Παλαιότερα τους συναντούσες συχνότερα σε κάποιον από τους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας και όχι μόνο. Για την ακρίβεια πρώτα δεν συναντούσες αυτούς. Συναντούσες κάτι περίεργους τύπους που στέκονταν σε κάποια γωνία και δήθεν σφύριζαν αδιάφορα.
Καταλάβαινες πως δεν βρίσκονταν εκεί τυχαία από το «καχύποπτο» και διαρκώς ερευνητικό βλέμμα τους. Κάτι έψαχναν. Κάτι περίμεναν. Πάντως ήταν διαρκώς σε εγρήγορση και αυτό σε έβαζε σε σκέψεις.
Μετά έβλεπες ένα μπουλούκι ανθρώπων, γύρω- γύρω από… κάτι. Και αν δεν το έβλεπες, εσύ υπήρχε πάντα ο άνθρωπος που θα σου το έδειχνε. «Πω, πω, ρε τον έχουν μαδήσει τον άνθρωπο. Όλα τα λεφτά του έχουν πάρει. Το παίζει και επαγγελματίας», έλεγε φωναχτά, περνώντας δήθεν τυχαία από δίπλα σου.
Πλησίαζες και προσπαθούσες να δεις τι κοιτάνε τόσο συνωμοτικά όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Και τότε σου ερχόταν παρέα. «Μεγάλε, εδώ γίνεται καλό παιχνίδι. Είσαι»;
Τι να «είμαι»; Τι γίνεται εδώ, ρε παιδιά; Μέχρι να ανοίξει λίγο ο χώρος και να δεις πως ένας κύριος έχει στα χέρια του τρία χαρτιά τράπουλας και κάνει διάφορα ταχυδακτυλουργικά. Τη μια ανακατεύει τα χαρτιά αργά. Την άλλη πιο γρήγορα. Την τρίτη προσπαθεί να αποσπάσει το βλέμμα του «παίχτη» και να τον κάνει να χάσει την αυτοσυγκέντρωσή του.
Και όσο προσπαθείς να καταλάβεις τι γίνεται και κυρίως τι προσπαθεί να κάνει αυτός ο τύπος, έχεις και τον άλλο να σου ψιθυρίζει στ’ αυτιά: «μπες ρε! Εύκολα λεφτά. Θα τα πάρεις. Αφού ξέρεις. Είδες που είναι ο παπάς. Πάρ’ τα μωρέ»!
Μια μίνι οργάνωση απατεωνίσκων
Και κάπου εκεί αρχίζουν να ξεκαθαρίζουν τα πράγματα. Ο πρώτος κύριος με το περίεργο βλέμμα είναι ο τσιλιαδόρος. Είναι αυτός που περίμενε στη γωνία και σήμαινε συναγερμό όταν εμφανιζόταν στο πεδίο του ο «πολιτσμάνος».
Ο δεύτερος κύριος που περνούσε από δίπλα σου, δήθεν τυχαία, ήταν ο κράχτης. Ήταν αυτός που σου άναβε την περιέργεια, ώστε να πλησιάζεις ακόμα πιο κοντά στην παγίδα που είχε στηθεί πάνω σε ένα χαρτόκουτο.
Ο τρίτος κύριος που σου έπιανε την κουβέντα, ήταν ο αβανταδόρος που σου «πιπίλαγε» το μυαλό να βάλεις τα λεφτά σου σε ένα παιχνίδι στημένο.
Ο τέταρτος και τελευταίος κύριος, δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Είναι ο «εδώ παπάς, εκεί παπάς, που είναι ο παπάς»; Κι αν στο τέλος δεν μπορούσες να βρεις τον παπά, δεν πρέπει να έχεις παράπονο. Είχες βρει τον παπατζή.
