Εντυπωσιακό επιστημονικό και ερευνητικό δυναμικό διαθέτει η Ευρωπαϊκή Ένωση, συνεχίζει όμως να δυσκολεύεται να το «μεταφράσει» σε απτή και εφαρμοσμένη τεχνολογική υπεροχή και σε οικονομικά κέρδη στην παγκόσμια αρένα του ανταγωνισμού. Αυτό προκύπτει από την τελευταία -την τρίτη κατά σειρά (η προηγούμενη είχε εκδοθεί το 2018)- διετή έκθεση επιδόσεων της ΕΕ στους τομείς της επιστήμης, της έρευνας και της καινοτομίας, την οποία δημοσίευσε χθες η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.

Όπως μεταδίδει το ΑΜΠΕ, η έκθεση Science, Research and Innovation Performance of the EU (SRIP), έκτασης 770 σελίδων, αναγνωρίζει ότι η ΕΕ υστερεί σε βιομηχανίες υψηλής τεχνολογίας σε σχέση με τις ΗΠΑ και την Κίνα, παρά τις ισχυρές ευρωπαϊκές επιδόσεις στην επιστήμη-έρευνα και τις μεγάλες δημόσιες επενδύσεις σε αυτούς τους τομείς. Γι’ αυτό, μεταξύ άλλων, προτείνει το επόμενο πρόγραμμα στήριξης της καινοτομίας “Horizon Europe” («Ορίζων Ευρώπη»), διάδοχος από το 2021 του σημερινού “Horizon 2020” («Ορίζων 2020»), να δώσει μεγαλύτερη έμφαση στην ενίσχυση νεοφυών εταιρειών τεχνολογίας (start-ups) και στη συνεργασία των ερευνητικών φορέων με τον ιδιωτικό τομέα, έτσι ώστε τα ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα να έχουν μεγαλύτερο αντίκτυπο στην αγορά.

Σύμφωνα με την έκθεση, οι Ευρωπαίοι ερευνητές παράγουν περίπου το ένα πέμπτο των επιστημονικών δημοσιεύσεων με τη μεγαλύτερη απήχηση διεθνώς, έναντι 31,3% των ΗΠΑ που προηγούνται και 17,5% της Κίνας που έρχεται τρίτη. Από την άλλη, οι δημόσιες δαπάνες για Έρευνα και Ανάπτυξη (R & D) της ΕΕ ως ποσοστό του ΑΕΠ έπονται μόνο της Νότιας Κορέας, ενώ όσον αφορά τις δαπάνες R & D στον ιδιωτικό τομέα η ΕΕ βρίσκεται στην τέταρτη θέση, μαζί με την Κίνα, μετά τη Νότια Κορέα, την Ιαπωνία και τις ΗΠΑ.

Η ΕΕ συγκαταλέγεται μεταξύ των κορυφαίων παραγόντων σε επίπεδο επιστημονικής παραγωγής και αριστείας, δεδομένου ότι από αυτήν προέρχεται, ενδεικτικά, σε παγκόσμιο επίπεδο, το 25% των επιστημονικών δημοσιεύσεων αιχμής για το κλίμα και το 27% στον τομέα της βιοοικονομίας. Όσον αφορά τις αιτήσεις για διπλώματα ευρεσιτεχνίας σε αυτούς τους δύο τομείς, η ΕΕ πρωτοστατεί επίσης, με ποσοστά 24% όσον αφορά το κλίμα και 25% στον τομέα της βιοοικονομίας.

Όμως ούτε η ρωμαλέα επιστημονική παραγωγή ούτε η γενναιόδωρη δημόσια χρηματοδότηση της έρευνας έχουν καταφέρει έως τώρα να δημιουργήσουν την διεθνώς ανταγωνιστική οικονομία υψηλής τεχνολογίας που θέλει να δει η Κομισιόν. Σε κάθε πετυχημένη start-up ευρωπαϊκή εταιρεία τεχνολογίας που φθάνει να έχει αξία ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων, αναλογούν οκτώ αμερικανικές και τέσσερις κινεζικές. Επίσης οι τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών προσθέτουν λιγότερη προστιθέμενη αξία στην οικονομία της ΕΕ από ό,τι συμβαίνει στη Ν.Κορέα, στην Ιαπωνία, στις ΗΠΑ ή στην Κίνα.

«Στην Ευρώπη είμαστε σχετικά καλοί στο να αξιοποιούμε πόρους για βασική έρευνα, κάτι που έχει οδηγήσει σε αύξηση στα διπλώματα ευρεσιτεχνίας και στις επιστημονικές δημοσιεύσεις. Όμως έχουμε υπάρξει λιγότερο ικανοί στο να αποκτήσουμε μια ολοκληρωμένη ευρωπαϊκή πολιτική καινοτομίας. Στο R & D οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις έχουν επενδύσει κυρίως στο R (Έρευνα) και έχουν συχνά ξεχάσει το D (Ανάπτυξη», δήλωσε, σύμφωνα με το “Science”, ο ειδικός στην οικονομική γεωγραφία Άντρες Ροντρίγκεζ-Πόουζ της Σχολής Οικονομικών του Λονδίνου (LSE).

Η έκθεση τονίζει την ανάγκη για έρευνα και καινοτομία (Ε&Κ) στην ΕΕ με στόχο τη στήριξη της βιώσιμης και χωρίς αποκλεισμούς ανάπτυξης των επιχειρήσεων, των περιφερειών και των χωρών, καθώς και για τη λήψη μέριμνας, ώστε κανείς να μην μείνει στο περιθώριο στην προσπάθεια ενίσχυσης των συστημάτων καινοτομίας, ιδίως στις λιγότερο ανεπτυγμένες περιφέρειες.

Τονίζεται επίσης η σημασία της διασφάλισης κατάλληλων δεξιοτήτων για τους Ευρωπαίους, υπό το πρίσμα των νέων τεχνολογικών επαναστάσεων, καθώς και ο σημαντικός ρόλος της πολιτικής Ε&Κ στην ενίσχυση της παραγωγικότητας των επιχειρήσεων με αποτέλεσμα τη δημιουργία θέσεων εργασίας και αξίας με βιώσιμο τρόπο. Ωστόσο, η έκθεση επισημαίνει ότι παράλληλα απαιτούνται περισσότερες προσπάθειες για την μετατροπή των αποτελεσμάτων της έρευνας σε βιώσιμες, εμπορεύσιμες λύσεις.

Πηγή