Με τους θανάτους να ξεπερνούν τις γεννήσεις και την Ελλάδα να έχει έναν από τους πιο γηρασμένους πληθυσμούς στην Ευρώπη, κοινός τόπος είναι πως το δημογραφικό αδιέξοδο της χώρας παραμένει ένα από τα κορυφαία, οικονομικά, εθνικά ή ακόμη και υπαρξιακά προβλήματα της χώρας, ενώ επηρεάζει και τον δυνητικό ρυθμό ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας.
Σύμφωνα μάλιστα με μελέτη των Βύρωνα Κοτζαμάνη και Βασίλη Παππά του ερευνητικού προγράμματος «Δημογραφικά προτάγματα στην έρευνα και πρακτική στην Ελλάδα» του Ελληνικού Ιδρύματος Ερευνας και Τεχνολογίας (ΕΛΙΔΕΚ) στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, ο πληθυσμός της Ελλάδας μετά το 2011 μειώνεται συνεχώς και η τρέχουσα απογραφή θα το επιβεβαιώσει.
Εξοδοι από τη χώρα
Την τελευταία 10ετία (Ιανουάριος 2011 – Ιανουάριος 2021), ο πληθυσμός της Ελλάδας μειώθηκε κατά 450.000 περίπου άτομα, απόρροια κατά 60% στο αρνητικό φυσικό ισοζύγιο (γεννήσεις – θάνατοι) και κατά 40% στο επίσης αρνητικό μεταναστευτικό ισοζύγιο, καθώς οι έξοδοι από τη χώρα, κυρίως αυτές των περίπου 500 χιλιάδων νέων και μορφωμένων Ελλήνων που αναζήτησαν μια καλύτερη τύχη στο εξωτερικό, απόρροια και της 10ετούς κρίσης, υπερκάλυψαν τις εισόδους αλλοδαπών προερχομένων στη μεγάλη τους πλειοψηφία από μη ευρωπαϊκές χώρες.
Η δημογραφική «κατάθλιψη» της χώρας χαρακτηρίζει σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό το σύνολο πλέον του ελληνικού χώρου και όχι μόνο κάποια τμήματά του, καθώς ελάχιστες Περιφερειακές Ενότητες (μόνο 12 στις 74) είχαν περισσότερες γεννήσεις από θανάτους, ενώ σε χαμηλότερο επίπεδο 56 μόνο από τους 325 δήμους είχαν και αυτοί θετικά φυσικά ισοζύγια. Αν μάλιστα την τελευταία 10ετία το μεταναστευτικό ισοζύγιο ήταν μηδενικό, 139 ανάμεσα στους 269 δήμους που κατέγραψαν αρνητικά φυσικά ισοζυγία θα έχαναν το 5% έως 20% του απογραφόμενου το 2011 πληθυσμού τους.
Αρνητική εικόνα
Οι προβολές της έρευνας αποτυπώνουν μια αρνητική εικόνα και για τα φυσικά ισοζύγια της επόμενης εικοσαετίας, καθώς σε εθνικό επίπεδο θα παραμείνουν αρνητικά, αφού οι θάνατοι την περίοδο 2021-2040 εκτιμάται πως θα είναι κατά περίπου 950.000 περισσότεροι από τις γεννήσεις για δύο λόγους: α) οι θάνατοι, έπειτα από μια πρώτη μείωσή τους τα επόμενα της πανδημίας έτη, θα συνεχίσουν να αυξάνονται λόγω της δημογραφικής γήρανσης (της αύξησης δηλαδή του πλήθους και του ποσοστού των 65 ετών και άνω στον συνολικό πληθυσμό) και β) οι γεννήσεις δεν αναμένεται να ανακάμψουν, ακόμη και αν οι νεότερες γενιές σταματήσουν να κάνουν λιγότερα παιδιά σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία: η μείωση των σε αναπαραγωγική ηλικία γυναικών, που έχει αρχίσει από τα μέσα της δεκαετίας του 2000 στη χώρα μας, θα συνεχιστεί (οι 20-49 ετών ήταν 2,35 εκατομμύρια το 2010, μειώθηκαν στα 1,95 το 2021 και δεν θα υπερβούν κατά τις εκτιμήσεις της έρευνας τα 1,7 εκατομμύρια το 2041).
Οι ρυθμοί μείωσης
Κατ’ επέκταση, απουσία συνταρακτικών ανατροπών, όπως π.χ. ενός νέου κύματος μαζικής μετανάστευσης αλλοδαπών και, δευτερευόντως, όχι μόνο ανακοπής της φυγής των νέων αλλά και αντιστροφής του brain drain σε brain gain, καθώς και γενναίας πολιτικής αύξησης των γεννήσεων, οι ρυθμοί μείωσης του πληθυσμού της χώρας δεν πρόκειται να ανακοπούν. Η Ελλάδα βρίσκεται σε ένα δημογραφικό αδιέξοδο που δεν πλήττει μόνο τον πληθυσμό της αλλά υπονομεύει την οικονομική ανάκαμψη της χώρας, εκτιμούσε μελέτη και της PwC. Τυπικά η δημογραφική κατάρρευση του ελληνικού πληθυσμού ξεκίνησε τη δεκαετία του 1980, όταν οι γεννήσεις ανά έτος μειώθηκαν από τις 150.000 στις 100.000, φθάνοντας στο 2011 όπου για πρώτη φορά ο αριθμός των θανάτων ξεπέρασε αυτόν των γεννήσεων κατά περίπου 30 χιλιάδες.
