Δέκα μήνες μετά την εκδήλωση της πανδημίας, οι επενδυτές εμφανίζονται οριακά πιο αισιόδοξοι για το μέλλον των επενδύσεων στην Ευρώπη, παρά τις συνεχιζόμενες οικονομικές επιπτώσεις της COVID-19.
Σύμφωνα με έρευνα που διεξήγαγε η EY, ενώ οι επιχειρήσεις εξακολουθούν να περιορίζουν τα άμεσα επενδυτικά τους σχέδια στην περιοχή, το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι η Ευρώπη θα αποτελεί έναν πιο ελκυστικό επενδυτικό προορισμό μετά το πέρας της πανδημίας, έχει αυξηθεί σε σχέση με τον Απρίλιο.
Η οικονομική αβεβαιότητα που προκάλεσε η πανδημία, εξακολουθεί να οδηγεί τις επιχειρήσεις σε επανεξέταση της βιωσιμότητας των επενδυτικών τους σχεδίων. Ωστόσο, το ποσοστό των στελεχών που αναμένουν καθαρή μείωση των επενδύσεών τους, έχει περιοριστεί στο 42%, από 66% τον Μάιο, ενώ περισσότερα στελέχη εκτιμούν ότι τα επενδυτικά τους σχέδια θα αυξηθούν (10% από 0% τον Απρίλιο) ή θα παραμείνουν αμετάβλητα (17% από 11%). Παράλληλα, όμως, πολλοί από όσους σκόπευαν να μειώσουν τις επενδύσεις τους, δηλώνουν τώρα ότι απλώς θα τις καθυστερήσουν, με το ποσοστό αυτό να αυξάνεται στο 31%, από 23% τον Απρίλιο.
Με βάση τα στοιχεία αυτά, αναμένεται σημαντική μείωση του αριθμού των ΑΞΕ στην Ευρώπη για το 2020, σε σχέση με το ιστορικό ρεκόρ των 6.412 επενδυτικών έργων που ανακοινώθηκαν το 2019, με πιθανές αρνητικές επιπτώσεις στην ανάπτυξη και την απασχόληση για όλη την ήπειρο.
Πιο αισιόδοξοι εμφανίζονται οι επενδυτές ως προς την ελκυστικότητα της Ευρώπης στη μετά-COVID-19 εποχή. Ενώ τον Απρίλιο, ένας στους δυο επενδυτές (49%) εκτιμούσε ότι η Ευρώπη θα καταστεί λιγότερο ελκυστική στο μέλλον, το ποσοστό αυτό μειώθηκε σημαντικά τον Οκτώβριο, στο 27%. Αντίθετα, βελτίωση της ελκυστικότητας της περιοχής προβλέπει πλέον το 22% των επενδυτών, έναντι μόλις 8% τον Απρίλιο.
Ενδιαφέροντα είναι και τα ευρήματα που αφορούν την Ελλάδα. Το 2% των ερωτηθέντων επενδυτών, κατονόμασαν την Ελλάδα μεταξύ των χωρών που πιστεύουν ότι θα αποδειχθούν ως οι πλέον ελκυστικές για τις επενδύσεις το 2021, ποσοστό συγκρίσιμο με χώρες που πρωταγωνιστούν στην προσέλκυση των ευρωπαϊκών ΑΞΕ, όπως η Σουηδία (3%) και η Ισπανία (4%).
Την ίδια ώρα, 4% ανέφεραν το ελληνικό πρόγραμμα ανάκαμψης ως ένα από τα πιο αξιόπιστα και φιλικά προς τις επενδύσεις στην Ευρώπη, ποσοστό υψηλότερο από εκείνο που συγκέντρωσαν η Ιρλανδία και η Ουγγαρία (3%), και συγκρίσιμο με τα ποσοστά χωρών, όπως η Τσεχία (5%), η Πολωνία και η Σουηδία (6%), οι οποίες αποτελούν σταθερούς πόλους έλξης επενδύσεων τα τελευταία χρόνια. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι υπόλοιπες χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης της Τουρκίας και της Ρουμανίας – χώρες που ανταγωνίζεται άμεσα η Ελλάδα στην προσέλκυση περιφερειακών επενδύσεων – συγκέντρωσαν χαμηλότερα ποσοστά.
