Διεθνές επιστημονικό debate έχει προκαλέσει το πρόβλημα του αυξημένου αριθμού δόσεων που απαιτεί ο εμβολιασμός του παγκόσμιου πληθυσμού, την ώρα που η πανδημία Covid-19 προελαύνει με μεγάλη ταχύτητα σε Ευρώπη και Αμερική. Την ίδια στιγμή, η παρουσία νέων και πιθανώς πιο μεταδοτικών στελεχών του ιού, ανεβάζουν την αγωνία. Θα λύσει ή θα επιδεινώσει το πρόβλημα της πανδημίας η καθυστέρηση στη χορήγηση της δεύτερης δόσης του εμβολίου;
Η παρουσία του νέου μεταλλαγμένου στελέχους του SARS–CoV-2 στην Ευρώπη καθιστά ακόμα πιο επιτακτική την ανάγκη για να τερματιστεί σύντομα η αλυσίδα μετάδοσης. Η έναρξη των εμβολιασμών αποτελεί ελπίδα για την αναχαίτιση της πανδημίας, ωστόσο η εξασφάλιση υψηλού ποσοστού εμβολιαστικής κάλυψης του πληθυσμού παραμένει σημαντική πρόκληση.
Το Ηνωμένο Βασίλειο και κατά δεύτερο λόγο οι ΗΠΑ συζητούν σοβαρά το ενδεχόμενο τροποποίησης του εμβολιαστικού προγράμματος όσον αφορά στη χορήγηση της 2ης αναμνηστικής δόσης με σκοπό να αυξηθεί ο αριθμός των ατόμων που θα λάβουν σύντομα τουλάχιστον 1 δόση εμβολίου.
Τα εμβόλια mRNA των εταιρειών Pfizer/BioNTech και Moderna έχουν λάβει έγκριση από τις ρυθμιστικές αρχές με βάση τα ιδιαίτερα υψηλά ποσοστά αποτελεσματικότητας που εμφάνισαν στις κλινικές μελέτες, στις οποίες οι συμμετέχοντες έλαβαν δύο δόσεις κάθε εμβολίου με διαφορά 21 ή 28 ημερών, αντίστοιχα.
Τι μπορεί να σημαίνει για την ανοσιακή απόκριση των ανθρώπων η τροποποίηση των εμβολιαστικών κατευθυντήριων οδηγιών, από τις παρασκευάστριες εταιρείες; Οι επιστήμονες του ΕΚΠΑ*, αναλύουν τα δεδομένα.
Ποια προβλήματα προκύπτουν από την προσέγγιση της Μεγάλης Βρετανίας
Το Ηνωμένο Βασίλειο θέτει ως προτεραιότητα τον εμβολιασμό όσων περισσότερων πολιτών είναι δυνατό με την πρώτη δόση του εμβολίου. Ακολούθως, η δεύτερη δόση μπορεί δυνητικά να χορηγηθεί έως και 3 μήνες μετά την πρώτη δόση του εμβολίου.
Σύμφωνα με τα δεδομένα από τις κλινικές μελέτες και τις εκτιμήσεις, μία δόση του εμβολίου μπορεί να προσφέρει 52% αποτελεσματικότητα. Υποστηρίζεται επίσης ότι το ποσοστό αυτό μπορεί να είναι υψηλότερο με την περαιτέρω ενορχήστρωση της ανοσιακής μνήμης, ωστόσο δεν υπάρχουν σχετικά βιβλιογραφικά δεδομένα αφού οι συμμετέχοντες στις κλινικές μελέτες εμβολιάστηκαν με 2 δόσεις.
Οι υγειονομικές αρχές του Ηνωμένου Βασιλείου θεωρούν ότι η επιπλέον προστασία από τη 2η δόση του εμβολίου είναι μετρίου βαθμού όταν η 2η δόση χορηγείται σύντομα χρονικά με την 1η δόση, γι’ αυτό και η χορήγηση έως και 3 μήνες μετά μπορεί να παρατείνει τη διάρκεια της προστασίας που προδίδει ο εμβολιασμός.
Ωστόσο, ο Διευθυντής του Εθνικού Ινστιτούτου Αλλεργιών και Λοιμωδών Νοσημάτων των ΗΠΑ Dr Αντονι Φαούτσι υποστήριξε τη χορήγηση των εμβολίων με βάση το εμβολιαστικό πρόγραμμα που εφαρμόστηκε στις κλινικές μελέτες και έδειξε υψηλή αποτελεσματικότητα.
