«Παπούτσι από τον τόπο σου και ας είναι μπαλωμένο» έλεγε ο θυμόσοφος λαός και οι παλιοί το είχαν κάτι σαν… ευαγγέλιο. Και αν ερχόταν καμιά ξενόφερτη νύφη ή ξενόφερτος γαμπρός από άλλο χωριό ή πόλη, αυτόν τον τίτλο του «ξενόφερτου» τον κουβαλούσε στην πλάτη για μια ολάκερη ζωή.
Ερωτικός μετανάστης…. Τη σήμερον ημέρα όλο και περισσότεροι όχι δεν παίρνουνε «παπούτσι από τον τόπο τους», αλλά αφήνουν τον τόπο τους, τη ζωή τους, τους φίλους και συγγενείς και με την αγάπη οδηγό – ξέρω είναι σαν να διαβάζετε Λένα Μαντά – μετακομίζουν στο μέρος που βρήκαν τον μεγάλο έρωτα. Γιατί μόνο αν ο έρωτας είναι μεγάλος, παίρνεις μία τέτοια απόφαση: να τα αφήσεις όλα πίσω και να φτιάξεις από την αρχή μία νέα ζωή, με όποιο ρίσκο κρύβει αυτή η επιλογή. Που κρύβει ρίσκο, μη γελιόμαστε.
Ερωτική μετανάστρια, λοιπόν, είμαι κι εγώ… Με μικρότερο ρίσκο, όμως, αφού ελέω έρωτα επέστρεψα στον τόπο μου, αφήνοντας όμως τη ζωή που είχα δημιουργήσει στην Αθήνα μετά από 14 χρόνια. Άφησα πίσω φίλους, παρέες, συνήθειες, μια καθημερινότητα τρελή μεν, αλλά ωραία δε για τα δικά μου δεδομένα.
Κι έφτασα, λοιπόν, στα 33 μου σε μία νέα αφετηρία, σε ένα νέο ξεκίνημα. Το «φτου και από την αρχή» δεν το σκέφτηκα καν. Γιατί, αν το είχα σκεφτεί, δεν θα έπαιρνα την απόφαση. Και στην τελική μια ζωή την έχουμε, αν δεν πάρουμε κι ένα ρίσκο τι θα έχουμε να θυμόμαστε;
Κάθε αρχή και δύσκολη
Και αυτό ακριβώς σκεφτόμουν κάθε φορά που αναρωτιόμουν αν έκανα καλά. Γιατί την αμφιβολία την έχεις – πάντα θα την έχεις – αν έκανες καλά. Αν σωστά έπραξες που τα «βρόντηξες όλα» για έναν έρωτα. Και αυτό το τελευταίο «τα παράτησα όλα για χάρη σου» είναι ατάκα που παίζει σε όλους μα όλους τους καβγάδες, όσα χρόνια και αν περάσουν.
Ο πρώτος καιρός, λοιπόν, έχει μπόλικο ενθουσιασμό για το καινούργιο και αγωνία γι’ αυτά που θα έρθουν. Ειδικά, αν βρισκόσουν σε μία φάση της ζωής σου που ένιωθες ότι ήσουν σε ένα τέλμα, αυτό το νέο ξεκίνημα είναι το restart που αποζητούσες. Εξάλλου, όταν μιλάμε για «ερωτικό μετανάστη» εννοούμε κυρίως κάποιον μετά τα 30 που έχει ήδη μία στρωμένη ζωή και δουλειά και τα αλλάζει όλα.
Και καθώς δικτυώνεσαι στο νέο τόπο, ανακαλύπτεις σιγά-σιγά πως υπάρχουν και άλλοι σαν κι εσένα. «Ερωτικός μετανάστης», «Κι εσύ;», «Κι εγώ». Τον πρώτο καιρό οι συστάσεις έχουν χαμόγελο, με τα χρόνια έχουν το ύφος που έπαιρνες παλιά αν άκουγες ότι κάποιος είναι «σώγαμπρος».
Το να ενταχθείς σε ένα νέο κοινωνικό σύνολο, να κάνεις καινούργιες γνωριμίες και να αποκτήσεις νέες φιλίες δεν είναι και ο, τι πιο εύκολο. Εκτός και αν ως χαρακτήρας έχεις τις δημόσιες σχέσεις μέσα σου. Επιπλέον, τον πρώτο καιρό ειδικά σού λείπουν οι φίλοι σου που τους άφησες πίσω. Τα τηλέφωνα «παίρνουν» φωτιά όπου μιλάτε ατελείωτες ώρες, ενώ οι υποσχέσεις του τύπου: «δεν θα χαθούμε ποτέ», «θα τα λέμε», «θα βρισκόμαστε» όσο ειλικρινά και αν λέγονται εκείνες τις στιγμές, έρχεται η ίδια η ζωή, η καθημερινότητα και η απόσταση να σας διαψεύσει… χάνεστε!