Με την πάροδο του χρόνου, φαίνεται να αποκαθίσταται μια σχετική αισιοδοξία για την πορεία της ευρωπαϊκής οικονομίας, με το 41% των επενδυτών που συμμετείχαν στην έρευνα, έναντι 24% τον Απρίλιο, να προβλέπουν επιστροφή σε κανονική λειτουργία της οικονομίας, έπειτα από μια περίοδο επανεκκίνησης. Αντίθετα, το ποσοστό όσων αναμένουν αυξημένη μεταβλητότητα εξαιτίας της επιβολής και αναστολής των επιμέρους lockdowns, μειώθηκε στο 41% από 55%. Μειωμένο στο 17% από 21%, είναι και το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι η πανδημία θα οδηγήσει σε θεμελιώδη αρνητική μεταβολή του οικονομικού κλίματος.
Καθώς οι ασιατικές οικονομίες παρουσιάζουν πλέον σημάδια πρώιμης ανάκαμψης, οι επιχειρήσεις εμφανίζονται λιγότερο πρόθυμες να προχωρήσουν σε μια αναδιοργάνωση της εφοδιαστικής τους αλυσίδας, εξαιτίας του συνεπαγόμενου μεγάλου κόστους και της αναστάτωσης. Το ποσοστό των στελεχών που δηλώνουν ότι δεν προτίθενται να προχωρήσουν σε αλλαγές στις εφοδιαστικές αλυσίδες, εκτοξεύτηκε από το 2% στο 33%. Συγχρόνως, το ποσοστό όσων σχεδιάζουν να μειώσουν την εξάρτησή τους από μια κύρια αγορά, μειώθηκε από 61% στο 37%, και όσων σκοπεύουν να μεταφέρουν τις πηγές εφοδιασμού στην Ε.Ε. ή σε γειτονικές χώρες της Αφρικής, από 83% στο 37%.
Η έρευνα σημειώνει ότι παραμένει πιθανή η μετακίνηση επιλεγμένων κρίσιμων δραστηριοτήτων στην Ευρώπη, με στόχο τη μείωση της έκθεσης σε πιθανές μελλοντικές διαταραχές. Ωστόσο, μαζικές επενδύσεις στην Ευρώπη θα απαιτήσουν χρόνο και, ενδεχομένως, ισχυρότερα κίνητρα.
Η έρευνα διαπιστώνει, επίσης, ότι φαίνεται να υποχωρούν, σε σύγκριση με τον Απρίλιο, ορισμένες πρώτες αντιδράσεις στην πανδημία, ως προς τα κριτήρια επιλογής της χώρας προορισμού των επενδύσεων. Έτσι, η βαρύτητα και ο αντίκτυπος των εθνικών προγραμμάτων στήριξης της οικονομίας, που αναφερόταν ως καθοριστικός παράγοντας από το 80% των ερωτηθέντων τον Απρίλιο, υποχωρεί σήμερα στο 38%, ενώ ο βαθμός ενσωμάτωσης της τεχνολογίας από τους τους καταναλωτές, την κοινωνία και τον δημόσιο τομέα υποχωρεί αντίστοιχα, από το 71% στο 50%, και οι πολιτικές απέναντι στην κλιματική αλλαγή, από το 60% στο 39%. Στη θέση τους, ως κυρίαρχα κριτήρια επιλογής προορισμού των επενδύσεων, αναδεικνύονται τα μέτρα ασφάλειας και προστασίας που εφαρμόζονται για την πρόληψη μιας μελλοντικής μεγάλης κρίσης (54%), η δύναμη της εγχώριας αγοράς (52%), καθώς και η ρευστότητα των χρηματοπιστωτικών αγορών και η διαθεσιμότητα κεφαλαίου (51%).
Πηγή