Ο “Ιπτάμενος Ολλανδός” δεν είναι πια μαζί μας, αλλά το ποδοσφαιρικό του στίγμα παραμένει άθικτο και αποτελεί σημείο αναφοράς στον κόσμο της “στρογγυλής Θεάς”, καθώς πέρα από κορυφαίος ποδοσφαιριστής υπήρξε και προπονητική ιδιοφυΐα. Και όπως ο ίδιος είχε δηλώσει: «Κατά μία έννοια, είμαι αθάνατος».

Σήμερα (24/3) συμπληρώνονται 7 χρόνια από τον θάνατο του Χέντρικ Γιοχάνες Κρόιφ (όπως ήταν το πλήρες όνομά του), ενός από τους σημαντικότερους ποδοσφαιριστές της ιστορίας και ενός από τους προπονητές που άλλαξαν για πάντα τον τρόπο με τον οποίο παίζεται το άθλημα. Ο “Ιπτάμενος Ολλανδός” γεννήθηκε στις 25 Απριλίου 1947 στο Άμστερνταμ και απεβίωσε στη Βαρκελώνη, μετά από “μάχη” με τον καρκίνο στους πνεύμονες. Αγαπημένος και αιώνια εγκλωβισμένος στις καρδιές και την εκτίμηση όλων όσων αγαπούν το ποδόσφαιρο και τον αθλητισμό.

Λίγες εβδομάδες μάλιστα πριν φύγει από τη ζωή, ο Κρόιφ δήλωνε ότι… προηγείται του καρκίνου στο ημίχρονο με 2:0 και εξέφραζε την πεποίθηση ότι θα βγει νικητής. Όμως, ο καρκίνος που τον “κτύπησε” στους πνεύμονες τον… εξουδετέρωσε. Μανιώδης καπνιστής από τα νεανικά του χρόνια, υπεβλήθη το 1991 σε εγχείρηση καρδιάς και έκτοτε έδινε το “παρών” σε κάθε αντικαπνιστική εκστρατεία ανά τον πλανήτη.

Υπήρξε “δάσκαλος” τόσο στο ποδόσφαιρο, όσο και στη ζωή, ενώ έδινε μαθήματα σε εκκολαπτόμενους παίκτες και προπονητές, με κάθε ευκαιρία. Υπήρξε τιμής ένεκεν προπονητής της εθνικής Καταλονίας, κάτοχος τρις της Χρυσής Μπάλας (1971, 1973, 1974) και άφησε στιγμές ανεξίτηλες σε Άγιαξ, Μπαρτσελόνα και Εθνική Ολλανδίας.

Κατά τη διάρκεια της ποδοσφαιρικής του καριέρας, σίγουρα ο τεχνικός Ρίνους Μίχελς, που του άρεσε η τακτική και το ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο θεωρούμενος ως ένας από τους κορυφαίους προπονητές στην ιστορία του αθλήματος και για πολλούς ο σημαντικότερος, ήταν αυτός που… επηρέασε τον κατά τεκμήριο καλύτερο Ευρωπαίο παίκτη της ιστορίας.

Η γέννηση ενός θρύλου του παγκόσμιου ποδοσφαίρου

Ο Γιόχαν Κρόιφ με τη φανέλα του Άγιαξ κόντρα στην Μπάγερν Μονάχου κατά τη διάρκεια της ειδικής εμφάνισής του για τον Αίαντα, τον πρώτο του σύλλογο, στον τελευταίο αγώνα της καριέρας του στο Ολυμπιακό Στάδιο του Άμστερνταμ, 14 Νοεμβρίου 1978. (AP Photo)

Ο δρόμος του στο ποδόσφαιρο θα ξεκινούσε περίπου το 1957, όταν με 10 χρόνια παρουσίας στην ακαδημία του Άγιαξ, μέρος στο οποίο επίσης μετατράπηκε σε απόλυτο θρύλο -όπως στο “Κάμπ Νόου”- με το σημερινό γήπεδο του Αίαντα μάλιστα να φέρει το όνομά του (“Cruyff Sand”). Τρία διαδοχικά Κύπελλα Πρωταθλητριών διαδοχικά (1971, 1972, 1973) συνοδευόμενα από τρεις Χρυσές Μπάλες (1971, 1973, 1974), ένα Διηπειρωτικό κύπελλο (1972), ένα ευρωπαϊκό Σούπερ Καπ (1972), εννέα πρωταθλήματα κι έξι κύπελλα Ολλανδίας ήταν μερικά από τα κατορθώματά του στην πρώτη του… αγάπη.