Όλοι οι παραπάνω κύριοι, αποτελούσαν την πρώιμη μορφή μιας μίνι οργάνωσης απατεωνίσκων που είχαν σαν μοναδικό σκοπό να ελαφρύνουν το πορτοφόλι σου από το περιττό βάρος που του έδιναν τα χαρτονομίσματα. Τσιλιαδόροι, κράχτες, αβανταδόροι και παπατζήδες, έστηναν το κόλπο τους πάνω σε ένα χαρτόκουτο.
Το μόνο που χρειάζονταν ήταν τρία τραπουλόχαρτα (ιδανικά το ένα θα έπρεπε να ήταν ρήγας, αλλά και ο κόκκινος άσσος δεν ήταν κακός) και ένα θύμα. Ένα «ψάρι» το οποίο θα τσιμπούσε στο δόλωμα και θα θεωρούσε πως μπορεί να κερδίσει εύκολο χρήμα.
Κόλπα παλαιάς κοπής
Επειδή εύκολο χρήμα δεν υπάρχει, ωστόσο, σύντομα θα βρισκόταν με κάμποσα χρήματα λιγότερα. Όλοι αυτοί οι κύριοι, άλλωστε, δεν μαζευόντουσαν εκεί για να χάσουν. Εσύ θα έχανες. Απλά σε έκαναν να νομίζεις πως μπορείς να κερδίσεις. Και αυτό ήταν το πρώτο τους κόλπο.
Ο παπατζής ανακάτευε τα χαρτιά με τέτοιο τρόπο ώστε η μοναδική περίπτωση να μη δεις που είναι ο παπάς, ήταν να είσαι τυφλός. Ένας από τους αβανταδόρους, έβαζε πάνω από το χαρτί που θεωρούσε πως είναι ο παπάς, ένα χαρτονόμισμα. Πήγαιναν κι έρχονταν παλιά τα πεντοχίλιαρα. Ο παπατζής το γυρνούσε και «να πληρωθεί ο κύριος». Ξαναέπαιζε ο αβανταδόρος και ξανακέρδιζε. Και όλο και σε έψηνε ο άλλος αβανταδόρος να «μπεις». Και το σκεφτόσουν εσύ. Και έμπαινες. Και κέρδιζες. Και γλυκαινόσουν. Μέχρι που κάποια στιγμή έχανες και ήθελες να ρεφάρεις. Και όσο περισσότερο έπαιζες, τόσο περισσότερο έχανες και στο τέλος έφευγες από εκεί «μαδημένος».
Κόλπα για να σου τα πάρουν, υπάρχουν πολλά. Ίσως πάρα πολλά. Κανένα από αυτά, ωστόσο, δεν κρύβει από πίσω του κάποιο… δράκο. Όλα είναι εξαιρετικά απλά και έχουν να κάνουν με την ταχυδακτυλουργία, την ψυχολογία και την διάσπαση της προσοχής του υποψήφιου θύματος.
Από τα γνωστότερα κόλπα είναι το τσάκισμα της άκρης του χαρτιού αλλά το σημαντικότερο είναι το λεγόμενο «μεξικάνικο γύρισμα» το οποίο είναι επί της ουσίας είναι ένα ταχυδακτυλουργικό μέσω του οποίου ο παπατζής με μία γρήγορη κίνηση έχει τη δυνατότητα ακόμα και μετά την επιλογή του χαρτιού από το θύμα να τα αλλάξει και να βάλει στη θέση του ένα άλλο.
Και επειδή το συγκεκριμένο κόλπο είναι «άχαστο» αν για κάποιο λόγο κάποια στιγμή αποφασίσετε να παίξετε, ζητήστε να γυρίσετε εσείς τα χαρτιά. Ο παπατζής θα καταλάβει ότι το θύμα ναι μεν τσίμπησε αλλά δεν αστειεύεται, οπότε και θα βάλει το plan b σε εφαρμογή, το οποίο δεν είναι άλλο από το να κλωτσήσει δήθεν νευριασμένος το χαρτόκουτο, το στοίχημα να χαλάσει, να τα μαζέψει και να φύγει.
