Η επιβράδυνση της παγκόσμιας οικονομίας από τις επιπτώσεις της COVID-19 κυμαίνεται μεταξύ -35%(ΟΟΣΑ), -18,6% (Uni Credit) και -6% (ΗΒC), ενώ στη χώρα μας η ύφεση είναι δυνατόν να αγγίξει το -10% σε ετήσια βάση.
Η υποχώρηση του δείκτη οικονομικού κλίματος για τον μήνα Μάρτιο ήταν στις 109,4 μονάδες έναντι 113,2 μονάδων τον προηγούμενο μήνα, με την καταναλωτική εμπιστοσύνη επιπλέον να δέχεται καθίζηση για τον ίδιο μήνα στις -16,5 μονάδες έναντι -4,8 του Φεβρουαρίου.
Και οι δύο δείκτες προοιωνίζονται αρνητικές προβλέψεις σε βάθος χρόνου και στο σύνολο των κλάδων της οικονομίας. Δίχως κανείς να είναι βέβαιος όσον αφορά την ασφάλεια τυχόν προβλέψεων, μιας και ούτως ή άλλως πρόκειται για προβλέψεις, σχετικά με την εξέλιξη τόσο την υγειονομική όσο και την οικονομική, είναι ωστόσο πιθανό η βαρύτητα αυτής της κρίσης να είναι έτι περαιτέρω χειρότερη της χρηματοπιστωτικής κρίσης 2008-2015. Οι σημαντικές επιπτώσεις όμως στον κόσμο της εργασίας είναι εφιαλτικές, όπου σύμφωνα με προκαταρκτικές προβλέψεις του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας αναμένεται σε περίπτωση πτώσης κατά 8% του ΑΕΠ αύξηση κατά 25 εκατομμύρια των ανέργων μέχρι και το δυσμενές σενάριο απώλειας 1,25 δισ. θέσεων εργασίας, δηλαδή του 1/3 των εργαζομένων παγκοσμίως, που ανέρχονται σήμερα σε 3,3 δισ.
Οι προβλέψεις για τη χώρα μας μιλούν για σταδιακή εκτίναξη της ανεργίας στο 30%, καθώς τα αποτελέσματα της βαριάς ύφεσης θα ακολουθούν τους πλέον δυναμικά συμμετέχοντες κλάδους της οικονομίας στο ΑΕΠ, π.χ. τουρισμός, εμπόριο, κατασκευές, για αρκετό χρονικό διάστημα.
Η ανησυχία, βεβαίως, έγκειται ότι πλέον της απώλειας εργασίας προκύπτει μείωση του πρωτογενούς εισοδήματος, που σημαίνει χαμηλή κατανάλωση αγαθών και υπηρεσιών λόγω εισοδηματικής απίσχνασης.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις επίσης για το 2020 του Διεθνούς Γραφείου Εργασίας (International Labour Organization) οι εργαζόμενοι σε όλο τον κόσμο είναι δυνατό να χάσουν, στην περίπτωση χαμηλής εκτίμησης, 860 δισ. δολάρια εισοδήματος, ενώ στην περίπτωση υψηλού εκτίμησης οι απώλειες υπολογίζονται σε 3,4 τρισ. δολάρια εισοδήματος.
Από την άλλη, μισό δισεκατομμύριο άνθρωποι είναι πιθανό να οδηγηθούν σε συνθήκες φτώχειας (υπολογιζόμενης απώλειας τουλάχιστον -20% του εισοδήματός τους).
Η κατανομή αυτών των πληθυσμών σύμφωνα με την ερευνητική πηγή Oxfam έχει ως εξής: Ευρώπη και Kεντρική Ασία 30,5 εκατ. άνθρωποι, Μ. Ανατολή και Β. Αφρική 44,9 εκατ. άνθρωποι, υποσαχάρια Αφρική 44,6 εκατ., Λ. Αμερική και Καραϊβική 54,3 εκατ., Ν. Ασία 128,8 εκατ. και Α. Ασία – Ειρηνικός 239,8 εκατομμύρια. Σημειωτέον ότι το επίπεδο φτώχειας ορίζεται για εισόδημα κάτω των 5,50 δολ. ημερησίως.
Είναι βέβαιο ότι, με το δεδομένο της διαφορετικότητας της παρούσας κρίσης από κάθε προηγούμενη, ο ρόλος του κράτους καθίσταται καθοριστικός όχι μόνο για το κρίσιμο μεσοδιάστημα μέχρι τα τέλη του 2020 αλλά και στη συνέχεια με τις επιθετικές πολιτικές που θα εφαρμόσει εάν θέλουμε να κάνουμε πράξη την εκτίναξη της οικονομίας, τύπου V, την επόμενη μέρα.
Η επιτυχημένη διαχείριση της υγειονομικής κρίσης από την κυβέρνηση αφήνει μια σημαντική παρακαταθήκη που «γεννάει» προσδοκίες όσον αφορά την πλήρη άρση των «ανόητων» πολλές φορές γραφειοκρατικών, πολεοδομικών εμποδίων π.χ. στην έγκριση και υλοποίηση μιας επένδυσης, καθώς δεν υπάρχουν πλέον περιθώρια να περιμένει κανείς, καθώς η ανεργία θα «φουντώνει» καθημερινά και ο μόνος πυλώνας που μπορεί να στηρίζεται το ΑΕΠ είναι οι επενδύσεις, αφού οι εξαγωγές και η κατανάλωση θα πάρει χρόνο μέχρι να αναρρώσουν.
Οπως σωστά ξεκαθάρισε ο Ελληνας πρωθυπουργός, η ύφεση φέτος θα είναι μεγάλη, αλλά η ανάκαμψη θα είναι μεγαλύτερη το 2021. Η διαφορά είναι ότι υπάρχει αυτή τη φορά ένα μεγάλο απόθεμα, που είναι η αξιοπιστία της χώρας.
* Ο κ. Αντώνης Ζαΐρης είναι αναπληρωτής αντιπρόεδρος ΣΕΛΠΕ, επίκ. καθηγητής Διοίκησης Επιχειρήσεων Πανεπιστημίου Νεάπολις, Πάφος, Κύπρος.