Το καλοκαίρι του 1973 θα έπαιρνε μεταγραφή για την Μπαρτσελόνα, ​​με περίπου ένα εκατομμύριο ευρώ, για να αλλάξει για πάντα την ιστορία του συλλόγου. Μπορεί σαν παίκτης των “μπλαουγκράνα” να κατέκτησε ένα πρωτάθλημα και ένα Κύπελλο Ισπανίας, αλλά ο σπόρος μπήκε από την πρώτη στιγμή στις βάσεις των Καταλανών, που τώρα είναι ένας από τα καλύτερα κλαμπ του κόσμου.

Η εμπειρία του σαν απόφοιτος της ακαδημίας του Άγιαξ έδωσε στον Γιόχαν τη δυνατότητα να μεταδώσει τη φιλοσοφία του για ολοκληρωτικό ποδόσφαιρο στη Βαρκελώνη και έδωσε νέο αέρα στην “Μπάρτσα” ειδικά σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Με τρεις νίκες στην Ευρώπη στην πλάτη του, αυτή ακριβώς ήταν μια από τις αποστολές του Κρόιφ, που θα εκπλήρωνε τον σκοπό του, αν και από διαφορετικό ρόλο.

Το 1973, ο Γιόχαν Κρόιφ έφυγε για την Μπαρτσελόνα, με την οποία δύο φορές αναδείχθηκε κορυφαίος Ευρωπαίος ποδοσφαιριστής και το 1978 πέρασε τον Ατλαντικό για να αγωνιστεί στους Los Angeles Aztecs και στους Washington Diplomats, ενώ ύστερα από ένα σύντομο πέρασμα και από τη Λεβάντε, επέστρεψε στο Άμστερνταμ.

Έπειτα από δύο διαδοχικές χρονιές στις οποίες κατέκτησε το Πρωτάθλημα Ολλανδίας, ο “Ιπτάμενος Ολλανδός” φόρεσε τη φανέλα της Φέγενορντ, με την οποία κέρδισε το νταμπλ και ανακοίνωσε την απόσυρσή του από την ενεργό δράση.

Επίσης, χρίσθηκε διεθνής 48 φορές (33 γκολ) με τη φανέλα της Εθνικής Ολλανδίας, οδηγώντας τους “οράνιε” στον τελικό του Μουντιάλ (1974), με τρία γκολ σε επτά αγώνες και τον τίτλο του κορυφαίου παίκτη της διοργάνωσης.

Γιόχαν Κρόιφ η προπονητική ιδιοφυΐα

Ο Ρουμάνος άσος του ποδοσφαίρου, Γκεόργκε Χάτζι, δεξιά, παρουσιάζεται στον Τύπο από τον προπονητή της Μπαρτσελόνα, Γιόχαν Κρόιφ, κατά τη διάρκεια της πρώτης προπόνησης της ομάδας για τη σεζόν 1994-95, την 1η Αυγούστου 1994 στη Βαρκελώνη της Ισπανίας. (AP Photo)

Έπειτα από τον… τελευταίο ποδοσφαιρικό του χορό με τη φανέλα της Φέγενορντ τη σεζόν 1983-84, ο Κρόιφ αποφασίζει να παραμείνει στο ποδόσφαιρο από άλλο πόστο. Άλλωστε, είχε δείξει ότι ήταν θέμα χρόνου να συμβεί. Ο αγαπημένος του Άγιαξ αποτέλεσε την πρώτη του προπονητική στέγη. Ένας άνθρωπος με τόσο υψηλής ποδοσφαιρικής νοημοσύνης σίγουρα είχε να δώσει πολλά ως προπονητής, αλλά δεν ήταν εύκολο με τις τόσες πολλές ιδέες που είχε.

«Οι προπονητές μιλάνε για κίνηση, για πολύ τρέξιμο. Εγώ λέω μην τρέχετε τόσο πολύ. Το ποδόσφαιρο είναι ένα παιχνίδι, το οποίο παίζεται με το μυαλό. Πρέπει να είσαι στο κατάλληλο σημείο την κατάλληλη στιγμή. Όχι πολύ νωρίς, όχι πολύ αργά», είχε πει ο Κρόιφ. Ως τεχνικός του Άγιαξ κατέκτησε δις το Κύπελλο Ολλανδίας, ενώ την πρώτη σεζόν έχασε στο νήμα το πρωτάθλημα από την Αϊντχόφεν και σήκωσε το Κύπελλο Κυπελλούχων με το 1:0 απέναντι στη Λοκομοτίβ Λειψίας.

