Τον κίνδυνο να σκιάσει την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας μια διαφαινόμενη παγκόσμια στασιμότητα, η οποία προσλαμβάνει μάλιστα διαρθρωτικά χαρακτηριστικά, επισήμανε κατά τις επαφές της με μέλη της κυβέρνησης χθες στην Αθήνα η επικεφαλής οικονομολόγος του ΟΟΣΑ Λοράνς Μπουν, η οποία συνόδευε κλιμάκιο του Οργανισμού.

Σε ομιλία της χθες, εξάλλου, σε εκδήλωση που οργάνωσε το Ινστιτούτο Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (ΙΟΒΕ), η κ. Μπουν είπε ότι έπειτα από μια μεγάλη κρίση η χώρα σημείωσε εντυπωσιακές δημοσιονομικές επιδόσεις, αλλά χρειάζεται να γίνουν επιπλέον βαθιές μεταρρυθμίσεις. Κι αυτό παρά το γεγονός ότι πριν από ενάμιση χρόνο ο ΟΟΣΑ είχε αναδείξει την Ελλάδα σε πρωταθλήτρια μεταρρυθμίσεων.

Η κ. Μπουν παρουσίασε δείκτες στον τομέα της απασχόλησης, όπου η Ελλάδα καταλαμβάνει πολύ χαμηλές θέσεις μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ στα ποσοστά απασχόλησης, ανεργίας, σε επίπεδο ανασφάλειας, πίεσης στην εργασία, χαμηλών αποδοχών και ανισότητας αμοιβών μεταξύ των φύλων. Οσον αφορά τις αγορές προϊόντων, η επίδοσή της είναι από τις χειρότερες στην απλούστευση και στην αξιολόγηση του ρυθμιστικού πλαισίου.

Ο ΟΟΣΑ προέβλεψε πρόσφατα μάλλον απαισιόδοξους, σε σύγκριση με τους κυβερνητικούς υπολογισμούς, ρυθμούς ανάπτυξης: εκτιμά ότι αυτοί θα περιοριστούν στο 1,8% φέτος, θα αυξηθούν στο 2,1% το 2020 και θα υποχωρήσουν πάλι στο 2% το 2021. Στα στελέχη του κλιμακίου που βρίσκεται στην Αθήνα προκειμένου να συλλέξει πληροφορίες για την έκθεση του Οργανισμού για το 2020 και στην κ. Μπουν, κυβερνητικοί παράγοντες επισήμαναν χθες, σύμφωνα με πηγές, ότι η Ελλάδα δεν ανακάμπτει απλώς στο πλαίσιο ενός κύκλου, αλλά συντελούνται και ριζικές αλλαγές πολιτικής λόγω της νέας κυβέρνησης, κάτι που ελπίζεται ότι θα ενισχύσει περαιτέρω τον ρυθμό ανάπτυξης.

Η οικονομολόγος του ΟΟΣΑ, στην εκδήλωση του ΙΟΒΕ, την οποία συντόνισε ο γενικός διευθυντής του, Νίκος Βέττας, τόνισε την ανάγκη να υπάρξει συνεργασία μεταξύ των κυβερνήσεων για την τόνωση των επενδύσεων, προκειμένου να αποτραπεί ο κίνδυνος της διαρθρωτικής, παρατεταμένης στασιμότητας. Αυτό που ανησυχεί τις επιχειρήσεις, είπε, είναι η αβεβαιότητα και η ασθενής ζήτηση λόγω της έντασης στο διεθνές εμπόριο. Οι ανησυχίες αυτές δεν θα εξαφανιστούν τουλάχιστον τα επόμενα 1,5-2 χρόνια. Το ανοιχτό εμπόριο δεν υπάρχει πλέον. Προβλέπουμε στασιμότητα, αν όχι κάτι χειρότερο, καθώς και μείωση της απασχόλησης, ανέφερε. Σημείωσε ότι οι επενδύσεις είναι στο μισό απ’ ό,τι ήταν προ κρίσης, ότι η νομισματική πολιτική δεν φτάνει για να τις τονώσει και τόνισε την ανάγκη δημοσίων επενδύσεων και μάλιστα προσανατολισμένων στο μέλλον, στις ψηφιακές και φυσικές υποδομές, στην ενέργεια και στην κλιματική αλλαγή. Η ανάγκη επενδύσεων αφορά άμεσα και την Ελλάδα, τόνισε.

kathimerini.gr