εκτιμούν ότι ανάπτυξη ακόμη και άνω του 6% είναι εφικτή.

2. Το χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ μπορεί να διορθωθεί μέσα στο 2021 εξαιτίας του παρονομαστή. Αν δεν υπάρξουν αρνητικές εκπλήξεις, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους θα προχωρήσει μέσα στο 2021 σε 3-4 εκδόσεις ομολόγων με στόχο να αντλήσει από τις αγορές ποσό της τάξεως των 8-10 δισ. ευρώ. Με αυτό το ποσό ουσιαστικά θα καλυφθούν οι ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους, οπότε σε απόλυτο αριθμό το χρέος δεν θα αυξηθεί μέσα στο 2021. Με την αύξηση του ακαθάριστου προϊόντος, όμως, η αναλογία χρέους ως προς το ΑΕΠ εκτιμάται ότι μπορεί να πέσει αισθητά στην περιοχή του 185%.

3. Το πρωτογενές έλλειμμα του 2020 θα προέλθει σχεδόν εξ ολοκλήρου από την ενεργοποίηση μέτρων που έχουν εφάπαξ χαρακτήρα. Η μη επανάληψη αυτών των μέτρων μέσα στο 2021 σημαίνει αυτομάτως και δημιουργία δημοσιονομικού χώρου. Επίσης, μέτρα που ελήφθησαν φέτος, όπως η μείωση της προκαταβολής φόρου και η αναστολή φορολογικών βαρών ύψους 1,5 δισ. ευρώ, με στόχο να πληρωθούν το 2021, δημιουργούν πρόσθετα έσοδα στον προϋπολογισμό του 2021.

Απώλειες φορολογικών εσόδων έως 6 δισ. το 2020

Το 2020 θα κλείσει με πολλά αρνητικά ρεκόρ όσον αφορά τα φορολογικά έσοδα. Οι εισπράξεις της γενικής κυβέρνησης από φόρους αναμένεται να υποχωρήσουν κατά τουλάχιστον 5-6 δισ. ευρώ έναντι των στόχων. Ηδη, στο 5μηνο καταγράφεται απώλεια της τάξεως των 2,5 δισ. ευρώ συγκριτικά με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο. Μετά την απόφαση να μειωθεί η προκαταβολή φόρου των επιχειρήσεων κατά 1,5 δισ. ευρώ, τις απώλειες που θα καταγραφούν ειδικά μετά το γ΄ τρίμηνο από τους έμμεσους φόρους, τις αναστολές φορολογικών υποχρεώσεων άνω του 1,5 δισ. ευρώ με στόχο αυτές να πληρωθούν από το 2021 και μετά, αλλά και τις επιστροφές φόρου που δίδονται ως οικονομικό αντάλλαγμα σε εκατοντάδες χιλιάδες φορολογουμένους, τα τελικά φορολογικά έσοδα αναμένεται να κινηθούν στην περιοχή των 45 δισ. ευρώ έναντι περίπου 50 δισ. ευρώ που ήταν το 2019. Αν επιβεβαιωθεί αυτή η εκτίμηση, θα πρόκειται για μία από τις χειρότερες επιδόσεις της τελευταίας 20ετίας. Πολύ πίσω στον χρόνο, θα πρέπει να αναζητηθεί αντίστοιχη επίδοση και όσον αφορά στα δηλωθέντα εισοδήματα των φορολογουμένων (σ.σ. φέτος αναμένεται να υποχωρήσουν για πρώτη φορά κάτω και από τα 70 δισ. ευρώ) αλλά και στα φορολογητέα κέρδη των επιχειρήσεων, τα οποία είναι πιθανό να «βουλιάξουν» κάτω και από τα 10 δισ. ευρώ όταν συστηματικά τα τελευταία χρόνια ξεπερνούν τα 14 δισ. ευρώ. Παρά τις εξαιρετικά δυσμενείς στατιστικές, υπάρχουν στοιχεία που επιτρέπουν στο οικονομικό επιτελείο να αισιοδοξεί όσον αφορά την πορεία των φορολογικών εσόδων κατά την επόμενη χρονιά:

1. Η Ελλάδα είναι πολύ «εκτεθειμένη» στους έμμεσους φόρους με την αναλογία έμμεσων – άμεσων να είναι μία από τις χειρότερες στην Ευρώπη. Αυτό αποτελεί μειονέκτημα για τη φετινή χρονιά, αλλά του χρόνου θα μετατραπεί σε πλεονέκτημα, καθώς όσο θα ανακάμπτει η κατανάλωση, τόσο θα γεμίζουν και τα κρατικά ταμεία.

