Μερίδιο της τάξεως του 10%, τουλάχιστον, του τζίρου στη διαμονή τουριστών και έσοδα άνω του ενός δισεκατομμυρίου ευρώ ετησίως έχουν οι βραχυχρόνιες μισθώσεις από διαδικτυακές πλατφόρμες στην Ελλάδα όπου διατίθενται περισσότερα από 200.000 ακίνητα. Τα αποκαλυπτικά στοιχεία προκύπτουν από μελέτη του Ινστιτούτου του Συνδέσμου Ελληνικών Τουριστικών Επιχειρήσεων (ΙΝΣΕΤΕ), η οποία μεταξύ άλλων απαντά εμμέσως πλην σαφώς και σε ερωτήματα όπως το πώς γίνεται να αυξάνονται οι αφίξεις στην Αθήνα αλλά να υποχωρούν τα έσοδα και οι πληρότητες των ξενοδοχείων.
Σύμφωνα με την μελέτη «Οικονομικά στοιχεία βραχυχρόνιων μισθώσεων στην Ελλάδα, μέσω πλατφορμών Airbnb και ΗomeAway» του INΣΕΤΕ, η οποία έχει αξιοποιήσει στοιχεία από την AirDNA, τα συνολικά έσοδα από τις μισθώσεις καταλυμάτων στην Ελλάδα μέσω των πλατφορμών Airbnb και HomeΑway, κατά το 12μηνο Ιουνίου 2018 – Μαΐου 2019 έφθασαν το 1,15 δισ. ευρώ. Στο διάστημα αυτό, διατέθηκαν προς μίσθωση στην Ελλάδα από τις δύο πλατφόρμες 170.542 καταλύματα, εκ των οποίων οι 137.484, δηλαδή το 81%, μισθώθηκαν τουλάχιστον μία φορά. Από αυτά, οι 121.287 ήταν αυτόνομα καταλύματα, ενώ στα υπόλοιπα 16.197 υπήρχαν κοινόχρηστοι χώροι εντός του ενοικιαζόμενου καταλύματος. Σύμφωνα με άλλες πηγές, η Booking.com διαθέτει στην αγορά άλλα περίπου 90.000 ελληνικά ακίνητα, ένα μέρος εκ των οποίων όμως αφορά διπλές καταχωρίσεις ακινήτων που διατίθενται και στις άλλες δύο πλατφόρμες. Μια ασφαλής εκτίμηση, πάντως, είναι πως τα διατιθέμενα συνολικά μοναδικά ακίνητα υπερβαίνουν τις 200.000. Από το 1,15 δισ. ευρώ συνολικών εσόδων των Airbnb και ΗomeAway, το 1,08 δισ. ευρώ εισπράχθηκε από τα αυτόνομα καταλύματα. Για τα καταλύματα αυτά, η μέση πληρότητα ανήλθε σε 53%, η μέση τιμή καταλύματος διαμορφώθηκε στα 146 ευρώ, το ημερήσιο έσοδο ανά διαθέσιμο κατάλυμα σε 77 ευρώ και το μέσο ετήσιο έσοδο ανά κατάλυμα σε 8.912 ευρώ.
Σαντορίνη, Μύκονος
Το υψηλότερο ετήσιο έσοδο ανά κατάλυμα εμφάνισε η Σαντορίνη με 31.734 ευρώ και ακολούθησε η Μύκονος με 27.263 ευρώ. Ας σημειωθεί πως οι πλατφόρμες αυτές καλύπτουν μόνο ένα μέρος της αγοράς βραχυχρόνιων μισθώσεων, ενώ σύμφωνα με τη Euromonitor, η συνολική δαπάνη για διαμονή το 2018 εκτιμάται ότι ανήλθε σε 9,9 δισ. ευρώ. Δηλαδή μόνον οι Airbnb και HomeΑway καλύπτουν το 10% του τζίρου της διαμονής στην Ελλάδα. Ποσό για τη διαμονή που μπορεί να ξεπερνά ακόμα και το 1,5 δισ., αν συνυπολογιστούν και τα εκτιμώμενα έσοδα της Booking.com.
Μερίδιο της τάξεως του 10%, τουλάχιστον, του τζίρου από τη διαμονή τουριστών και έσοδα άνω του ενός δισ. ευρώ ετησίως έχουν οι βραχυχρόνιες μισθώσεις από διαδικτυακές πλατφόρμες στην Ελλάδα, όπου διατίθενται περισσότερα από 200.000 ακίνητα.