Τα μεγάλα κατορθώματά του τα σημείωσε, ωστόσο, ως προπονητής της Μπαρτσελόνα, όπου έβαλε φαρδιά-πλατιά τη σφραγίδα του. Ένα Κύπελλο Πρωταθλητριών (1992), ένα Κύπελλο Κυπελλούχων (1989) και 4 πρωταθλήματά Ισπανίας (1990-91, 1991-92, 1992-93, 1993-94) είναι οι επιτυχίες, οι οποίες ξεχωρίζουν, δημιουργώντας μία δυναστεία. Ωστόσο, οι επιτυχίες του Κρόιφ δεν είναι μόνο τα τρόπαια, αλλά και τα υπόλοιπα παράσημα. Οι καινοτομίες του ήταν αμέτρητες.

Το αγαπημένο του σύστημα ήταν το 3-4-3, αλλά χρησιμοποιούσε πολύ και το 4-3-3 με τρεις φορ (δεν είχε θέμα, πάντως, να αλλάξει τα πλάνα του, τρελαίνοντας όσους προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν τα πλάνα του και να παίξει δίχως κανονικό φορ), δημιουργώντας μια Μπαρτσελόνα η οποία έπαιζε ποδόσφαιρο, το οποίο άγγιζε το τέλειο. “Total Football”. Πεπ Γκουαρδιόλα, Ρόναλντ Κούμαν, Ρομάριο, Γκεόργκι Χάτζι, Χρίστο Στόιτσκοφ και Μίκαελ Λάουντρουπ είναι μερικοί από τους παίκτες που είχαν την τύχη να συνεργαστούν μαζί του στους “μπλαουγκράνα” εκείνης της εποχής και να αποτελέσουν κομμάτι μιας ομάδας, η οποία καθήλωνε με το ποδόσφαιρό της. Για τον πρώτο μπορούμε να πούμε ότι έπεσε το… μήλο κάτω από τη μηλιά. Από τον Μίχελς στον Κρόιφ και από τον Κρόιφ στον Πεπ Γκουαρδιόλα και ίσως από τον Πεπ Γκουαρδιόλα στον Τσάβι. Το μέλλον θα δείξει. Σίγουρα όμως άφησε… βαριά κληρονομιά και έχτισε DNA βαρύ όσο το όνομά του.

Για την ανάληψη της τεχνικής ηγεσίας των Καταλανών είχε σχολιάσει: «Ξέρω ότι όταν ο πρόεδρος Νούνιεθ μου ανέθεσε την τεχνική ηγεσία της ομάδας, το έκανε για να σώσει την θέση του. Η Μπαρτσελόνα έπρεπε να βάλει τέλος στο γεγονός ότι ήταν μια ομάδα με μεγάλο όνομα και πολλά χρήματα, αλλά με λίγους τίτλους. Εγώ ήμουν το μοναδικό αφεντικό στα αποδυτήρια, ούτε οι ποδοσφαιριστές, ούτε η διοίκηση. Άλλαξα τα πάντα από την αρχή. Για να φτιάξουμε την dream team χρειαστήκαμε 10.000 ώρες προπόνησης».

Τσιγάρο και γλειφιτζούρι, τα δύο πάθη του Κρόιφ

Ο Κρόιφ είχε δύο μεγάλα πάθη. Πορεύτηκε με το τσιγάρο κατά τη διάρκεια της ποδοσφαιρικής του καριέρας, αλλά δεν φάνηκε να αφήνει πίσω αυτή την αδυναμία του. Αργότερα, ωστόσο, μπήκε σε κίνδυνο η ζωή του. Όσο κυλούσαν τα χρόνια τόσο γινόταν μεγαλύτερη η εξάρτησή του με το τσιγάρο μέχρι που ήχησε δυνατά το “καμπανάκι” της ζωής.