2. Η απώλεια δηλωθέντων εισοδημάτων επηρεάζει και τον προϋπολογισμό της επόμενης χρονιάς, αφού το εισόδημα που αποκτάται μέσα στο 2020 φορολογείται το 2021. Οι μισθωτοί φέτος όντως θα έχουν κάμψη εισοδήματος λόγω αναστολών, μειωμένης απασχόλησης κ.λπ. Ωστόσο, επειδή οι περισσότεροι κινούνται ούτως ή άλλως στην περιοχή του αφορολογήτου, οι απώλειες εσόδων από το νέο έτος δεν θα είναι πολύ μεγάλες. 

3. Η ζημία στα κέρδη επαγγελματιών και επιχειρήσεων όντως θα χτυπήσει τον προϋπολογισμό του 2021. Ωστόσο, με την απόφαση να μειωθεί αισθητά φέτος η προκαταβολή φόρου, το δημοσιονομικό κόστος θα «μοιραστεί» ανάμεσα στους προϋπολογισμούς του 2020 και του 2021.

4. Ολα τα έσοδα που θα λείψουν φέτος εξαιτίας των αναστολών, θα αρχίσουν να προστίθενται από του χρόνου λόγω της νέας ρύθμισης των 12 ή 24 δόσεων που θα νομοθετηθεί μέσα στις επόμενες εβδομάδες.

Με ταμειακά διαθέσιμα έως και 32 δισ. θα κλείσει η χρονιά

Τη χειρότερη τριμηνιαία επίδοση σε επίπεδο ΑΕΠ από το μακρινό… 1996 αναμένεται να ανακοινώσει η Ελληνική Στατιστική Αρχή για το 2ο τρίμηνο της φετινής χρονιάς, καθώς η ύφεση στο διάστημα Απριλίου-Ιουνίου εκτιμάται ότι μπορεί να φτάσει ακόμη και στο 16%.

Οσο για το σύνολο του έτους, αν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις της κυβέρνησης για ποσοστό ύφεσης της τάξεως του 8% –άλλοι θεσμοί όπως ο ΙΟΒΕ ή η Ευρωπαϊκή Επιτροπή προβλέπουν και ακόμη μεγαλύτερη ύφεση– τότε η χώρα θα βρεθεί με ένα ΑΕΠ της τάξεως των 170-172 δισ. ευρώ που θα είναι και το χαμηλότερο που έχει καταγραφεί από το 2003. Η επιστροφή του εθνικού πλούτου ακόμη και 17 χρόνια πίσω στον χρόνο, θα παρασύρει το σύνολο των οικονομικών δεικτών.

Το δημόσιο χρέος αναμένεται να αναρριχηθεί σε νέο ιστορικό υψηλό ως ποσοστό του ΑΕΠ, προσεγγίζοντας το 200%, ενώ ακόμη και σε απόλυτο αριθμό αναμένεται να εκτιναχθεί  στα 340-342 δισ. ευρώ μέχρι το τέλος του έτους, επιστρέφοντας κοντά στα επίπεδα που ήταν πριν από το περίφημο «κούρεμα» με το PSI το 2012 (356 δισ. ευρώ). H αύξηση του δανεισμού αποτέλεσε επιτακτική ανάγκη φέτος καθώς έπρεπε να διατηρηθούν τα ταμειακά διαθέσιμα του κράτους σε υψηλά επίπεδα προκειμένου να χρηματοδοτηθεί η στήριξη της κοινωνίας μεσούσης της πανδημίας.

Ηδη, με τις τρεις νέες εκδόσεις ελληνικών ομολόγων η χώρα έχει αντλήσει 7,5 δισ. ευρώ από τις αγορές, ενώ επιπλέον πόροι αντλούνται ή θα αντληθούν μέσω των εκδόσεων εντόκων γραμματίων αλλά και του δανεισμού που θα γίνει μέσω του προγράμματος SURE (σ.σ. θα δανειστούμε πάνω από 1 δισ. ευρώ φέτος για να χρηματοδοτηθούν τα μέτρα τόνωσης της απασχόλησης). Μέχρι το τέλος του χρόνου θα υπάρξει τουλάχιστον μία ακόμη προσφυγή στις αγορές.



