Έτσι, μετά και την αύξηση που ανακοινώθηκε στις αρχές Φεβρουαρίου, η ΕΚΤ στις 16 Μαρτίου, όταν και συναντάται ξανά το Διοικητικό της Συμβούλιο, θα ανακοινώσει μια επιπλέον αύξηση, φέρνοντας το βασικό επιτόκιο του ευρώ στο 3,5% έναντι 3% σήμερα και αυτό της αποδοχής καταθέσεων στο 3% έναντι 2,5%.
«Λαμβάνοντας υπόψη τις υποκείμενες πληθωριστικές πιέσεις, σκοπεύουμε να αυξήσουμε τα επιτόκια κατά άλλες 50 μονάδες βάσης στην επόμενη συνάντησή μας τον Μάρτιο»,
ανέφερε η κυρία Λαγκάρντ στους βουλευτές της Ευρωπαϊκής Ένωσης στο Στρασβούργο. Και συμπλήρωσε ότι «στη συνέχεια θα αξιολογήσουμε τη μετέπειτα πορεία της νομισματικής μας πολιτικής».
Στο ίδιο κλίμα, όπως αναφέρει σχετικό ρεπορτάζ του Bloomberg,παρά τους τρεις μήνες μετριασμού του πληθωρισμού, οι αξιωματούχοι της ΕΚΤ στέλνουν το μήνυμα ότι η μάχη με τις αυξανόμενες τιμές δεν έχει ακόμη κερδηθεί. Ανησυχούν για τις επίμονες υποκείμενες πιέσεις στις τιμές που θα μπορούσαν να ενισχυθούν περαιτέρω καθώς οι εργαζόμενοι απαιτούν αυξήσεις στους μισθούς για να αντισταθμίσουν τη μείωση της αγοραστικής δύναμης.
Με άλλα λόγια, καθίσταται σαφές ότι η αύξηση του Μαρτίου δεν θα είναι η τελευταία, αλλά αντίθετα, έπεται και συνέχεια τουλάχιστον μέσα στο β’ τρίμηνο του 2023. Πλέον αυτό που περιμένουν οι αγορές είναι αν και οι επόμενες αυξήσεις -πέραν του Μαρτίου- θα είναι της τάξης των 50 μονάδων βάσης ή θα μειωθούν στις 25 μονάδες βάσης.
Τι σημαίνει για τους δανειολήπτες
Σε κάθε περίπτωση, η νέα αύξηση μεταφράζεται σε επιπλέον κόστος για εκατοντάδες χιλιάδες δανειολήπτες αλλά και επιχειρήσεις με χρέη σε κυμαινόμενο επιτόκιο. Αύξηση που αθροίζεται στο μπαράζ ανόδου που έχει καταγραφεί από το καλοκαίρι του 2022, όταν και ξεκίνησε το ντόμινο των αυξήσεων από την πλευρά της ΕΚΤ.
Το μπαράζ αυξήσεων στο κόστος δανεισμού έχει άμεσο αντίκτυπο στις δόσεις των δανείων, που έχουν εκτιναχθεί ακόμη και πάνω από τα 3.500 ευρώ σε ετήσια βάση.
Για παράδειγμα, ένα στεγαστικό δάνειο με υπόλοιπο 150.000 ευρώ και διάρκεια 20 ετών πριν το ντόμινο των αυξήσεων, με τελικό επιτόκιο 3% (Euribor 0,% πλέον τραπεζικού περιθωρίου 3%) μεταφραζόταν σε δόση 831 ευρώ (χωρίς τις υπόλοιπες επιβαρύνσεις).
Με τα σημερινά δεδομένα, και με το Euribor στο 2,660%, το συνολικό επιτόκιο διαμορφώνεται σε 5,660% και αντίστοιχα η δόση σε 1.045 ευρώ. Προκύπτει δηλαδή επιπλέον επιβάρυνση 214 ευρώ το μήνα ή 2.568 ευρώ το χρόνο.
Μάλιστα, αν το Euribor ανέβει στο 3%, προεξοφλώντας και τις μελλοντικές αυξήσεις τότε το συνολικό επιτόκιο διαμορφώνεται σε 6% και η δόση σε 1.074 ευρώ. Προκύπτει δηλαδή συνολική επιπλέον επιβάρυνση 243 ευρώ το μήνα ή 2.916 ευρώ το χρόνο.
Αντίστοιχα, για ένα νέο δάνειο 100.000 ευρώ με 15ετή διάρκεια, πάντα με τα ίδια επιτόκια, η δόση πριν τις αυξήσεις ανερχόταν σε 690 ευρώ.
Με τα σημερινά δεδομένα, δηλαδή με το Euribor στο 2,660% και το τελικό επιτόκιο στο 5,660%, η δόση σκαρφαλώνει στα 825 ευρώ. Προκύπτει δηλαδή αύξηση δόσης 135 ευρώ το μήνα ή 1.620 ευρώ το χρόνο.
Εάν μάλιστα ανεβεί περαιτέρω, στο 3% και το τελικό επιτόκιο διαμορφωθεί στο 6%, η δόση διαμορφώνεται στα 843 ευρώ. Δηλαδή, στην περίπτωση αυτή το επιπλέον κόστος ανέρχεται σε 153 ευρώ ή 1.836 ευρώ κατ’ έτος.
Ακόμα μεγαλύτερη είναι η επιβάρυνση όσο μεγαλώνει το ύψος αλλά και η διάρκεια του δανείου. Για παράδειγμα, ένα δάνειο 200.000 ευρώ με διάρκεια 30 ετών με συνολικό επιτόκιο 3% (Euribor 0% πλέον τραπεζικού περιθωρίου 3%) επιβαρυνόταν πριν τις αυξήσεις με μηνιαία δόση 843 ευρώ.
Με τα σημερινά δεδομένα και το τελικό επιτόκιο στο 5,660%, η δόση γίνεται 1.155 ευρώ, δηλαδή η δόση αυξήθηκε κατά 312 ευρώ το μήνα ή 3.744 ευρώ το χρόνο.
Αντίστοιχα, αν τελικά διαμορφωθεί στο 6% η δόση ανεβαίνει αντίστοιχα στα 1.199 ευρώ. Προκύπτει δηλαδή επιπλέον κόστος που φτάνει μέχρι και τα 356 ευρώ το μήνα ή 4.272 ευρώ το χρόνο για τον δανειολήπτη.
Πηγή