Τον Φεβρουάριο του 1991 εισήχθη στην κλινική “Σαν Ζόρντι” για εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς και το πρώτο πράγμα το οποίο του είπε ο γιατρός ήταν ότι έπρεπε να κόψει… μαχαίρι το τσιγάρο. «Δεν ήταν μόνο το θέμα της δουλειάς. Μου το είπαν ξεκάθαρα, ότι το τσιγάρο θα με σκότωνε», ανέφερε ο ίδιος, ο οποίος αντικατέστησε το τσιγάρο με το… γλειφιτζούρι.

Ατάκες του Κρόιφ που άφησαν ιστορία

  • «Το να παίζεις ποδόσφαιρο είναι πολύ απλό. Αλλά το να παίζεις απλό ποδόσφαιρο, είναι το πιο δύσκολο πράγμα».
  • «Η ποιότητα χωρίς αποτέλεσμα είναι ανούσια και το αποτέλεσμα χωρίς ποιότητα είναι βαρετό».
  • «Μπορείς να επιλέξεις τον καλύτερο παίκτη για κάθε θέση. Με αυτόν τον τρόπο δεν θα έχεις την καλύτερη δυνατή ομάδα, αλλά ένδεκα καλές μονάδες».
  • «Τεχνική δεν είναι να μπορέσεις να κάνεις «κόλπα» με την μπάλα 1000 φορές. με εξάσκηση αυτό μπορεί να το κάνει ο καθένας και μπορεί να βρει άνετα δουλειά σε τσίρκο. Τεχνική είναι να μπορείς να πασάρεις με μία επαφή, με την σωστή ταχύτητα και να δώσεις την μπάλα στο σωστό πόδι του συμπαίκτη σου».
  • «Στις ομάδες μου ο πρώτος που επιτίθεται είναι ο τερματοφύλακας και ο πρώτος που αμύνεται είναι ο επιθετικός».
  • «Γιατί να μην μπορείς να νικήσεις μια πιο πλούσια ομάδα; Δεν έχω δει ποτέ ένα τσουβάλι με λεφτά να βάζει γκολ».
  • «Οι πραγματικοί ηγέτες στο γήπεδο γνωρίζουν ότι οι παίκτες κάνουν λάθη».
  • «Πολλοί συγχέουν την έννοια της ταχύτητας με την διορατικότητα».
  • «Υπάρχει μόνο μία κατάλληλη στιγμή. Διαφορετικά θα είσαι στο σημείο επιλογής, είτε πιο αργά, είτε πιο νωρίς».
  • «Είναι αποδεδειγμένο ότι στο 90λεπτο, έχεις την μπάλα στα πόδια σου, περίπου τρία λεπτά. Το σημαντικό είναι τι κάνεις μέσα στο γήπεδο τα υπόλοιπα 87. Από αυτό συνάγεται, εάν είσαι καλός παίκτης».
  • «Πρέπει να εξασφαλίζουμε ότι οι χειρότεροι παίκτες του αντιπάλου, θα έχουν την μπάλα τις περισσότερες φορές. Έτσι θα μπορούμε να την πάρουμε αμέσως».
  • «Όταν έχεις κατοχή της μπάλας ως ομάδα, πρέπει να μεγαλώνεις τις διαστάσεις του γηπέδου και όταν αμύνεσαι να τις μειώνεις».
  • «Ήμουν έξι φορές καλύτερος από τους σημερινούς παίκτες. Σήμερα οι ποδοσφαιριστές σουτάρουν μόνο με το κουντεπιέ. Εγώ μπορούσα να σουτάρω με το εξωτερικό, με το εσωτερικό και το κουντεπιέ και με τα δύο πόδια»…
  • «Αισθάνομαι απαίσια όταν απορρίπτονται γνήσια ταλέντα, λόγω της στατιστικής. Με βάση τα σύγχρονα κριτήρια, θα είχα απορριφθεί από τον Αγιαξ. Στα 15 μου δεν μπορούσα να κλωτσήσω τη μπάλα πάνω από 15 μέτρα με το αριστερό πόδι και 20 με το δεξί. Η τεχνική και το όραμα, δεν είναι ανιχνεύσιμα από τους υπολογιστές».
  • «Υπάρχουν πολλοί, οι οποίοι μπορούν να πουν ότι μία ομάδα δεν έπαιξε καλά. Είναι λιγότεροι, εκείνοι, οι οποίοι ξέρουν γιατί μία ομάδα δεν έπαιξε καλά. Και ακόμη λιγότεροι, είναι όσοι, γνωρίζουν τι πρέπει να γίνει για να παίξει καλύτερα μία ομάδα».//


ertsports.gr