Το ΑΕΠ της Ελλάδας σημείωσε αδύναμη ανάκαμψη 2,3% σε εποχικά προσαρμοσμένη τριμηνιαία βάση το 3ο τρίμηνο του 2020 – σύμφωνα με την πρώτη εκτίμηση που δημοσίευσε η ΕΛΣΤΑΤ στις 4 Δεκεμβρίου – και συρρικνώθηκε κατά 11,7% σε ετήσια βάση, έπειτα από τριμηνιαία μείωση 14,1% (-14,2% ετησίως) το 2ο τρίμηνο, σημειώνει σε ανάλυσή της η Εθνική Τράπεζα.
Οπως αναφέρει η ΕΤΕ, η επίδοση του 3ου τρίμηνου υπολείπεται σημαντικά του μέσου όρου της Ευρωζώνης (+12,5% σε τριμηνιαία βάση και -4,3% ετησίως). Η υπο-απόδοση αντανακλά την έντονη πτώση των εξαγωγών υπηρεσιών (-80% ετησίως και -39,2% σε εποχικά προσαρμοσμένη τριμηνιαία βάση το 3ο τρίμηνο του 2020), η οποία, αν και αναμενόμενη, ξεπέρασε και τις πιο απαισιόδοξες εκτιμήσεις, αφαιρώντας 18,6 ποσοστιαίες μονάδες από την ετήσια μεταβολή του ΑΕΠ στο συγκεκριμένο τρίμηνο και αποτελεί τη μεγαλύτερη αρνητική συνεισφορά ιστορικά.
Κατόπιν μιας πιο προσεκτικής ματιάς στα στοιχεία των τριμηνιαίων εθνικών λογαριασμών, αυτό που χρήζει προσοχής είναι ότι οι εξαγωγές υπηρεσιών με εποχική προσαρμογή μειώθηκαν κατά 39,2% σε τριμηνιαία βάση το 3ο τρίμηνο, ενώ τα αντίστοιχα στοιχεία χωρίς εποχική προσαρμογή αυξήθηκαν κατά 55,7% το ίδιο τρίμηνο. Αυτή η συρρίκνωση είναι αναπάντεχη, δεδομένου ότι κατά το 2ο τρίμηνο οι δραστηριότητες παροχής καταλύματος είχαν ανασταλεί πλήρως, ενώ οι διεθνείς μεταφορές είχαν επίσης διακοπεί, με το σταδιακό άνοιγμά τους να ξεκινάει στα μέσα Ιουνίου και να ολοκληρώνεται στα μέσα Ιουλίου του 2020.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Δ/νσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, η σταθερή αύξηση της συνεισφοράς του τουρισμού στο ΑΕΠ τα τελευταία 10 χρόνια – που ανήλθε σε ιστορικό υψηλό 32,3% το 3ο τρίμηνο του 2019, από μέσο όρο 18,4% στο 3ο τρίμηνο των ετών 2002-2009 – δημιούργησε την ανάγκη μιας ολοένα μεγαλύτερης αρνητικής στατιστικής προσαρμογής στα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών για το 3ο τρίμηνο κάθε έτους. Η προσαρμογή είναι αναγκαία προκειμένου να εξομαλυνθούν οι τριμηνιαίες διακυμάνσεις του ΑΕΠ και να προκύψει η πιο ομαλή, «εποχικά προσαρμοσμένη», χρονολογική σειρά που επιτρέπει τη συγκρισιμότητα μεταξύ των τριμηνιαίων παρατηρήσεων.
Ωστόσο, η εφαρμογή αυτής της προσαρμογής – όπως εκτιμάται από τα διαθέσιμα ιστορικά στοιχεία βάσει της εναρμονισμένης μεθοδολογίας της Eurostat – πάνω στο εξαιρετικά μειωμένο, λόγω πανδημίας, επίπεδο των εξαγωγών υπηρεσιών (κυρίως, εξαιτίας του τουρισμού) οδήγησε σε υπερβολική συμπίεση των εποχικά διορθωμένων στοιχείων για το 3ο τρίμηνο. Η ενδεχόμενη επίδραση της μεταβλητότητας στην εποχική διόρθωση ενδέχεται να εξομαλυνθεί σε επόμενες εκτιμήσεις του ΑΕΠ με την ενσωμάτωση επιπλέων δεδομένων, όπως περιγράφεται από την ΕΛ.ΣΤΑΤ. στο δελτίο τύπου που συνόδευσε την ανακοίνωση του ΑΕΠ στην παράγραφο που αναφέρεται στην εποχική προσαρμογή των στοιχείων.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Δ/νσης Οικονομικής Ανάλυσης της ΕΤΕ, αυτή η ασυνήθιστη επίδραση μείωσε το ΑΕΠ 3ου τριμήνου κατά περίπου €1,6 δισ. (-3,5% ετησίως). Η επίπτωση αυτή θα μπορούσε να περιοριστεί σημαντικά εάν η εποχική προσαρμογή στο 3ο τρίμηνο μειωνόταν ώστε να λαμβάνει υπόψη την έντονη επίδραση της πανδημίας στην τουριστική δραστηριότητα. Μια ηπιότερη στατιστική προσαρμογή στα στοιχεία του 3ου τριμήνου, ανάλογη του αντίστοιχου 20έτους μέσου όρου, θα οδηγούσε σε μια κάμψη του ΑΕΠ το 3ο τρίμηνο του 2020 κατά 8,1% ετησίως (+6,4% σε εποχικά προσαρμοσμένη τριμηνιαία βάση) έναντι της ετήσιας μείωσης 11,7% (+2,3% σε εποχικά προσαρμοσμένη τριμηνιαία βάση) που τελικά καταγράφηκε ως πρώτη εκτίμηση του ΑΕΠ για το συγκεκριμένο τρίμηνο.