Μπορεί η προσέγγιση της Μεγάλης Βρετανίας να έχει ορθά επιστημονικά ερείσματα και να αποσκοπεί στη μεγαλύτερη πληθυσμιακή κάλυψη, ωστόσο στηρίζεται σε υπο-αναλύσεις των μελετών ενώ παράλληλα υπάρχουν λίγα δεδομένα για το χρονικό διάστημα που διαρκεί η ανοσία και η προστασία μετά από 1 δόση εμβολίου.
Επιπλέον, ο Ιολόγος Πολ Βιενιάζ από το Πανεπιστήμιο Ροκφελερ υποστηρίζει την ανάγκη χορήγησης δύο δόσεων σύμφωνα με τον αρχικό εμβολιαστικό προγραμματισμό, διότι η παρουσία μερικώς εμβολιασμένων ατόμων στην κοινότητα, που πιθανότατα δεν έχουν αναπτύξει ικανοποιητική ανοσία έναντι στον SARS–CoV-2, μπορεί να αυξήσει εξελικτικά τον κίνδυνο ανάδυσης νέων στελεχών του ιού που θα διαφεύγουν το ανοσοποιητικό σύστημα.
Εμβολιασμοί Covid και πιθανές εναλλακτικές λύσεις
Πέρα από το ζήτημα της αποτελεσματικότητας, εξίσου σημαντικό είναι και το θέμα της επάρκειας των εμβολίων. Οι A.R.Tute και συνεργάτες δημοσίευσαν μια σχετική ανάλυση με βάση στατιστικά μοντέλα στις 5 Ιανουαρίου 2021 στο έγκριτο περιοδικό Annals of Internal Medicine.
Συνέκριναν δύο προσεγγίσεις, την κλασική στρατηγική που ακολουθείται στις ΗΠΑ σύμφωνα με την οποία το 50% της κάθε παρτίδας εμβολίων αποθηκεύεται για να χρησιμοποιηθεί ως 2η εμβολιαστική δόση και μια ευέλικτη στρατηγική σύμφωνα με την οποία μόνο το 10% της κάθε παρτίδας θα αποθηκευόταν για τη δεύτερη δόση κατά τη διάρκεια των πρώτων 3 εβδομάδων, το 90% για τις επόμενες 3 εβδομάδες και το 50% έπειτα.
Εάν θεωρηθεί ότι η παροχή εμβολίων παραμείνει σταθερή σε 6 εκατομμύρια δόσεις την εβδομάδα, η ευέλικτη στρατηγική θα οδηγούσε σε αύξηση της αποτελεσματικότητας του εμβολιασμού κατά 23%-29%.
Σε περίπτωση που η παροχή εμβολίων έπεφτε στα 3 εκατομμύρια από την 4η εβδομάδα και έπειτα, η αποτελεσματικότητα και των δύο στρατηγικών ως προς την πληθυσμιακή κάλυψη μειωνόταν, αλλά και πάλι η ευέλικτη στρατηγική θα οδηγούσε σε αύξηση της αποτελεσματικότητα του εμβολιασμού ως προς τις περιπτώσεις COVID-19 που θα είχαν αποφευχθεί κατά 27%-32%.
Η κλασική στρατηγική υπερτερούσε της ευέλικτης στρατηγικής μόνο στην περίπτωση χαμηλής αποτελεσματικότητας της μιας δόσης του εμβολίου και σύγχρονης μεγάλης μείωσης της παροχής εμβολίων ανά εβδομάδα.
Ωστόσο, όπως σημειώνουν και οι συγγραφείς, παραμένει ερώτημα η χρονική διάρκεια προστασίας από τη μία δόση του εμβολίου και, επομένως, η εγκυρότητα αυτών των αναλύσεων.
Με την ολοκλήρωση των κλινικών μελετών περισσότερων εμβολίων έναντι του SARS–CoV-2 που βρίσκονται υπό αξιολόγηση και την ακόλουθη έγκρισή τους από τις ρυθμιστικές αρχές θα βελτιωθεί σημαντικά η διαθεσιμότητα των εμβολίων ώστε να μπορούν να εμβολιαστούν όλοι σύμφωνα με το εγκεκριμένο εμβολιαστικό πρόγραμμα.
*Τα διαθέσιμα δεδομένα ανέλυσαν οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Θεοδώρα Ψαλτοπούλου, Ιωάννης Ντάνασης, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (Πρύτανης ΕΚΠΑ) αποδελτιώνουν.