Οι παλιοί οι φίλοι γίνονται μακρινοί και τη θέση τους παίρνουν άλλοι που αποκτάς τώρα. Κι έχοντας προσωπική εμπειρία, από τους παλιούς μένουν λίγοι, αλλά καλοί. Αυτοί που θα σου σταθούν δίπλα, όσα χιλιόμετρα και αν σας χωρίζουν.
Όπως με κάθε ξεκίνημα, έτσι κι εδώ, ο πρώτος καιρός έχει τις δυσκολίες του. Για τους ντόπιους στην αρχή είσαι ο «ξένος» ή η «ξένη» που θα σε κρατάνε σε μία απόσταση ασφαλείας. Η προσαρμογή σε νέες παρέες θέλει τον χρόνο της, ενώ στην αρχή παρακολουθείς τις συζητήσεις τους και αυτά που λένε σου ακούγονται… κινέζικα.
Έχουν τους δικούς τους κωδικούς επικοινωνίας, μιλάνε για πρόσωπα που δεν έχεις ιδέα ποια είναι και μένεις να γελάς με τις ιστορίες που ακούς μόνο και μόνο για να μη σε πούνε «ξινή». Με τον καιρό μπαίνεις στο κλίμα και γίνεσαι ενεργό μέλος της παρέας.
Αν είσαι «ερωτικός μετανάστης» τότε κι εσύ μάλλον:
Τον πρώτο καιρό ανέβαζες συνέχεια φωτογραφίες στα social media για να δούνε οι άλλοι που άφησες πίσω ότι περνάς καλά.
Έχεις κάνει check στο Facebook ότι είσαι στην τοποθεσία τάδε, πίνεις διαστημικά σφηνάκια και αισθάνεσαι υπέροχα. Στην πραγματικότητα, είσαι στον καναπέ με πιτζάμες και αισθάνεσαι ότι θα πεθάνεις από πλήξη. Είπαμε θέλεις να μπεις στο μάτι.
Ξαναθυμάσαι πώς είναι να κάνεις νέες γνωριμίες, νέες παρέες και φιλίες.
Έχεις ζαλίσει, ειδικά τον πρώτο καιρό, όσους γνωρίζεις με το τι κάνατε με τους φίλους σας. Μη νομίσουν ότι δεν είχες ζωή προηγουμένως, γι’ αυτό τα παράτησες όλα.
Έχεις βαρεθεί να απαντάς στην ερώτηση: «Κι αν το μετανιώσεις;».
Έχεις καθίσει μόνος/η στο μπαλκόνι και μέσα στις σκέψεις σου αναρωτιέσαι «αν έκανες καλά».
Ψάχνοντας για νέα δουλειά στο νέο μέρος έχεις νιώσει απογοήτευση, άγχος, έχεις απελπιστεί, αλλά συγχρόνως, έχεις έναν ενθουσιασμό για το καινούργιο ξεκίνημα που αισθάνεσαι ότι ξαναγεννιέσαι.
Έχεις πιει τόσους καφέδες και ποτά κι έχεις φάει τόσα παϊδάκια σε… «Του νόου ας μπέτε» που έλεγε και ο Χρόνης Εξαρχάκος, συναντήσεις που ήρθες κι εγκωσες.
Δεν υπάρχει καβγάς με τον/την σύντροφο που να μην έχεις εκστομίσει το «Εγώ φταίω που τα παράτησα όλα για εσένα».
Κι ενώ τον πρώτο καιρό κάθε λίγο και λιγάκι πήγαινες στον τόπο σου για μία μικρή «δόση», με τα χρόνια οι επισκέψεις αραιώνουν. Και δεν σου λείπει.
Εν κατακλείδι, ο «ερωτικός μετανάστης» είναι ο επαναστάτης της ζωής. Είναι αυτός που δεν φοβάται να πάρει το ρίσκο. Που ερωτεύτηκε και δεν φοβήθηκε να ακολουθήσει την καρδιά του. Που άφησε την ασφάλεια της γνωστής καθημερινότητας για την… αβεβαιότητα μίας νέας ζωής. Και όλα αυτά με χαρά, ενθουσιασμό, αισιοδοξία και μπόλικο έρωτα. Γι’ αυτό όταν ακούτε «ερωτικός μετανάστης» να… σέβεστε!