Σύμφωνα με το ΙΝΣΕΤΕ, στο 12μηνο Ιούνιος 2018 – Μάιος 2019, για τα αυτόνομα καταλύματα που μισθώθηκαν τουλάχιστον μία φορά, οι μισθώσεις μέσω Airbnb και HomeAway, ακολούθησαν την εποχικότητα του τουρισμού. Παρατηρείται δηλαδή κορύφωση το καλοκαίρι. Η μεγαλύτερη πληρότητα παρατηρείται τον Αύγουστο με 68% και ακολουθούν ο Ιούλιος με 60% και ο Σεπτέμβριος με 54%. Τη μεγαλύτερη μέση τιμή καταλύματος είχε ο Ιούλιος στα 172 ευρώ, ακολούθησε ο Αύγουστος στα 171 ευρώ και ο Ιούνιος με 153 ευρώ.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η ιδιαιτερότητα των επιμέρους περιοχών της Ελλάδας, ως προς τη ζήτηση, την πληρότητα, τη μέση τιμή και τα έσοδα. Επιγραμματικά, η Σαντορίνη εμφάνισε τη μεγαλύτερη πληρότητα (62%) στα ενεργά αυτόνομα καταλύματα και ακολούθησαν η Αθήνα με 60% και η Κεφαλονιά με 59%. Η μέση τιμή καταλύματος της Σαντορίνης ήταν στα 341 ευρώ, ενώ την πρώτη θέση είχε η Μύκονος με 496 ευρώ. Παρά την υψηλή πληρότητα, η μέση τιμή καταλύματος στην Αθήνα είναι χαμηλή, μόλις στα 66 ευρώ, ενώ την πιο χαμηλή παρουσιάζει η Θεσσαλονίκη με 45 ευρώ.
Το μέγεθος και μόνο της αγοράς των βραχυχρόνιων μισθώσεων επιβάλλει πλέον την ανάγκη ρύθμισής της, όπως επισημαίνει o ΣΕΤΕ, σε κάθε ευκαιρία τα τελευταία χρόνια έχοντας παρουσιάσει και παραδείγματα άλλων προορισμών, διεθνώς σε ό,τι αφορά τους τρόπους αντιμετώπισης. «Το κρίσιμο ζητούμενο είναι οι βραχυχρόνιες μισθώσεις να μη γίνονται με τρόπο που συνιστά αθέμιτο ανταγωνισμό για τις επιχειρήσεις, οι οποίες λειτουργούν νόμιμα και φυσικά να μη δημιουργεί παράπλευρα αλλά σημαντικά προβλήματα στην εξεύρεση κατοικίας, στις τιμές των ενοικίων, στην εύρυθμη λειτουργία των πολυκατοικιών, των γειτονιών, αλλά και των πόλεων», σημειώνει η μελέτη. Η μαζική μίσθωση καταλυμάτων από τουρίστες μέσω πλατφορμών έχει πολλαπλές επιπτώσεις, τόσο εντός του πλαισίου της τουριστικής δραστηριότητας, μέσω του ενίοτε αθέμιτου ανταγωνισμού προς τις επιχειρήσεις αλλά και της προσέλκυσης νέων αγορών, όσο και εκτός αυτής, δημιουργώντας προβλήματα π.χ. σε πολυκατοικίες, «εκτοπίζοντας» κατοίκους από ολόκληρες περιοχές, αλλάζοντας τη φυσιογνωμία περιοχών, αυξάνοντας τα ενοίκια, προκαλώντας έλλειψη στέγης σε τουριστικούς προορισμούς κ.ά.
Η ζήτηση
Στη μελέτη επισημαίνεται και μια μεγάλη διαφορά της μίσθωσης μέσω Airbnb και HomeAway σε σχέση με τα ξενοδοχεία και τις επιχειρήσεις καταλυμάτων. Τα ξενοδοχεία και οι επιχειρήσεις καταλυμάτων λειτουργούν μέσα σε ένα συγκεκριμένο, καθορισμένο χρονικό πλαίσιο κάθε χρόνο, συχνά ανάλογα με τη γεωγραφική τους θέση. «Αντίθετα, η προσφορά καταλυμάτων μέσω των πλατφορμών Airbnb και HomeAway είναι συνεχώς μεταβαλλόμενη, ανάλογα με τη ζήτηση». Παράλληλα, υπογραμμίζεται πως στην Αθήνα υπάρχει υψηλή ζήτηση για τέτοιες μισθώσεις, αλλά λόγω αυξημένης προσφοράς ο ανταγωνισμός ανάμεσα στα καταλύματα είναι μεγάλος, οδηγώντας σε χαμηλές προσφερόμενες τιμές. Αντίθετα, σε νησιά όπως η Μύκονος και η Σαντορίνη, όπου τα διαθέσιμα καταλύματα είναι εκ των πραγμάτων λιγότερα εξαιτίας του οικοδομικού κορεσμού και το τουριστικό brand τους ιδιαίτερα υψηλό, καταγράφεται πολύ μεγάλη πληρότητα. Ως επακόλουθο της εν λόγω εξέλιξης, οι τιμές είναι ιδιαίτερα αυξημένες.