Υπερβαίνει αυτή τη στιγμή η τιμή πώλησης του παραγωγού του ελαιόλαδου τα 10 ευρώ το κιλό. Ωστόσο η παραγωγή υπολογίζεται κατά σχεδόν 50% χαμηλότερη φέτος σε σχέση με πέρυσι. Την ίδια στιγμή οι εκπρόσωποι του κλάδου φοβούνται πως θα υποχωρήσει περαιτέρω το ύψος της παραγωγής του ελαιόλαδου την επόμενη καλλιεργητική περίοδος λόγω της ακαρπίας. Ο ήπιος χειμώνας και οι υψηλές για την εποχή θερμοκρασίες είναι πολύ πιθανό να επηρεάσουν την καρποφορία των δέντρων το 2024 και να περιορίσουν την παραγωγή ακόμα και κάτω από τους 150.000 τόνους.
Στο μεταξύ, η ζήτηση παραμένει ιδιαίτερα έντονη λόγω της ελλιπούς παραγωγής σε όλες τις μεσογειακές χώρες και τα αποθέματα όλο και λιγοστεύουν, πράγμα που σημαίνει ότι οι τιμές θα συνεχίσουν να κινούνται σε υψηλά επίπεδα. Είναι ενδεικτικό ότι λίγο πριν από τα Χριστούγεννα η τιμή του έξτρα παρθένου ελαιόλαδου έσπασε το φράγμα των 10 ευρώ. Συγκεκριμένα, ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Ελαιοπαραγωγών Παλαιοπαναγιάς προχώρησε σε εμπορική συμφωνία με ελληνική μεταποιητική εταιρία για την πώληση 30 τόνων έξτρα παρθένου ελαιόλαδου φετινής εσοδείας στην τιμή των 10,11 ευρώ το λίτρο. Λίγες ημέρες νωρίτερα, ο Αγροτικός Ελαιοκοµικός Συνεταιρισµός Μεταµόρφωσης πούλησε 20 τόνους στην τιμή των 9,364 ευρώ το λίτρο, ενώ είχε προηγηθεί και ο Αγροτικός Συνεταιρισμός Αγίων Αποστόλων, που προχώρησε στην πρώτη εμπορική πράξη της φετινής ελαιοκομικής περιόδου στην τιμή των 9,25 ευρώ το λίτρο και στη συνέχεια πούλησε το προϊόν στα 9,05 ευρώ.
Σε ανοδική τροχιά όμως κινούνται οι τιμές και σε άλλες περιοχές της Ελλάδα, με την Κρήτη να πουλά σταθερά πάνω από 9 ευρώ το λίτρο και τη Μυτιλήνη να έχει συνάψει εμπορικές συμφωνίες πάνω από 10 ευρώ το λίτρο, όμως για έξτρα παρθένο βιολογικό ελαιόλαδο, ενώ στη Μεσσηνία οι τιμές παίζουν από 8,3 έως 8,9 ευρώ το λίτρο.
Την ίδια ώρα, η τιμή στο ράφι για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο κυμαίνεται από 12,3 έως 16,7 ευρώ το λίτρο, χωρίς ακόμα να διατίθενται στα ράφια τα προϊόντα της φετινής παραγωγής. Μάλιστα, εκπρόσωποι της αγοράς εκτιμούν ότι η λιανική τιμή του θα βρίσκεται σταθερά πάνω από τα 15 ευρώ το λίτρο. «Το προϊόν πρέπει να πωλείται κατά 2 ευρώ ακριβότερα από την τιμή παραγωγού, ώστε να καλυφθούν τα έξοδα (μεταφορικά, υλικά συσκευασίας κ.λπ.) των βιομηχανιών, ωστόσο, κρίνοντας από τις τιμές που πωλούνται τώρα τα προϊόντα, φαίνεται ότι αυτό δεν ισχύει, καθώς το «καπέλο» από το χωράφι στο ράφι φτάνει ακόμα και τα 5-6 ευρώ το λίτρο. Αυτό είναι καθαρά κερδοσκοπία», επισημαίνουν σtτην εφημερίδα «Ελεύθερος Τύπος » πηγές από το οργανωμένο λιανεμπόριο τροφίμων.