Η ηλικιακή σύσταση
Κατά τη διάρκεια της κρίσης ο πληθυσμός της χώρας μειώθηκε ραγδαία. Αρχικά η εισροή των μεταναστών συνέβαλε στην ανακοπή της πτωτικής τάσης της υπογεννητικότητας (1991-2000), όπου οι μετανάστες στη χώρα αυξάνονταν κατά 6% ετησίως. Από το 2008 και μετά οι μεταναστευτικές ροές προς τη χώρα περιορίστηκαν, ενώ παράλληλα μέρος του ανθρώπινου δυναμικού και μάλιστα υψηλών δεξιοτήτων μετανάστευσε στο εξωτερικό. Ολα αυτά είχαν ως αντίκτυπο και την αλλαγή της ηλικιακής σύστασης της χώρας, με τον πληθυσμό άνω των 65 να τριπλασιάζεται. Η μέση Ελληνίδα πλέον δεν γεννά δύο παιδιά που στατιστικά απαιτούνται ώστε να φέρει στη ζωή μία κόρη που θα την αντικαταστήσει. Ο δείκτης γονιμότητας της μέσης Ελληνίδας έχει πέσει στα 1,2 παιδιά, όταν τη δεκαετία του 1960 βρισκόταν στα 2,3 παιδιά ανά γυναίκα, πάνω από το όριο αντικατάστασης γενεών (2,1 παιδιά ανά γυναίκα).
Αλλαξε ριζικά η δομή των οικογενειών
Καθώς σήμερα ζούμε πολύ περισσότερα χρόνια, είμαστε πιο γηρασμένοι, κάνουμε λιγότερα παιδιά και λιγότερους γάμους, χωρίζουμε πιο εύκολα, η δομή των νοικοκυριών και των οικογενειών μας έχει αλλάξει ριζικά, οι δημογραφικές εξελίξεις οδηγούν άμεσα τις επόμενες δεκαετίες σε μια ούτως ή άλλως επιτάχυνση της γήρανσης και σε μια μείωση του πληθυσμού της Ελλάδας.
Η πτώση της γονιμότητας επιταχύνθηκε στις μετά το 1960 γενιές, καθώς όσες γυναίκες γεννήθηκαν το 1950 έφεραν στον κόσμο 2,1 παιδιά κατά μέσο όρο, αυτές που γεννήθηκαν το 1960 έκαναν 1,9 και όσες έχουν γεννηθεί το 1970 1,6 παιδιά. Μετά το 1980 και ιδίως μετά το 2010 η πτώση των γεννήσεων οφείλεται και στο ότι τα ζευγάρια τεκνοποιούσαν σε όλο και μεγαλύτερη ηλικία και, δευτερευόντως, στο ότι ο πληθυσμός των γυναικών αναπαραγωγικής ηλικίας μειωνόταν.
Η 10ετής οικονομική κρίση που βίωσε μάλιστα η χώρα ενίσχυσε τις προϋπάρχουσες τάσεις, την αύξηση δηλαδή της μέσης ηλικίας στην απόκτηση των παιδιών – ιδιαίτερα του πρώτου – και την πτώση της γονιμότητας των νεότερων γενεών, ενώ ήρθε και η πανδημία να αυξήσει τόσο το 2020 όσο και το 2021 την προϋπάρχουσα ανασφάλεια στα νεότερα ζευγάρια.
Το ασφαλιστικό πρόβλημα και η οικονομία
Σύμφωνα με μελέτη της Alpha Bank σχετικά με το κατά πόσο οι δημογραφικές εξελίξεις επηρεάζουν και το ασφαλιστικό πρόβλημα της χώρας, το ποσοστό της ηλικιακής ομάδας άνω των 65 ετών στον συνολικό πληθυσμό αναμένεται να φθάσει στο 32,8% έως το 2070, ενώ ο δείκτης εξάρτησης των ατόμων άνω των 65 ετών προς τα άτομα ηλικίας 15-64 ετών, ο οποίος έχει ζωτικό ρόλο στη βιωσιμότητα του συστήματος, προβλέπεται να αυξηθεί από το 35 το 2019 στο 60 το 2070. Ταυτόχρονα, η διάμεση ηλικία αναμένεται να φθάσει τα 51 χρόνια, το ποσοστό γεννητικότητας να παραμείνει κάτω από το 1,6 και το προσδόκιμο ζωής να αυξηθεί στα 86,4 και 90,3 χρόνια για άνδρες και γυναίκες αντιστοίχως έως το 2070.
Για την ελληνική οικονομία, η γήρανση του πληθυσμού ισοδυναμεί με περαιτέρω δημοσιονομική επιβάρυνση, ως αποτέλεσμα του αυξανόμενου τμήματος του πληθυσμού που λαμβάνει συντάξεις. Η αύξηση της προσφοράς εργατικού δυναμικού από άτομα με ηλικία άνω των 65 που επιθυμούν να συνεχίσουν να εργάζονται και παράλληλα υπάρχει ζήτηση για τις υπηρεσίες τους, η ενσωμάτωση των μεταναστών στην αγορά εργασίας καθώς και οι αποτελεσματικές πολιτικές ενός brain regain (ανάκτησης ταλέντων) μπορούν να συμβάλουν στη μείωση της σκιώδους οικονομίας και της αδήλωτης εργασίας και κατά συνέπεια στη μερική βελτίωση του προβλήματος της γήρανσης και των συνεπειών της στο ασφαλιστικό σύστημα, αλλά και στο σύνολο της οικονομίας, εκτιμούσε η μελέτη της Alpha Bank.
Πηγή