Η αστυνομία και τα μαχαιρώματα για το καλύτερο πόστο
Ο παπατζής είναι ένα «άθλημα» που άνθισε στους κεντρικούς δρόμους της Αθήνας τις δεκαετίες του 60 και το 70. Υπήρχε και μετά και συνεχίζει να υπάρχει και σήμερα αλλά πλέον πολύ σπάνια θα συναντήσεις έναν παπατζή. Ποιος τσιλιαδόρος άλλωστε μπορεί να νικήσει σε γρηγοράδα τις μηχανές της αστυνομίας; Εδώ πλέον δεν έχουμε με κάποιον «πολιτσμάνο». Επιπλέον, ο κόσμος σταμάτησε να «τσιμπάει» και αυτό ήταν ένα βαρύ πλήγμα στη βιομηχανία του παπά.
Τα πρώτα χρόνια, ωστόσο, γινόταν κυριολεκτικά χαμός. Συνωστισμός για το ποιος θα πρωτοπαίξει. Κατά δεκάδες έσπευδαν τα θύματα για να τα μαδήσουν. Και κάπως έτσι είχε δημιουργηθεί και η ανάγκη για το καλό πόστο.
Άλλο να χωθείς μέσα σε κάποιο στενό και να μη σε βλέπει κανείς και άλλο να στήσεις σε κάποιον κεντρικό δρόμο που είναι πέρασμα. Στα παλιά χρόνια ένα από τα καλύτερα πόστα ήταν η οδός Κωνσταντίνου, κοντά στην πλατεία Καραΐσκάκη, διότι εκεί κοντά ήταν ο σταθμός Λαρίσης και άρα είχε πολλούς επαρχιώτες που ερχόντουσαν στην πρωτεύουσα με το πορτοφόλι γεμάτο. Επίσης καλά σημεία θεωρούνταν η πλατεία Κουμουνδούρου, η Αθηνάς, η πλατεία Κάνιγγος, η Ομόνοια, η Μενάνδρου, η Πειραιώς, η Κλεισθένους, η Ζήνωνος και η περιοχή του δημαρχείου.
Ήταν οι εποχές δόξας για τους παπατζήδες που μέχρι και στίχοι σε τραγούδια έγιναν. Η συμμετοχή ήταν τόσο μεγάλη που οι παπατζήδες έστηναν παντού. Και ήταν τόσοι πολλοί που άρχισαν να μοιράζουν τα πόστα, ώστε, να μην «πέφτουν» ο ένας πάνω στον άλλο. Όταν, όμως, γινόταν αυτό, το λόγο είχαν οι σουγιάδες. Πολλές φορές χύθηκε αίμα για το καλύτερο πόστο. Πολλά τα θύματα. Η γνωστότερη από τις ιστορίες, ωστόσο, είναι αυτή με τον διαβόητο Σαλονικιό ο οποίος μαχαίρωσε και σκότωσε έναν παπατζή όταν διαπίστωσε πως του είχε «φάει» το πόστο.
Τώρα, πλέον, η κατάσταση είναι διαφορετική. Όπως ειπώθηκε και νωρίτερα κάτι το γεγονός ότι η αστυνομία έχει γίνει πιο… γρήγορη, κάτι πως ο κόσμος δύσκολα τσιμπάει πλέον, οι παπατζήδες έχουν σχεδόν εξαφανιστεί. Λίγοι ακόμα επιμένουν να εμφανίζονται ανά άτακτα χρονικά διαστήματα (κυρίως σε τουριστικά σημεία της πόλης) και να προσπαθούν να βγάλουν «μεροκάματο».
Είτε στην παλιά Αθήνα, πάντως, είτε στη σύγχρονη, τελικά ένα είναι σίγουρο. Ο μόνος τρόπος για να κερδίσεις τον παπατζή είναι να… μην παίξεις μαζί του.
Πηγή