Τι λένε οι βιομηχανίες
Από την πλευρά τους, οι βιομηχανίες ισχυρίζονται ότι έχουν συμπιέσει το περιθώριο κέρδους τους και ότι η τιμή στο ράφι δεν ακολουθεί την ίδια πορεία με την τιμή παραγωγού. Την ίδια ώρα, πολλά νοικοκυριά δυσκολεύονται να αγοράσουν ακόμα και «τενεκέ», η τιμή του οποίου αγγίζει τα 160-180 ευρώ (13 λίτρα), με τους ειδικούς ωστόσο να κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για την ποιότητα του χύμα προϊόντος. Σημειώνεται ότι στη χώρα μας η εμπορία χύμα ελαιόλαδου, σε τενεκέ, ανέρχεται στους 70.000 τόνους ετησίως, όταν η διακίνηση μέσω των αλυσίδων σούπερ μάρκετ είναι μόλις 12.000 τόνοι, ακολουθώντας μάλιστα πτωτική πορεία.
Και στις υπόλοιπες ελαιοπαραγωγικές χώρες, το μομέντουμ παραμένει θετικό, με τις τιμές της Ιταλίας να αγγίζουν τα 9 ευρώ το λίτρο και της Ισπανίας να κυμαίνονται από 8,5 έως 9,5 ευρώ. Μάλιστα, τα αποθέματα έξτρα παρθένων ελαιολάδων στην Ιταλία έχουν συρρικνωθεί κατά 38% σε σχέση με πέρυσι, στους 128.092 τόνους
Μείωση παραγωγής στη Μεσόγειο
Προς τα πάνω τις τιμές αναμένεται να ωθήσουν οι νέες αναθεωρημένες προβλέψεις του Διεθνούς Συμβουλίου Ελαιοκομίας (IOC), οι οποίες δείχνουν περαιτέρω μείωση της παραγωγής για τις μεσογειακές ελαιοπαραγωγικές χώρες.
Σύμφωνα με το IOC, τη νέα ελαιοκομική χρονιά η παραγωγή ελαιόλαδου θα είναι κατά 9,3% χαμηλότερη σε σχέση με την περυσινή και κατά 26,2% από τον μέσο όρο της τελευταίας πενταετίας. Αναλυτικά, το Συμβούλιο τοποθετεί την ισπανική παραγωγή στους 766.000 τόνους από 780.000 την περίοδο 2022-2023, ενώ σύμφωνα με εκτιμήσεις εκπροσώπων του κλάδου της ελληνικής αγοράς, η εγχώρια παραγωγή θα κυμανθεί από 160.000-180.000 τόνους από 320.000 πέρυσι, δηλαδή μειωμένη κατά περίπου 50%.
Αντίθετα, ανοδικά αναμένεται να κινηθούν φέτος η ιταλική παραγωγή από τους 235.000 στους 300.000 τόνους και η πορτογαλική από τους 125.000 στους 150.000 τόνους.
Σε ό,τι αφορά τις Τρίτες Χώρες, μεγάλη εκτιμάται ότι θα είναι η πτώση για την Τουρκία από τους 380.000 στους 210.000 τόνους και του Μαρόκου από τους 156.000 στους 106.000 τόνους, ενώ θετικό πρόσημο θα εμφανίσει η παραγωγή σε Τυνησία και Αλγερία.
Βέβαια, κάποιοι περισσότερο απαισιόδοξοι τοποθετούν χαμηλότερα τον πήχη της παραγωγής σημειώνοντας ότι η Ισπανία δύσκολα θα σπάσει το φράγμα των 750.000 τόνων, η Ελλάδα θα κινηθεί στους 150.000 τόνους και η Πορτογαλία κάτω από τους 140.000 τόνους.
enikonomia.gr