Καθώς η πανδημία έχει μετατρέψει την ψηφιακή οικονομία από εργαλείο ανταγωνισμού σε μέσο επιβίωσης των επιχειρήσεων και της εθνικής οικονομίας, η διεύθυνση Οικονομικής Ανάλυσης της Εθνικής Τράπεζας μελετά την εξέλιξη της ψηφιοποίησης σε παγκόσμιο επίπεδο και τη θέση της Ελλάδας σε αυτή. Η μελέτη υπογραμμίζει την καθυστέρηση της χώρας μας και των επιχειρήσεών της στη χρήση και αξιοποίηση της ψηφιακής τεχνολογίας, τόσο σε σχέση με την Ενωμένη Ευρώπη όσο και με τα Βαλκάνια. Σημειώνει ακόμη ότι αιτία για αυτή την καθυστέρηση είναι το ανεπαρκές θεσμικό πλαίσιο υποστήριξης της λειτουργίας των επιχειρήσεων, αλλά και η απουσία εξελιγμένων τηλεπικοινωνιακών υποδομών.
Πιο αναλυτικά, οι μελετητές της ΕΤΕ, με βάση τον δείκτη επιχειρηματικής ψηφιοποίησης (Business Digital Index, BDI), εκτιμούν η χώρα υστερεί σε σχέση με την Ε.Ε. (=100) κατά 37 μονάδες βάσης και σε σχέση με τα Βαλκάνια κατά 14 μονάδες βάσης. Ενα μέρος αυτής της υστέρησης, σύμφωνα με τους μελετητές, αποδίδεται στις πολύ μικρές επιχειρήσεις που λειτουργούν στη χώρα, αλλά δεν είναι μόνον αυτό, καθώς υστέρηση εμφανίζουν και οι μεγάλες επιχειρήσεις, με μόλις το 10% να έχει ολοκληρωμένο εν λειτουργία ψηφιακό σύστημα έναντι 18% στην Ε.Ε.
Η παραπάνω υστέρηση αποδίδεται στο ότι η χώρα διαθέτει πολύ μικρή αγορά εξειδικευμένων στελεχών (ICT specialists) στις τεχνολογίες πληροφορικής και επικοινωνιών (ΤΠΕ) που μπορούν να τραβήξουν το άρμα της ψηφιοποίησης των επιχειρήσεων. Και αυτό συμβαίνει παρά το γεγονός ότι η τριτοβάθμια εκπαίδευση παράγει πολλούς επιστήμονες πληροφορικής, ενώ και οι επιχειρήσεις είναι διατεθειμένες να πληρώσουν καλά για να προσλάβουν ειδικούς στην πληροφορική.
Ο χαμένος κρίκος σε αυτή την αντίφαση είναι το μικρό μέγεθος της αγοράς πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών. Η χώρα δεν έχει καταφέρει να δημιουργήσει ισχυρούς παίκτες, ούτε έχει κατορθώσει να προσελκύσει ξένους παίκτες από το εξωτερικό που θα αναβάθμιζαν την εσωτερική αγορά ΤΠΕ, δημιουργώντας έτσι το απαραίτητο ανθρώπινο δυναμικό που στη συνέχεια θα μπορούσε να τραβήξει το «κάρο» της ψηφιοποίησης της χώρας. «Δεν υπάρχουν αρκετές επιχειρήσεις πληροφορικής για να “μετατρέψουν” τους προγραμματιστές μας σε ICT specialists και να προσφέρουν έτσι στον επιχειρηματικό τομέα το εξειδικευμένο ανθρώπινο κεφάλαιο που αναζητεί», αναφέρει χαρακτηριστικά η μελέτη.
Τα μεγέθη είναι αμείλικτα. Παρότι οι αμοιβές των ειδικών στη χώρα μας είναι κατά μέσον όρο μισές (20.000 ευρώ ετησίως) από αυτές στην Ευρώπη (45.000 ευρώ ετησίως), η αγορά ΤΠΕ στην Ελλάδα (1,9% του ΑΕΠ) είναι η μισή της Ευρώπης (3,8%). Προς την κατεύθυνση αυτή συμβάλλουν δύο κυρίως παράγοντες: πρώτον, το αντιαναπτυξιακό πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων και, δεύτερον, η απουσία τηλεπικοινωνιακών υποδομών.
Αν αυτοί οι δύο προαναφερόμενοι παράγοντες μεταβληθούν, σύμφωνα με τη μελέτη της ΕΤΕ, η προστιθέμενη αξία στην ελληνική οικονομία θα μπορούσε να ξεπεράσει τα 60 δισ. ευρώ σε μία 5ετία και η συμβολή της στο εθνικό προϊόν να υπερβεί σε ετήσια βάση το 6,4%. «Να σημειωθεί ότι αυτές οι εκτιμήσεις υποεκτιμούν το συνολικό όφελος, καθώς ο μετασχηματισμός αυτός πιθανώς θα προσελκύσει και άλλες επενδύσεις – ενισχύοντας έτσι περαιτέρω την ανάπτυξη», αναφέρει η έκθεση της ΕΤΕ.
Η διέξοδος, σύμφωνα με τους μελετητές, θα απαιτούσε:
1. Ενίσχυση των δικτύων νέας γενιάς (5G και fiber).
2. Διαμόρφωση ενός ολοκληρωμένου και συνεπούς νομικού πλαισίου για την επιχειρηματικότητα και εγκαθίδρυση ταχύτερων και αποτελεσματικότερων διαδικασιών υπεράσπισής του από το δικαστικό σύστημα.
3. Καθιέρωση εθνικής στρατηγικής για την ψηφιοποίηση του δημοσίου τομέα.
4. Εισαγωγή πολιτικών και κινήτρων για την ψηφιακή κατάρτιση.
Ανάγκη επενδύσεων
Αναφορικά με την ενίσχυση των δικτύων νέας γενιάς, οι αναλυτές εντοπίζουν χαμηλή συμβολή του δημοσίου τομέα. Με βάση τις εκτιμήσεις της Ε.Ε., για να διατηρηθεί η χώρα στη θέση όπου βρίσκεται σήμερα, θα χρειαστεί επενδύσεις ύψους 6 δισ. μόνο σε δικτυακές υποδομές την περίοδο 2016-2025, ενώ για να φθάσει στο επίπεδο ανάπτυξης της Σλοβενίας, οι επενδύσεις αυτές θα πρέπει να ανέλθουν σε 15 δισ. Η Ενωμένη Ευρώπη εκτιμάται ότι θα απαιτήσει 515 δισ. τη δεκαετία 2016-2025, εκ των οποίων η δημόσια συνεισφορά θα είναι περίπου 3 δισ. Και η Ευρώπη εν γένει υστερεί στην ψηφιοποίηση της οικονομίας σε σχέση με τους άλλους ανεπτυγμένους πόλους του πλανήτη (ΗΠΑ, Ασία).