Οι εορτές του Δωδεκαημέρου των Χριστουγέννων αντικατέστησαν πιθανότατα αρχαιοελληνικές ή ρωμαϊκές γιορτές, συνδεδεμένες με τις χειμερινές τροπές του ήλιου. Ετσι, οι χριστιανικές γιορτές (Γέννηση του Χριστού, Αγίου Βασιλείου, Θεοφάνια) έχουν διατηρήσει λαϊκές συνήθειες και έθιμα που αποσκοπούσαν στον εξευμενισμό δαιμονικών όντων και στην ευετηρία.
Ένα από τα κύρια έθιμα των ημερών αυτών, ήταν και εξακολουθούν να είναι οι αγερμοί ή αλλιώς στις ημέρες μας τα κάλαντα, οι μεταμφιέσεις, οι προληπτικές ενέργειες για την καλοχρονιά κ.ά.
Το μάντεμα της Τύχης, την Πρωτοχρονιά, και οι ευχές για καλή υγεία και προκοπή πάντοτε επιθυμητά αντικατοπτρίζονται στα περισσότερα έθιμα της ημέρας, πολλά από τα οποία εξακολουθούν να τηρούνται και σήμερα, όπως το νόμισμα ή άλλο σημάδι της βασιλόπιτας, φύλλα ελιάς στο τζάκι και πολλά άλλα.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς τα παιδιά εξορμούσαν πάλι για τα κάλαντα, όπως και την παραμονή των Χριστουγέννων έχοντας μέσα στο σακούλι τους λίγα καρύδια, σύκα ή ζαχαρωτά. Πήγαιναν σε όλα τα σπίτια του χωριού και οι παρέες τους αποτελούνταν από 8 έως 10 άτομα.
«Άι-Βασίλης έρχεται από την Καισαρεία
βαστάει εικόνα και χαρτί, χαρτί και καλαμάρι.
Το καλαμάρι έγραφε και το χαρτί μιλούσε:
-Βασίλη μ’ πούθεν έρχεσαι και πούθε κατεβαίνεις;
-Από τη μάνα μ’ έρχομαι και στο σχολειό πηγαίνω.
-Κάτσε να φας, κάτσε να πιεις, κάτσε να τραγουδήσεις.
-Εγώ τραγούδια δεν ξέρω, ξέρω την αλφαβήτα.
Και στο ραβδί ακούμπησε να πει την αλφαβήτα
Και το ραβδί ήταν χλωρό και βλάστησε κλωνάρια
Και πάνω στα κλωνάρια του περδίκες κελαηδούσαν.
Δεν ήταν μόνο πέρδικές, ήταν και περιστέρια.»
Οι νοικοκυρές από νωρίς το πρωί ζύμωναν για να φτιάξουν τα φύλλα της βασιλόπιτας. Αφού τα έψηναν στη γάστρα, τα άφηναν στο πλαστήρι να είναι έτοιμα για την άλλη μέρα. Στο τζάκι έβαζαν μεγάλα κούτσουρα για να καίνε μέχρι την άλλη μέρα. Θεωρούσαν κακό σημάδι να σβήσει η φωτιά μια τέτοια νύχτα.
Το βράδυ της παραμονής έπαιζαν όλα τα μέλη της οικογένειας το παιχνίδι με τα σπυρόσταρα. Χώριζαν τη φωτιά του τζακιού στη μέση και σκούπιζαν καλά τη βάτρα. Έπαιρνε κάποιος στο χέρι του τόσα σπυριά σιτάρι, όσα ήταν και τα πρόσωπα. Αφού το ονομάτιζε, το έριχνε στο μέρος της εστίας που είχαν καθαρίσει.
Το στάρι έσκαγε και τινάζονταν. Ανάλογα με την κατεύθυνση και το πρόσωπο έδιναν μια εξήγηση. Αν ήταν του αφέντη (παππούς) και τινάζονταν προς το νεκροταφείο ήταν κακό σημάδι. Αν το σπυρί ήταν αγοριού ή κοριτσιού σε ηλικία γάμου, προσπαθούσαν να μαντέψουν ποιον ή ποια θα πάρει από τη γειτονιά που έδειξε το σταρόσπορο.
Αν ήταν μεγάλος έδειχνε προς ποια κατεύθυνση θα πήγαινε για δουλειές. Αν δεν έσκαγε σήμαινε ότι αυτός δεν θα έκανε τίποτα. Έτσι, με γέλια και πειράγματα περνούσε ευχάριστα η μεγάλη αυτή βραδιά και ξεχνούσαν τα βάσανα της καθημερινότητας, αλλά το κυριότερο δένονταν τα μέλη της οικογένειας.