Η ιδιωτική κατανάλωση εμφάνισε ισχυρή ανάκαμψη με τα δημοσιονομικά μέτρα να δίνουν ώθηση άνω των 6 ποσοστιαίων μονάδων στο ΑΕΠ του 3ου τριμήνου απορροφώντας το μεγαλύτερο τμήμα του πλήγματος στην αγορά εργασίας
Τα στοιχεία του ΑΕΠ τόσο από το σκέλος της δαπάνης όσο και των εισοδημάτων δείχνουν ότι τα €12,0 δισ. υποστηρικτικών δημοσιονομικών μέτρων και μέτρων ρευστότητας, που ενεργοποιήθηκαν το 2ο και 3ο τρίμηνο και σε μεγάλο ποσοστό προσανατολίστηκαν σε στήριξη της κοινωνικής συνοχής και της απασχόλησης, πέτυχαν το στόχο τους, περιορίζοντας των αντίκτυπο της πανδημίας.
Ως εκ τούτου, η ιδιωτική κατανάλωση επέδειξε αξιοσημείωτη ανάκαμψη αυξανόμενη κατά 15,3% σε εποχικά προσαρμοσμένη τριμηνιαία βάση (1,0% ετησίως), στηριζόμενη και από τη μετάθεση καταναλωτικών δαπανών από το 2ο τρίμηνο. Είναι χαρακτηριστικό, ότι οι συνολικές αμοιβές της εργασίας αυξήθηκαν κατά 4,2% σε τριμηνιαία βάση στο 3ο τρίμηνο, υποχωρώντας μόνο κατά 0,4% ετησίως, ενώ το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου η απασχόληση μειώθηκε κατά 2,1% ετησίως, κατά μέσο όρο, με το ποσοστό ανεργίας να εμφανίζει συγκρατημένη αύξηση στο 16,9% το δίμηνο Ιουλίου-Αυγούστου από 15,9% το 1ο τρίμηνο του 2020, πριν την κλιμάκωση της πανδημίας. Οριακά θετική ήταν η ετήσια μεταβολή των συνολικών αμοιβών στους τομείς λιανικού εμπορίου, εστίασης, μεταφορών και παροχής καταλύματος, ενώ υπερέβη το 2,0% σε δραστηριότητες του δημόσιου τομέα.
Αντιθέτως, τα κέρδη των επιχειρήσεων (το οποία προκύπτουν από το άθροισμα του ακαθάριστου λειτουργικού πλεονάσματος και του μεικτού εισοδήματος στην οικονομία) συνέχισαν να μειώνονται με γρήγορο ρυθμό (-12,5% ετησίως και -0,6% σε τριμηνιαία βάση) το 3ο τρίμηνο, κατόπιν μείωσης κατά 13,7% ετησίως το 2ο τρίμηνο του 2020 (€16 δισ. χαμηλότερα από πέρυσι).
Οι επενδύσεις μειώθηκαν οριακά κατά 0,4% σε εποχικά προσαρμοσμένη τριμηνιαία βάση και κατά 0,3% σε ετήσια. Η αυξανόμενη, λόγω Covid-19, επενδυτική δαπάνη σε τεχνολογικό εξοπλισμό, μηχανολογικό εξοπλισμό και δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, καθώς και η περαιτέρω επέκταση της οικιστικής και λοιπής κατασκευαστικής δραστηριότητας κατά 6,6% ετησίως και 3,3% ετησίως, αντίστοιχα, αντιστάθμισε την αρνητική επίπτωση από τις χαμηλότερες επενδύσεις για εξοπλισμό μεταφορών (-53,1% ετησίως). Η σημαντική αύξηση των αποθεμάτων (+319% ετησίως), ενισχυόμενη από τη συρρίκνωση στο προηγούμενο τρίμηνο αλλά και από τη σύγκριση με το εξαιρετικά χαμηλό επίπεδο αποθεμάτων το 3ο τρίμηνο του 2019, προσέθεσε 3,7 ποσοστιαίες μονάδες στην ετήσια αύξηση του ΑΕΠ το 3ο τρίμηνο του 2020.
Πηγή