H αύξηση του δανεισμού με νέες ομολογιακές εκδόσεις θα οδηγήσει το δημόσιο χρέος φέτος στο 200% του ΑΕΠ.

Σύμφωνα με πληροφορίες, ο Οργανισμός Διαχείρισης Δημοσίου Χρέους δεν θα εκδώσει νέο ομόλογο αλλά θα ανοίξει εκ νέου μία ή περισσότερες από τις υφιστάμενες εκδόσεις που έγιναν φέτος 7ετούς, 10ετούς και 15ετούς διάρκειας. Μέσω της διαδικασίας του reopening, θα αντληθούν επιπλέον πόροι συνολικού ύψους περίπου 1,5 δισ. ευρώ, οπότε η καθαρή αύξηση του δανεισμού αναμένεται ότι θα ανέλθει στα 8-10 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2019 (σ.σ. ανάλογα και με το τελικό ύψος του δανεισμού από τα προγράμματα στήριξης της Ε.Ε.). Ετσι, το χρέος θα φτάσει από τα 331 δισ. ευρώ στο τέλος του 2019, στην περιοχή των 340 δισ. ευρώ με την αναλογία ως προς το ΑΕΠ να κινείται στην περιοχή του 200%. 

Η αύξηση του δημοσίου χρέους αναμένεται να συγκρατήσει σε ικανοποιητικά επίπεδα τα ταμειακά διαθέσιμα. Στο υπουργείο Οικονομικών, έχοντας προϋπολογίσει ότι θα υπάρξει ένα ακόμη πακέτο στήριξης μέσα στη χρονιά με προϋπολογισμό τουλάχιστον 2 δισ. ευρώ.

Προγραμματίζεται να ανακοινωθεί το φθινόπωρο και αυτή τη φορά θα αφορά κυρίως τη θέσπιση μέτρων για τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας αλλά και την οικονομική στήριξη όσων θα έχουν υποστεί κατακόρυφη μείωση του διαθέσιμου εισοδήματός τους μετά την ολοκλήρωση της καλοκαιρινής περιόδου.

Με αυτά τα δεδομένα εκτιμάται ότι η χρονιά θα κλείσει με τα ταμειακά διαθέσιμα να παραμένουν στα επίπεδα των 30-32 δισ. ευρώ μειωμένα κατά περίπου 5-7 δισ. ευρώ σε σχέση με το τέλος του 2019. Με τη μείωση των ταμειακών διαθεσίμων κατά περίπου 5-7 δισ. ευρώ αλλά και την αύξηση του δανεισμού κατά περίπου 8-10 δισ. ευρώ θα πληρωθεί και ο τελικός «λογαριασμός» της πανδημίας, ο οποίος με τα μέχρι τώρα δεδομένα ανέρχεται περίπου στα 17 δισ. ευρώ σε ταμειακούς όρους ή περίπου στα 15 δισ. ευρώ σε δημοσιονομικούς όρους.

Το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης αναμένεται να εκτιναχθεί στα 13-14 δισ. ευρώ φέτος, καθώς πέραν των τόκων για την εξυπηρέτηση του δημοσίου χρέους συνολικού ύψους περίπου 5,5-6 δισ. ευρώ θα υπάρξει και πρωτογενές έλλειμμα περίπου 7-8 δισ. ευρώ λόγω της εκτιμώμενης μείωσης των φορολογικών εσόδων (σ.σ. η ετήσια απόκλιση θα ξεπεράσει τα 5 δισ. ευρώ έναντι των στόχων μετά και την απόφαση για μείωση της προκαταβολής φόρου των επιχειρήσεων κατά 1,5 δισ. ευρώ) αλλά και της υπέρβασης των δημοσίων δαπανών προκειμένου να χρηματοδοτηθούν τα μέτρα στήριξης της οικονομίας.

Ο φετινός προϋπολογισμός συντάχθηκε με στόχο για παραγωγή πρωτογενούς πλεονάσματος της τάξεως του 3,5% του ΑΕΠ ή περίπου 7 δισ. ευρώ. Αν η χρονιά κλείσει με πρωτογενές έλλειμμα 7-8 δισ. ευρώ, τότε η συνολική απόκλιση έναντι του στόχου θα ανέλθει στα 14 δισ. ευρώ.

kathimerini.gr