Ανήμερα της Πρωτοχρονιάς, η Βασιλόπιτα
Την ημέρα της Πρωτοχρονιάς οι νοικοκυρές έπρεπε να φτιάξουν τη Βασιλόπιτα με τα φύλλα που είχαν ετοιμάσει από την προηγούμενη μέρα.
Το χαρακτηριστικό της κερασοβίτικης βασιλόπιτας είναι ότι εκτός από το φλουρί βάζουν και άλλα σημάδια απόλυτα ταιριαστά με τις αγροτικές ασχολίες των κατοίκων. Τα σημάδια αυτά ήταν: το φλουρί, ο σταυρός, το στάχυ, η φούρκα και το κλήμα, το μαντρί, ο τσάρκος, το θκέντρι, οι κληματσίδες
Ο σταυρός συμβόλιζε το Χριστό και τον έβαζαν στη μέση της πίτας. Μπορεί να το έβαζαν, όπως και τα άλλα σημάδια και όποιος το κέρδιζε θεωρούνταν ιδιαίτερα τυχερός και ευλογημένος για τη χρονιά που έρχονταν.Το στάχυ ήταν ένα κομμάτι από την κορυφή του σιταριού.
Σ’ αυτόν που θα έπεφτε τον εξέταζαν αν ήταν τυχερός ή όχι ανάλογα με το πώς θα πήγαινε η σοδειά της χρονιάς. Το στάχυ συμβόλιζε τη σπορά και το θερισμό των σιταριών.
Όποιος πετύχαινε τη φούρκα θα έπρεπε να αναλάβει να εξασφαλίσει τα καυσόξυλα της χρονιάς για το σπίτι. Ο σταυρός και η φούρκα κατασκευάζονταν από λεπτά κλαδάκια κρανιάς. Το κλήμα ήταν ένα μικρό κομμάτι από κληματόβεργα και συμβόλιζε την παραγωγή κρασιού και τσίπουρου.
Αν και η παραγωγή αυτών των προϊόντων δεν ήταν ιδιαίτερα μεγάλη, όπως σε άλλες περιοχές, δεν έλειπαν όμως από κανένα σπίτι.
Το μαντρί ήταν ένα μικρό στεφάνι από κλαδί κρανιάς και ο τσάρκος ακόμη μικρότερο. Αυτά συμβόλιζαν τις κτηνοτροφικές ασχολίες των κατοίκων. Το μαντρί ήταν για τα μεγάλα ζώα και ο τσάρκος για τα μικρά.
Το κεντρί ήταν ένα ίσιο μυτερό ξύλο, η βουκέντρα. Αυτό συμβόλιζε τα βόδια του σπιτιού τα οποία ήταν ιδιαίτερα σημαντικά για το όργωμα των χωραφιών. Αν η οικογένεια είχε μελίσσια έβαζαν κι ένα άλλο σημάδι, την έλικα από τις κληματόβεργες. Έτσι η Βασιλόπιτα αποκτούσε ξεχωριστό ενδιαφέρον για όλα σχεδόν τα μέλη της.
Η πίτα φτιάχνονταν με τα φύλλα που είχαν ψήσει στη γάστρα από την παραμονή. Για να μυρίσει ωραία, έβαζαν στο τηγάνι λάδι και βούτυρο. Μετά έριχναν λίγο πράσο να τσιγαριστεί για να δώσει ένα ξεχωριστό άρωμα. Πρόσθεταν λίγο τραχανά και λίγα τρίμματα από τυρί. Άλλοι πρόσθεταν και λίγο κρέας. Γενικά πάντως ήταν μια πίτα πολύ λιτή.
Το μεσημέρι ο μεγαλύτερος της οικογένειας, ο αφέντης, αφού τη σταύρωνε , την έκοβε σε κομμάτια, αρχίζοντας από το μεσαίο, του Χριστού. Μετά το τεμαχισμό της, την έκανε τρεις στροφές και έδινε στον καθένα το ‘φελί’ του αρχίζοντας από τον μεγαλύτερο. Ανάλογα με το σημάδι που τύχαινε ο καθένας άκουγε και τα σχετικά σχόλια και πειράγματα.
Αυτά τα σημάδια τα φύλαγαν μέχρι την ημέρα των Φώτων. Εκείνη την ημέρα όποιος πήγαινε στη βρύση του μαχαλά για να φέρει νερό με τις μπούκλες έριχνε εκεί τα σημάδια ή στο ποτάμι. Το φλουρί το φύλαγαν στο εικόνισμα του σπιτιού μέχρι την άλλη χρονιά.
Το απόγευμα της Πρωτοχρονιάς έβγαιναν πάλι τα βιολιά στο μεσοχώρι και πήγαιναν επισκέψεις στους εορτάζοντες.